Γυναικών πεπρωμένα και πεπραγμένα

3' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΒΑΣΑ ΣΟΛΩΜΟΥ- ΞΑΝΘΑΚΗ

Ο Γάμος

Σκηνοθ: Αννα Βαγενά

Θέατρο: Μεταξουργείο

ΚΩΣΤΑΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ

Σταματία, το γένος Αργυροπούλου

Σκηνοθ: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος

Θέατρο: Του Νέου Κόσμου

Μούσκεψα δύο μαντίλια στη νέα, μονολογική εκδοχή του «Γάμου» της Ξανθάκη, όπως τη διασκεύασε και την αποδίδει η Βαγενά, που επιπλέον αυτοσκηνοθετείται, κάτι που θα μπορούσε να αποβεί σε βάρος έργου και παράστασης, αλλά συνέβη το αντίθετο. Αν είχα παλιότερα κάτι να προσάψω στην υποκριτική προσωπικότητα της ηθοποιού, ήταν το εύκολο δάκρυ, άσχετα αν επρόκειτο για την κλασική αυτοσυγκίνηση του υποκριτή ή για προεξοφλητική συγκίνηση από μια υπερ-ταύτισή της με συγκεκριμένους ρόλους.

Η ηθοποιός, απομακρυνόμενη με τα χρόνια από κάθε σκηνική κοκεταρία, υιοθέτησε δωρικές πτυχές στον λιτό και περιεκτικό της κώδικα και μετέτρεψε σε προτέρημα την αναβλύζουσα, ιδιοσυγκρασιακή της συγκίνηση. Επικύρωσε τις διθυραμβικές κριτικές του 1994 και του 2000 και στο «μνημείο ρόλου» που έπλασε τότε, πρόσθεσε μια σημερινή σφραγίδα για τη δύναμη της μητρικής ρίζας αλλά και την αδυναμία εκρίζωσης ριζωμένων δεινών στην κοινωνία μας.

Το δυνατό έργο της Ξανθάκη μού φάνηκε μέσα από τον μονόλογο και τους ζωντανούς, λιτούς, αυτοσχεδιαστικούς διαλόγους της Λενάκη (με τα υποθετικά πρόσωπα), πιο συμπυκνωμένο και περιεκτικό. Επιπλέον, αφήνει χώρο να το μετρήσουμε και στις σημερινές συνθήκες και να το βρούμε, ατυχώς, αδιάλειπτα συνταραχτικό και ισχύον.

Ατμοσφαιρικός, λιτότατος με ελάχιστα, εμβληματικά αντικείμενα ο σκηνικός χώρος όπως τον διαμόρφωσε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης (υπό την αρχιτεκτονική του ιδιότητα), με τη συνδρομή των φωτισμών της Μελίνας Μάσχα. Θα προτιμούσα, ίσως, αντί για τα ηχογραφημένα τραγούδια (επιμέλεια: Γιάννης Καραγιάννης) την ασταθή φωνή της ηθοποιού να τα αποδίδει ζωντανά, με τον θεατρικό της τρόπο.

Η πολύπαθη Σταματία

Η Σταματία, διαπαιδαγωγημένη στη μετεμφυλιακή Ελλάδα με το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», επαυξημένο από την ίδια με ισόβια, σεξουαλική αποχή –αφού ο πάλαι ποτέ μνηστήρας της, λοχαγός του Εθνικού Στρατού, Χαράλαμπος (για εκείνην Μπάμπης), σκοτώνεται μαζεύοντας νάρκες– συμπληρώνεται από ιερή εμμονή σε καθαρευουσιάνικο ιδίωμα, αφού η δημοτική είναι… των κομμουνιστών.

Εκτός τούτων, η προίκα της Σταματίας περιλαμβάνει το πατρικό σπίτι (η αδελφή της το εγκατέλειψε για να παντρευτεί αποφυλακισμένο κομμουνιστή), την αφέλειά της, την παχυλή, πατρική σύνταξη και την αδυναμία στα ανίψια της, αιτία για οικογενειακή επανένωση αλλά και για όσα ακολουθούν έως να καταλήξει η θεία άστεγη, εγγύς της αποπληξίας, λίγο πριν από τον οίκο ευγηρίας. Ιδού ο πολύπαθος βίος της Σταματίας, που όπως τονίζει στο πρόσθετο φινάλε του έργου, ούτε στην τράπεζα δεν τολμά πια να πάει, ας είναι καλά τα τρία παλικάρια στα μαύρα που την συνόδεψαν την τελευταία φορά που πήγε να σηκώσει χρήματα…

Το κείμενο του Κώστα Σωτηρίου, αν και ηθογραφίζει απροκάλυπτα, διαθέτει μια λοξή ματιά στη δόμηση των μερών του, στη σύνδεσή τους όπως και στον χειρισμό του γλωσσικού ιδιώματος, στοιχεία που από μόνα τους εξασφαλίζουν την κωμικότητα μέσα στο μικροαστικό δράμα της Σταματίας.

Η Ελένη Ουζουνίδου διαθέτει σκηνικά προσόντα – φωνή στην πρόζα αλλά και στο τραγούδι με βάθος και προσωπικότητα, σκηνικό εκτόπισμα, πρόσωπο μεταμορφώσιμο, κωμικότητα, μουσικότητα και άνεση κινήσεων. Η «συνάντηση» κειμένου και ηθοποιού έχει ένα θετικό, τελικό αποτέλεσμα. Κατά τη διάρκεια όμως της παράστασης πολλά στοιχεία, προσωπικά, δεν με έπειθαν. Κλωτσούσαν. Εμεναν αίολα, δεν μετουσιώνονταν σε γέλιο. Ξεκινούσαν για «γκαγκ» και γίνονταν δυσάρεστη αίσθηση, καθώς έμεναν εξωτερικά και δεν ενσωματώνονταν στον εσωτερικό ειρμό της ηθοποιού. Ενα στοιχείο ήταν οι εκτός κειμένου συγκοπές του λόγου ή οι απόπειρες επαφής με το κοινό, που έπεφταν στο κενό. Ακόμα, η εμμονή στο ξεκάρφωτο και δήθεν ασυνείδητο σήκωμα των ρούχων, στο ξύσιμο των πισινών, που δεν ξέρω αν ήθελε να επιβεβαιώσει τη σεξουαλική στέρηση ή και μια ήπια μορφή πνευματικής ανισορροπίας, ενώ η ίδια εξαντλούσε όλα τα συνώνυμα του καθωσπρεπισμού και συντηρητισμού. Σε ό,τι κι αν αποσκοπούσαν δεν «δούλεψαν» και υποθέτω, η ευθύνη πέφτει στη σκηνοθεσία, στην οποία πάντως αξίζουν και εύσημα ιδεών και ευρημάτων, όπως π.χ. η σπουδαία, αυτόματη μεταμόρφωση της χειροκέντητης κουρτίνας (σκηνικά: Μαγδαληνή Αυγερινού) σε παραδοσιακή φορεσιά στο τέλος του έργου.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT