Ο Γιώργος Κουτλής στην «Κ»: Νιώθω ευγνωμοσύνη που με πρόσεξαν

Ο Γιώργος Κουτλής στην «Κ»: Νιώθω ευγνωμοσύνη που με πρόσεξαν

Ο 32χρονος θεατρικός σκηνοθέτης Γιώργος Κουτλής μιλάει στην «Κ» για τη γρήγορη επιτυχία και το επόμενο βήμα

6' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μπήκε με ορμή ο Γιώργος Κουτλής στη θεατρική Αθήνα πριν από δύο χρόνια, δίνοντας μια φρέσκια σκηνοθετική ματιά και, κυρίως, ελπίδες. Το κοινό πρώτα πρόσεξε τη δουλειά του στο Εθνικό Θέατρο – στο «Παίζοντας το θύμα» των αδελφών Πρεσνιακόφ στη σκηνή Κ. Παξινού. Τον περασμένο Οκτώβριο, στο θέατρο «Κιβωτός» ανέβηκαν οι «Παίχτες» του Νικολάι Γκόγκολ, μια παράσταση που διαδόθηκε –όπως και το όνομα του σκηνοθέτη– από στόμα σε στόμα και θα παίζεται μέχρι τις 30 του μηνός.

Κι ενώ οι ουρές συνεχίζονται έξω από το θέατρο για τη σατιρική κωμωδία που έγραψε ο Γκόγκολ το 1836, ο νεαρός σκηνοθέτης ετοιμάζεται με φόρα για το επόμενο βήμα, αυτή τη φορά στο θέατρο «Αθηναΐς». Εκεί, την 1η Φεβρουαρίου, σκηνοθετεί για πρώτη φορά ελληνικό έργο, το «Talk Show» του Βασίλη Μαγουλιώτη (αλλιώς Suyako). Ενα late-night talk show επί σκηνής. Μια «καφκική κωμωδία τηλεοπτικής (υπο)κουλτούρας», με έναν εκκεντρικό, οικείο, αδιάκριτο, σαρωτικό παρουσιαστή κι έναν καλεσμένο που δεν ξέρει γιατί βρίσκεται εκεί. «Παρακολουθούμε τον μηχανισμό ενός τηλεοπτικού σόου, που μοιάζει με τον μηχανισμό της ζωής. Ερχόμαστε στη ζωή και όλοι λένε κάνε αυτό ή το άλλο και εσύ απλά μπαίνεις και χορεύεις», λέει στην «Κ» ο Γ. Κουτλής.

Εξηγεί ότι η ιδέα του Βασίλη Μαγουλιώτη ξεκίνησε από το τραγούδι του Μπομπ Ντίλαν «Ballad of a thin man», που μιλάει για έναν άνθρωπο ο οποίος μπαίνει σε ένα χώρο, διάφοροι του λένε να κάνει κάποια πράγματα, καταλαβαίνει ότι κάτι συμβαίνει, αλλά δεν ξέρει τι ακριβώς. «Something is happening here, but you don’t know what it is… Do you, mr Jones;».

Κωμικά βίαιο στο πρώτο μέρος του, το έργο «χρησιμοποιεί τη λειτουργία της τηλεοπτικής υποκουλτούρας αποκαλύπτοντας σιγά σιγά μια πιο φιλοσοφική λειτουργία και νόημα». Αυτό που τον κέρδισε στο κείμενο, που έλαβε πάντως τελική μορφή έπειτα από συζητήσεις και αλλαγές, είναι ότι «δεν υπάρχει ρεαλιστικός τρόπος εκφοράς λόγου».

Στο «Talk Show» παρακολουθούμε έναν τηλεοπτικό μηχανισμό που μοιάζει με εκείνον της ζωής. Ολοι λένε κάνε αυτό ή το άλλο και εσύ απλά μπαίνεις και χορεύεις.

Για τις ανάγκες της νέας του δουλειάς, είδε πολλή τηλεόραση, παρότι δεν την αντέχει. «Αφέθηκα σε μια ζώνη αποχαύνωσης. Βασίστηκα στα αμερικανικά late night talk shows, κυρίως στον Τζόνι Κάρσον και σε όλη την πορεία του. Εχουν γίνει πολλές μελέτες γι’ αυτά τα σόου».

Αναφέρεται σε ψυχαναλυτικές μελέτες που έγιναν στην Αμερική: dual consciousness. Τη διπλή συνείδηση, μια θεωρητική έννοια στη νευροεπιστήμη. «Σε αυτά τα σόου βρίσκεσαι σε δημόσια θέα και με τον τηλεπαρουσιαστή έχεις μια συμπεριφορά σαν να είστε φιλαράκια.

Αυτό δημιουργεί μια παραδοξότητα, η οποία σε φέρνει σε μια περίεργη κατάσταση με τον καλεσμένο-θύμα που δίνει απαντήσεις γενικόλογες τις οποίες συναντάμε στον δημόσιο λόγο. Γενικότητες που κολλάνε παντού. Ενα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ο ετεροπροσδιορισμός. Με τις ερωτήσεις που κάνει ο παρουσιαστής, οδηγεί τον καλεσμένο στις απαντήσεις που θέλει.

Ο καλεσμένος, που συνήθως αισθάνεται άβολα γιατί βρίσκεται στον χώρο του άλλου, με τις κάμερες να αυξάνουν ακόμη περισσότερο την αμηχανία του, κατευθύνεται ευκολότερα. Τότε λέγονται πράγματα που υποτίθεται ότι προσδιορίζουν ποιος είσαι, ενώ στην ουσία δεν είσαι αυτός πραγματικά. Υπάρχει ένα πολύ ωραίο ντοκιμαντέρ με τον Τζιμ Κάρεϊ, το “Τζιμ και Αντι” όπου υποδύεται τον κωμικό Αντι Κάουφμαν ο οποίος είναι βασική μας αναφορά. Ο Κάρεϊ αναφέρεται στα πρώτα σόου του Κάουφμαν όταν ξεκίνησε, όπου είχε μια περσόνα που όλοι λάτρευαν. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι, υποδυόμενος την περσόνα που του ζητούσε το κοινό, ξέχασε ποιος ήταν ο ίδιος. Αρχισε να γίνεται η αντανάκλαση που είχε δημιουργήσει».

Τι είναι αυτό που ερεθίζει τους θεατές σε αυτά τα σόου και τις trash εκπομπές που παρακολουθούν, δηλώνοντας ότι χαλαρώνουν μετά μια δύσκολη ημέρα; «Ολοι κρύβουν κάποιες ένοχες απολαύσεις, είτε στη μουσική που ακούνε είτε σε κάτι που βλέπουν», απαντά ο σκηνοθέτης.

Παρακάλεσα όσους είναι κοντά μου να με σκουντήξουν αν ξεφύγω

Πώς έφτασε ο Γιώργος Κουτλής στο θέατρο, όταν ο δρόμος του φαινόταν σίγουρος στη Νομική, στην οποία ολοκλήρωσε και την άσκηση; Στο σχολείο συμμετείχε σε ερασιτεχνικές ομάδες γιατί έβρισκε διέξοδο όπως αργότερα όσο σπούδαζε στη Νομική. «Εκεί άρχισα να περνάω καλύτερα από αλλού και μου μπήκε η ιδέα. Γιατί να μην το κάνω επάγγελμα;. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου ήταν η σκηνοθεσία. Για να σκηνοθετήσω, ήθελα πρώτα να καταλάβω τον ηθοποιό».    

Στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών είχε εξαιρετικούς καθηγητές: Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης, Κατερίνα Ευαγγελάτου, Ακύλλας Καραζήσης, Δημήτρης Ημελλος. Ο τελευταίος τού έβαλε τον σπόρο των σπουδών στη Ρωσία. «Θεωρώ τον Δ. Hμελλο από τους σημαντικότερους παιδαγωγούς στην Ελλάδα. Σύντομα κατάλαβα ότι η πηγή για τη σκηνοθεσία που ήθελα να ακολουθήσω, ήταν η Ρωσία. Σκεφτόμουν: αν δεν πάω εγώ που με στηρίζουν οι γονείς μου, ποιος θα πάει;».

Ετσι παρεξέκλινε από την οικογενειακή παράδοση. Δικηγόρος δεν είναι μόνον ο πατέρας του, αλλά και η αδελφή του, ενώ η μητέρα του νευρόλογος. «Οι δικοί μου ήταν πάντα υποστηρικτικοί. Με εφόδια λίγα μαθήματα ρωσικής γλώσσας, έφτασε στο Ρωσικό Ινστιτούτο Θεατρικής Τέχνης της Μόσχας – GITIS, όπου σπούδασε στο προπτυχιακό και έπειτα στο μεταπτυχιακό, αριστούχος μάλιστα, στον τομέα της σκηνοθεσίας. Με χιούμορ μάς προσγειώνει. «Είχα ετοιμάσει δύο κείμενα που ουσιαστικά τα είχα μάθει απ’ έξω στα ρωσικά και άλλα δύο στα ελληνικά. Ευτυχώς εκείνη την εποχή ήταν εκεί και ο ηθοποιός Δημήτρης Γεωργιάδης, ο οποίος με βοήθησε στις εξετάσεις. Πέρασα, αλλά μετά άρχισε το πρόβλημα: στο πρώτο μάθημα, διάρκειας τεσσάρων ωρών, κατάλαβα μία λέξη μόνο, το πατσεμού (γιατί;). Η σχολή πρόσφερε τρεις φορές την εβδομάδα ρωσικά, τα οποία παρακολουθούσα γιατί η καθηγήτριά μου δεν μιλούσε αγγλικά. Ηταν κολύμπι στα βαθιά. Στο δίμηνο άρχισα να καταλαβαίνω ένα 30%, αργότερα το 70% και το υπόλοιπο από τα συμφραζόμενα. Εμαθα όμως να ακούω θεατρικά και σκηνικά. Επειδή δεν καταλάβαινα τη γλώσσα, άρχισα να παρατηρώ καλύτερα τη σκηνική δράση».

Ο Γιώργος Κουτλής στην «Κ»: Νιώθω ευγνωμοσύνη που με πρόσεξαν-1
Ο Στέλιος Ιακωβίδης πρωταγωνιστεί στο έργο «Τalk Show» του Βασίλη Μαγουλιώτη, που σκηνοθετεί ο Γιώργος Κουτλής στο θέατρο «Αθηναΐς».

Υπάρχει μεγάλη διαφορά στη μεθοδολογία, στην οργάνωση στη θεατρική παιδαγωγική. Διδάσκοντας και ο ίδιος πια –στο Ωδείο Αθηνών– βλέπει τις διαφορές. «Στην Ελλάδα υπάρχουν εξαιρετικοί καθηγητές σαν μονάδες, αλλά χωρίς κοινή πλεύση. Αρκετές δραματικές σχολές μοιάζουν με τρίχρονα σεμινάρια και δεν προλαβαίνεις να εμβαθύνεις. Στη Ρωσία δεν ήταν όλα ρόδινα, τα θεωρητικά μαθήματα μοιάζουν με διαλέξεις που βγήκαν από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας, όμως η παράδοση της θεατρικής τους παιδείας είναι μεγάλη και όλα πολύ δομημένα. Εδώ, χαοτικά».

Τον Φεβρουάριο του 2019 στο θέατρο GITIS σκηνοθέτησε τη διπλωματική του – «ήταν κανονική παράσταση» τονίζει για τον «Επιθεωρητή απ’ την Πετρούπολη», βασισμένη στον «Επιθεωρητή» του Ν. Γκόγκολ. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 2020, στο  Εθνικό Θέατρο συστήνεται με το «Παίζοντας το θύμα» των αδελφών Πρεσνιακόφ. Στο πλαίσιο των Radio Plays του Φεστιβάλ Αθηνών σκηνοθέτησε τη ραδιοφωνική παράσταση «Ανθρώπινη συμπύκνωση» της Αμάντας Μιχαλοπούλου και πέρυσι την άνοιξη, στο Τάλιν της Εσθονίας, «Το ημερολόγιο ενός απατεώνα» του Οστρόφσκι στο Vene Teater. Ομως το μπαμ έγινε τον περασμένο Οκτώβριο με τους «Παίχτες» στο «Κιβωτός».

Η γοητεία του γκροτέσκ

Ο 32χρονος σκηνοθέτης θέλει να δοκιμάσει διαφορετικά πράγματα, αλλά παραδέχεται ότι τον γοητεύει ο ποιητικός, παράδοξος ρεαλισμός που τείνει στο γκροτέσκ. Και δεν ξεχνάει τα λόγια ενός καθηγητή του: «Πιο σημαντικό είναι το έτος που ανεβαίνει ένα έργο, από το έτος που γράφτηκε».
Σε μια δύσκολη περίοδο, έχει κλείσει τις επόμενες πέντε σκηνοθεσίες του. «Νιώθω ευγνωμοσύνη που με πρόσεξαν, αλλά η πείρα μου είναι μικρή», απαντά αμήχανα. Από την άλλη, με όλο αυτό το ενδιαφέρον που στράφηκε επάνω του, δεν κρύβει τον φόβο του μήπως εξαντληθεί. «Εχω παρακαλέσει όσους είναι κοντά μου να με σκουντήξουν αν ξεφύγω. Δεν θέλω να κάνω πολλά συγχρόνως». Ο Γ. Κουτλής κρατάει γερά τις παλιές παρέες, τους φίλους που έχει από πέντε χρόνων, έχει ζεστή σχέση με τους γονείς. «Αισθάνομαι προνομιούχος γιατί πήρα πολλή αγάπη από μικρό παιδί».
 
Στο «Talk Show» παίζουν οι Στέλιος Ιακωβίδης, Αρης Μπαλής, Πανάγος Ιωακείμ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT