Την εποχή που ο Πολωνός Βίτολντ Γκομπρόβιτς έγραψε την «Υβόννη, πριγκίπισσα της Βουργουνδίας» (1937-8) δεν είχε αναπτυχθεί εκτενώς και επαρκώς η έννοια της ετερότητας – γι’ αυτό και παλαιότερα το ενδιαφέρον για το έργο περιοριζόταν στα υπερρεαλιστικά στοιχεία της δραματουργίας ή και στον τρόπο που ο σπουδαίος συγγραφέας χρησιμοποίησε γνωστά είδη για να μιλήσει για μία βασική και πολυεπίπεδη έννοια της σκέψης του, τη Μορφή. «Αλλά μην ξεχνάτε, παρακαλώ, το πράγμα είναι σημαντικό, ότι σε μένα η μορφή είναι πάντα παρωδία της μορφής. Τη χρησιμοποιώ, αλλά ξεκόβω απ’ αυτήν. Ψάχνω να βρω πώς δένονται τα αλλοτινά λογοτεχνικά είδη, που είναι αναγνώσιμα, με την πιο πρόσφατη αντίληψη του κόσμου. Περιφέρω το πιο επίκαιρο κοντραμπάντο μέσα σε παλιούς αραμπάδες», είχε γράψει.
Η «Υβόννη» του, που σκηνοθέτησε με επιτυχία ο Μιχάλης Γιγιντής στο Μπάγκειον, έχει ήρωες βγαλμένους από την πινακοθήκη του «υψηλού» δράματος: ένα βασιλικό ζευγάρι, τον γιο και διάδοχό τους, πρίγκιπα Φίλιππο, αυλικούς, υπηρέτες. Σε όλους αυτούς, όμως, αντιπαραθέτει ένα πλάσμα από αλλού, μία νεαρή γυναίκα απαθή, ανιαρή, χωρίς τίποτε το ελκυστικό ή γοητευτικό. Η Υβόννη ούτε συμφωνεί ούτε διαφωνεί, μόνο σιωπά. Ο πρίγκιπας δεν την αντέχει, δεν την καταλαβαίνει. Αλλά επειδή η Υβόννη σε κανέναν δεν αρέσει, από ελαφρότητα ή και εκκεντρικότητα, ο πρίγκιπας αποφασίζει να την αρραβωνιαστεί.
Στην Αυλή πια, η Υβόννη γίνεται στοιχείο αποσταθεροποίησης. Και μόνο με την παρουσία της, «δείχνει» στους γύρω της το σκοτάδι μέσα τους, το Κακό που καραδοκεί, τον θάνατο στον οποίο βασίζεται η ζωή τους. Ενα ξένο σώμα, το απολύτως Ετερο. «Η Αυλή δεν αργεί να γίνει εκκολαπτήριο τεράτων. Και το κάθε τέρας ονειρεύεται να σκοτώσει την αφόρητη Υβόννη. Τελικά η Αυλή κινεί όλη της τη μεγαλοπρέπεια, την ανωτερότητα και τη λάμψη της και με υψηλοφροσύνη τη δολοφονεί», έχει πει ο Γκομπρόβιτς («Διαθήκη / Συνομιλίες με τον Ντομινίκ ντε Ρου», εκδ. Πατάκη 2014).
Η Μορφή, το προσωπείο και η στάση που μας επιβάλλει η κατά Γκομπρόβιτς «διανθρώπινη εκκλησία» ώστε να γίνουμε αποδεκτοί και να ενταχθούμε, δείχνει εδώ το απειλητικό της πρόσωπο.
Ο Μιχάλης Γιγιντής αξιοποίησε την, αφημένη στη φθορά της, σάλα του Μπάγκειου σαν έναν χώρο μαγικό, στον οποίο καταφθάνουν πρόσωπα παράξενα, ντυμένα στα μαύρα με ρούχα εποχής και gothic μακιγιάζ. Οι πολλές πόρτες, αριστερά και δεξιά του σκηνικού χώρου, διευκολύνουν τη σκηνική δράση αλλά έλειψαν οι φωτιστικοί μηχανισμοί που θα έδιναν σε επιμέρους σκηνές της παράστασης την αναγκαία ατμόσφαιρα. Προφανώς η επιλογή ενός χώρου μη θεατρικού έχει τίμημα που εγγράφεται αρνητικά στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της παράστασης.
Οι ηθοποιοί (Νίκος Αναστασόπουλος, Νίκος Χαλδεάκης, Γιάννης Καπελέρης, Ιουλία Γεωργίου, Ελένη Δαφνή, Αντέλα Μέρμηγκα, Μάνθος Καλαντζής, Γιάννης Μπισμπικόπουλος) δίνουν πολύ καλές ερμηνείες και είναι ως σύνολο δεμένοι. Τον ρόλο της σιωπηλής Υβόννης ανέλαβε η Ναλίσα Γκριν, η εξαιρετική μουσικός και συνθέτης της ελληνικής dream pop σκηνής. Ωστόσο, εκτός από ένα σημείο όπου έπαιξε θέρεμιν, αυτό το παράξενο ηλεκτρομαγνητικό όργανο που βγάζει ήχους με συγκεκριμένες κινήσεις των χεριών «στον αέρα» (ανάμεσα στις κεραίες και στο κουτί του), η μουσική έλειψε από την παράσταση. Με δεδομένη την ενδιαφέρουσα, αν και σχεδόν βωβή, σκηνική εμφάνισή της αλλά και το «ονειρικό» στοιχείο που έχουν η μουσική και τα τραγούδια της, η σκηνοθεσία δεν αξιοποίησε επαρκώς τα ιδιαίτερα στοιχεία που θα προσκόμιζε στην παράσταση η συμμετοχή της Γκριν.
Θα φανεί παράξενο, ωστόσο η «Υβόννη» στο Μπάγκειον έχει δύο κοινά χαρακτηριστικά με μία εντελώς διαφορετική παράσταση στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Παύλου (Φιλελλήνων 27). Εκεί ο Περικλής Μουστάκης «σκηνοθετεί» το έξοχο αυτοβιογραφικό αφήγημα του Σταύρου Ζουμπουλάκη «Η αδελφή μου» (εκδ. Πόλις, 2012).
Το πρώτο κοινό σημείο αφορά την εκτίμηση που είχε ο Γκομπρόβιτς στη Γαλλοεβραία φιλόσοφο Σιμόν Βέιλ (1909-1943), τη σκέψη της οποίας θα χαρακτηρίσει στο ανέκδοτο ακόμη στα ελληνικά «Ημερολόγιό» του, επιτομή όλων των εκφάνσεων της Ηθικής στη σύγχρονη Ευρώπη, καθολικής, μαρξιστικής, υπαρξιστικής.
Αλλά και ο Σταύρος Ζουμπουλάκης αφιερώνει αρκετές σελίδες στο βιβλίο του στην εξαιρετικού ενδιαφέροντος σκέψη αυτής της σπουδαίας γυναίκας που έφυγε τόσο νέα από τη ζωή. Τον βοήθησε να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα φιλοσοφικά και θεολογικά που απασχολούσαν τον ίδιο με τρόπο αμείλικτο και αγωνιώδη – άμεσα συνδεδεμένο με την ασθένεια της αδελφής του, ενός αγγέλου καλοσύνης επί της γης. Ο Στ. Ζουμπουλάκης αντιγράφει το εξής απόσπασμα από ένα γράμμα της Βέιλ, λίγους μήνες προτού πεθάνει: «Νιώθω έναν επώδυνο διχασμό, που επιδεινώνεται αδιάκοπα, στον νου και στο κέντρο της καρδιάς, από την ανικανότητα στην οποία βρίσκομαι να σκεφτώ μαζί εν αληθεία τη δυστυχία των ανθρώπων, την τελειότητα του Θεού και τον δεσμό ανάμεσα στα δύο».
Απ’ όσο μπορεί να καταλάβει κανείς από τα κείμενα με τα οποία ασχολείται ένας δημιουργός, τέτοια ζητήματα πρέπει να απασχολούν και τον Περικλή Μουστάκη. Ωστόσο, επιλέγοντας έναν μη θεατρικό χώρο (το δεύτερο κοινό σημείο με την «Υβόννη») και φορμαλιστική απόδοση του λόγου, η αξία και η σημασία του κειμένου του Στ. Ζουμπουλάκη στην καθημερινότητά μας δεν πέρασε στο κοινό. Ο περίεργος ερμηνευτικός τονισμός ήταν αντίθετος στον εξομολογητικό, χωρίς ίχνος επιτήδευσης, πάλλοντα από συναισθήματα και σκέψη, λόγο του πεζογραφήματος. Η Δώρα Στυλιανέση, ντυμένη μ’ ένα κοστούμι λευκό σαν άφυλος άγγελος, φάνηκε ότι είχε κοπιάσει για να ερμηνεύσει το κείμενο αλλά –τι κρίμα– ο κόπος της παρέμεινε ανεπίδοτος στην ουσία του.
Οσο γι’ αυτόν καθαυτόν τον χώρο της Αγγλικανικής Εκκλησίας, απορώ: δεν διατηρεί ίχνος κάποιας μεταφυσικής / μυστικιστικής ενέργειας, που ακόμη και σ’ ένα απόμερο παλιό ξωκλήσι αρκεί για να καταπραΰνει το πληγωμένο μέσα μας.