Η σύγχρονη εκδοχή της «ετερότητας»

Τα «Αξύριστα πηγούνια» του Γιάννη Τσίρου στο θέατρο «Μικρό Χορν», σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη

4' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κυριάκος: «Εγώ έρχομαι από μακριά. Εμεινα “κολλημένος” στο μηδέν, γιατί έρχομαι από το μείον δέκα. Μέχρι να φτάσω στο μηδέν τα ξόδεψα όλα και κουράστηκα […] Τώρα πια δεν έχω τίποτε άλλο να χάσω».

Ο δραματικός μονόλογος του Κυριάκου ερμηνεύθηκε έξοχα από τον Ηλία Βαλάση στην παράσταση των «Αξύριστων πηγουνιών» στο θέατρο «Μικρό Χορν». Αποτυπώνει με απλότητα, πικρία και αυτεπίγνωση τη συναισθηματική γαλήνη που αναζητούν τα δραματικά πρόσωπα του Γιάννη Τσίρου, σε ένα έργο σκληρό, που ταράζει με το θέμα του την αστική ηρεμία του θεατή. Ο συγγραφέας, με αφορμή την πρώτη παράσταση το 2006, το χαρακτηρίζει «απλοϊκό», «λαϊκό» έργο χωρίς ιδιαίτερα «ευφυείς» ήρωες, που όλοι τους όμως πάσχουν από κάποιου τύπου «ενοχικά» σύνδρομα. Και οι τρεις άνδρες είναι νοσοκόμοι βάρδιας και κατά κάποιον τρόπο έχουν υπάρξει «μνηστήρες» της αλλοδαπής κοπέλας, το σώμα της οποίας κείτεται νεκρό και παραμένει στα «αζήτητα» πτώματα, στο υπόγειο ενός δημόσιου νοσοκομείου της Αθήνας. Η δραματουργία του Τσίρου («Αόρατη Ολγα», «Αγριος σπόρος») είναι συνδεδεμένη άρρηκτα και με την παρουσία του «ξένου» στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου και με τα «τέλεια» εκ προμελέτης ή εξ αμελείας «εγκλήματα» που καθημερινά διαπράττονται.

Ο σκηνοθέτης Γιώργος Παλούμπης ταλαντεύτηκε αλλά πέτυχε να ισορροπήσει ανάμεσα στο ποιοτικό και εμπορικό αισθητικό αποτέλεσμα. Οδηγεί το «εξ αμελείας» έγκλημα του φόνου της Ιρίνας προς εξιχνίαση, αποφεύγει έξυπνα το μελό και την εύκολη συγκίνηση των θεατών, διαχειρίζεται τις όποιες δραματουργικές ατέλειες και υπερβολές, όπως την αγάπη της ηρωίδας για τον Πούσκιν και το μπαλέτο ή το στερεότυπο της θυσίας να δουλεύει στο στριπτιζάδικο για να εξοφλήσει τις δόσεις του αυτοκινήτου του εραστή της. Οδηγεί τα δραματικά πρόσωπα να εκφράσουν τον ρυπαρό εαυτό τους, τα ξεγυμνώνει από την ενοχή τους και χωρίς να φωτίζει ιδιαίτερα το στοιχείο του κοινωνικού ρατσισμού, το αφήνει να λανθάνει στα λόγια, στις σιωπές, στα κενά των ήχων και τις εκφράσεις των προσώπων τους.

Σε έναν άκρως ζοφερό και φθαρμένο, παρακμιακό και καταθλιπτικό νεκροθάλαμο, που σκηνογράφησε η Νατάσσα Παπαστεργίου, στήνει το παιχνίδι της συνενοχής των τριών παικτών πάνω στη νατουραλιστική φαρέτρα. Σκηνοθετεί με συγκροτημένη στρατηγική μια δραματουργία που φαινομενικά στηρίζεται στη θεματική του «ξένου», αλλά ουσιαστικά εστιάζει στην έμφυλη βία και καταπίεση, στην κοινωνική και σεξιστική ρητορική, στην ανδρική αλαζονεία, η οποία αποδεικνύεται έως και εγκληματική πάνω στη γυναικεία φύση. Ορίζει τα πρόσωπα ως αληθινά «ρετάλια» της κοινωνίας, ανθρώπινα απομεινάρια ενός κόσμου όπου ο ορισμός του δικαίου και η αίσθηση της αυτενέργειας αποτελούν διαρκώς τα ζητούμενα. Αλλωστε, ο Παλούμπης έχει ασκηθεί στον φωτογραφικό ρεαλισμό («Αόρατη Ολγα» – 2011, «Χαρτοπόλεμος» – 2017) και στο να αναδεικνύει το κακό, είτε αυτό αφορά την ανθρώπινη φύση είτε τις εξουσιαστικές δομές της κοινωνίας.

