Τρία έργα του Σοφοκλή σε μία όπερα

3' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν ένας συνθέτης που βρίσκεται ήδη αρκετά χρόνια στο προσκήνιο αισθάνεται έτοιμος να γράψει μιαν όπερα, ο πήχυς ανεβαίνει ψηλά. Ιδιαίτερα όταν το εγχείρημά του είναι τόσο φιλόδοξο όσο οι «Θηβαίοι» του Τζούλιαν Αντερσον, η όπερα που παρήγγειλε στον συνθέτη η English National Opera (ΕΝΟ) και που γέμισε ασφυκτικά το Coliseum του Λονδίνου στην πρεμιέρα της.

Με μαέστρο τον μουσικό διευθυντή της ΕΝΟ Εντουαρντ Γκάρντνερ, σκηνοθεσία του Πιερ Οντί, από τις επιφανείς φυσιογνωμίες του ευρωπαϊκού θεάτρου, και με λιμπρέτο του καταξιωμένου Ιρλανδού θεατρικού συγγραφέα Φρανκ Μακ Γκίνες, η παράσταση αυτή ήταν πραγματικά ένα «γεγονός» που περίμεναν ανυπόμονα οι φίλοι της όπερας.

Από άποψη διάρκειας, το έργο δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικό, καθώς κρατά μόνο 100 λεπτά, χρόνο που η ΕΝΟ παρέτεινε με δύο διαλείμματα. Η παράσταση, όμως, είχε υψηλές απαιτήσεις σε καλλιτεχνικές δυνάμεις – ανάμεσά τους μια ηρωική ορχήστρα και μια πανίσχυρη χορωδία, η οποία μοιάζει με τον χορό της ελληνικής τραγωδίας και λειτουργεί με τους κανόνες του αρχαίου δράματος.

Βέβαια, ο ελληνικός χαρακτήρας του έργου έγκειται κυρίως το ότι οι «Θηβαίοι» είναι μια οπερατική διασκευή του μύθου του Οιδίποδα. Το λιμπρέτο βασίζεται στις τρεις τραγωδίες του «θηβαϊκού» κύκλου του Σοφοκλή –«Οιδίπους Τύραννος», «Οιδίπους επί Κολωνώ», «Αντιγόνη»– οι οποίες αφηγούνται πώς ο Οιδίποδας ανακαλύπτει ότι, εν αγνοία του, σκότωσε τον πατέρα του και παντρεύτηκε τη μητέρα του, πώς αυτή η φρικτή αυτογνωσία τον κυνηγά ώς το τέλος της ζωής του και πώς επηρεάζει την κόρη του, την Αντιγόνη, οδηγώντας την κι αυτήν στον θάνατο.

Το να βασίσει μιαν όπερα σε μύθο είναι βολικό για έναν συνθέτη, γιατί προσφέρει μια ιστορία που το κοινό ήδη γνωρίζει αλλά και γιατί του επιτρέπει να «παίξει» με τις λεπτομέρειες. Και ο Τζούλιαν Αντερσον πράγματι έπαιξε, αλλάζοντας τη χρονική σειρά των γεγονότων, έτσι ώστε η Αντιγόνη να μας αποχαιρετά στη δεύτερη πράξη και ο Οιδίποδας στην τρίτη (η οποία αποκτά χαρακτήρα «φλας-μπακ», αφού η Αντιγόνη ήταν κοντά στον πατέρα της στις τελευταίες του στιγμές).

Ο Αντερσον το έκανε αυτό, όπως εξηγεί στο πρόγραμμα, για να δώσει στο έργο ένα καλύτερο φινάλε. Και πράγματι το φινάλε είναι εντυπωσιακό: ο θάνατος του Οιδίποδα έρχεται σαν βαγκνερική μεταμόρφωση, μέσα στη θερμή, γενναιόδωρη λάμψη της πιο θεαματικής ορχηστρικής σύνθεσης που έχουμε ακούσει τα τελευταία χρόνια. Υποψιάζομαι όμως ότι θα μπορούσε να δώσει εξίσου εντυπωσιακό τέλος με τα γεγονότα στη σωστή σειρά. Ετσι όπως εκτυλίσσονται τώρα, η Αντιγόνη δεν μας συστήνεται επαρκώς πριν βυθιστούμε στη δική της ιστορία.

Ενα άλλο πρόβλημα ανακύπτει από την προσπάθεια να συνοψιστούν τρία έργα σε μια όπερα. Αυτή η σύμπτυξη οδηγεί σε μακροσκελείς, στατικές σκηνές πληροφοριακού διαλόγου, που ο ρυθμός τους επιταχύνεται μόνο στο τέλος της κάθε πράξης.

Είναι αλήθεια ότι το ίδιο παράπονο θα μπορούσε κανείς να κάνει και για τον «Τριστάνο» του Βάγκνερ, ο οποίος συχνά έρχεται στο μυαλό μας εδώ. Ο Αντερσον δεν τον αναγνωρίζει ως επιρροή, και σαφώς δεν ακούγεται τέτοια επιρροή στον ηχητικό κόσμο αυτής της όπερας, ενός έργου που διαθέτει μια ιδιαίτερη αγγλική ευφυΐα, στον τρόπο που επιτυγχάνει μεγάλης εμβέλειας χειρονομίες με λεπτοδουλεμένα μέσα. Σίγουρα όμως ο Βάγκνερ είναι εδώ στον κυριαρχικό ρόλο που παίζει η ορχήστρα.

Οι συντελεστές

Στη σκηνή, οι σολίστες τα πάνε πολύ καλά, δίνοντας ένα ρευστό, arioso [μεταξύ ρετσιτατίβο και άριας] στυλ στις ερμηνείες τους. Η απελπισμένη Ιοκάστη της Σούζαν Μπίκλεϊ, ο ενοχικός Κρέων του Πίτερ Χόαρ και ο ανατριχιαστικά ανδρόγυνος Τειρεσίας του Μάθιου Μπεστ είναι ερμηνείες ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου, ενώ η Αντιγόνη της Τζούλια Σπόρσεν και ο Οιδίποδας του Ρόλαντ Γουντ, παρότι κάπως λιγότερο ρωμαλέοι απ’ όσο θα έπρεπε, είναι παρ’ όλα αυτά πειστικοί.

Η βραδιά ωστόσο ανήκε στον ίδιο τον Τζούλιαν Αντερσον. Ο 47χρονος συνθέτης βρίσκεται στο προσκήνιο εδώ και μια εικοσαετία και έχει οικοδομήσει μια άξια θαυμασμού σταδιοδρομία, ωστόσο έμεινε στη σκιά δύο άλλων, συνομηλίκων του, Βρετανών συνθετών – του Τόμας Αντές και του Τζορτζ Μπέντζαμιν. Πρόσφατα έργα του Αντερσον αμφισβήτησαν κάπως αυτή την ιεραρχία, όλοι όμως περιμέναμε μια μείζονα χειρονομία –όπως μια όπερα– για να το επιβεβαιώσουμε.

Οι «Θηβαίοι» προσφέρουν αυτή την επιβεβαίωση. Μπορεί το έργο να μην είναι δομικά τέλειο, αλλά σίγουρα είναι ένας θρίαμβος συγκρατημένης έντασης με αυθεντικό δραματικό αντίκτυπο. Χωρίς να προβάλλει ισχυρισμούς ότι γκρεμίζει σύνορα ή ότι είναι ιδιαίτερα ριζοσπαστική, η όπερα αυτή δεν μοιάζει με καμιάν άλλη, και αυτό είναι ένα επίτευγμα ιδιαίτερα εντυπωσιακό.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT