Την άνοιξη του 1901, ο Γκούσταβ Μάλερ είδε ένα όνειρο. Βρισκόταν, λέει, μέσα σε μια μεγάλη παρέα, όταν έκανε την εμφάνισή του ο θάνατος με σάρκα και οστά, ως άνδρας ευγενής, «με ευθυτενές παράστημα και άψογη ένδυση», που τον καταδίωξε ώς την πιο απόμερη γωνιά του χώρου, ώσπου τελικά τον άρπαξε από το χέρι «με τη σιδερένια παλάμη του» και του είπε: «Εσύ πρέπει να έρθεις μαζί μου!».