Στις σχέσεις αλήθειας και ψεύδους, ψυχής και σώματος, πραγματικότητας και φαντάσματος αφιερώνονται οι ερμηνείες των ηθοποιών στη χρονική διάρκεια μιας νύχτας. Ο Κυριάκος του Ηλία Βαλάση, καταγόμενος από τους λούμπεν ήρωες του Γ. Διαλεγμένου, αποπνέει ένα αίσθημα ανθρωπιάς, μετάνοιας και ευαισθησίας, τη στιγμή που συνειδητοποιεί ότι η ερωμένη του Ιρίνα είναι πραγματικά νεκρή. Η ερμηνεία του τόνισε τον «λούζερ» ήρωα που ομολογεί ότι «έχει πλύνει ακόμα και τον ίδιο τον θάνατο», ώσπου τη νύχτα των γενεθλίων του θα «πλύνει» και τη νεκρή Ιρίνα. Ο ηθοποιός, εξοικειωμένος με τη δραματουργική υφή των ρόλων του Τσίρου (έχει ερμηνεύσει τον αστυνομικό στον «Αγριο σπόρο») σηκώνει το δραματικό βάρος του Κυριάκου στους ώμους του, κινείται στη σκηνή πιωμένος με τη βρώμικη ρόμπα πάνω στο ιδρωμένο του πουκάμισο και αποτελεί αναμφίβολα το ερμηνευτικό κέντρο ισορροπίας του ανδρικού τριγώνου.

Ο σκηνοθέτης εστιάζει στην έμφυλη βία και καταπίεση, στην ανδρική αλαζονεία, η οποία αποδεικνύεται έως και εγκληματική πάνω στη γυναικεία φύση.

Ο Γιώργος Πυρπασόπουλος, έντονος, ορμητικός, εκφραστικά στέρεος και τεχνικά άρτιος, ως πειθαρχημένος Σάββας 45 χρονών, αποδίδει τον καθόλα «τυπικό» οικογενειάρχη, προϊστάμενο του Τμήματος. Κρύβει άριστα το μυστικό του βιασμού που διέπραξε και οδήγησε την Ιρίνα στην κατάθλιψη και ίσως εντέλει στον θάνατο. Ο ηθοποιός διαχειρίζεται το λεκτικό φορτίο ενός ήρωα που εξουσιάζει, προστατεύει, επιβάλλει, επιχειρεί να χειραγωγήσει έως το τέλος την ομάδα, που αγωνιά να μη χάσει τον έλεγχο της κατάστασης, να μην κλονιστεί στο ελάχιστο η εύθραυστη ισορροπία που έχει εξασφαλίσει σε αυτόν τον αποκρουστικό εργασιακό χώρο του νεκροθαλάμου. Ελάχιστες εκτροπές προς την ερμηνευτική μανιέρα των υπερβολικών εντάσεων της φωνής εξηγούνται από την προσπάθεια να αποδώσει τον ηγετικό ρόλο που ανέλαβε σε αυτό το ιδιότυπο, «αξύριστων» ανδρών, τρίο.

Ο Μαρινάκης του Στέλιου Δημόπουλου κινείται αντιστικτικά στον Κυριάκο, αναλαμβάνει τον ρόλο του 25χρονου εξομολογητή της Ιρίνας και του λιγότερο επιθετικού «αρσενικού» από τα άλλα δύο. Ο λόγος του δεν συμβάλλει μόνο στην εκτόνωση των συναισθημάτων και των ενστίκτων του ανδρικού φύλου, αλλά δημιουργεί συναισθηματικές συγκρούσεις, φωτίζοντας την εσωτερική ζωή και των τεσσάρων δραματικών προσώπων, κυρίως όμως της Ιρίνας. Σωστά στημένος και επαρκής ως προς τα υποκριτικά του εργαλεία αναλαμβάνει να αποκωδικοποιήσει το μυστήριο και να αποκαλύψει την αλήθεια στους θεατές.

Η αυλαία ανοίγει με το αισθησιακό στριπτίζ της Μαρίας Νεφέλης Δούκα, στον ρόλο της 28χρονης Ιρίνας. Στο φινάλε της παράστασης η νεκρή ηρωίδα, ως άλλη τραγική Αλκηστη, ανεβαίνει στον κόσμο των θνητών, κινείται ανάμεσά τους σιωπηλή και αόρατη για να αντικρίσει ξανά την εξοργιστική φύση των ανδρών, που το ανθρώπινο σύστημα αφήνει ατιμώρητους. Τους περιφρονεί, με βλέμμα δακρυσμένο αλλά σίγουρα λυτρωμένο από τη φρίκη της ασέλγειας που βίωσε.

Το 2021 σημειώθηκαν στην Ελλάδα δεκαέξι γυναικοκτονίες, με τελευταίο θύμα την Τζεβριέ στην Αλεξανδρούπολη. Ο σύζυγός της ομολόγησε κυνικά: «Την χτύπησα γιατί δεν είχε καθαρά ρούχα και είχε αργήσει να ετοιμάσει το φαγητό». Ισως το φάντασμα της Τζεβριέ να πλανάται επίσης στην πλατεία του «Μικρού Χορν», την ώρα που οι προβληματισμένοι θεατές αναζητούν το «γιατί» σε αυτήν τη μακάβρια, ολέθρια και άνιση αναμέτρηση των τριών αρσενικών με τη θηλυκή ύπαρξη.

* Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας και Δραματολογίας ΑΠΘ. Διδάσκει Ιστορία Θεάτρου και Κινηματογράφου στο Τμήμα Ελληνικός Πολιτισμός του ΕΑΠ.

Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT