Φάλτσο μεν, αλλά με πολύ πάθος

3' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΣΤΕΦΕΝ ΤΙΜΠΕΡΛΕΪ

Φλόρενς Φόστερ Τζέκινς

σκηνοθ: Γ. Περλέγκας

θέατρο: Θησείον

Αντιθέτως με την υποκριτική, όπου χάρισμα και τεχνική υπόκεινται συχνά σε ασαφή και υποκειμενικά κριτήρια, στον χορό και το τραγούδι, τουλάχιστον η τεχνική είναι απόλυτα διακριτή από το κοινό. Ετσι η «πιο φάλτσα σοπράνο επί Γης», η πλούσια και κοσμική Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς, κατόρθωσε έναν άθλο: επί δεκαετίες «κατακρεουργούσε» –πιθανώς και λόγω αλλοίωσης ακοής από σύφιλη– αλλά με αναλλοίωτο πάθος, πίστη και εθελοτυφλία κάθε νότα που έπεφτε στο στόμα της ιδίως αν ήταν Βέρντι και Μότσαρτ. Φαινόμενο αντοχής και ανοχής ενός κοινού πλουσίων ή περιέργων που την παρακολουθούσε για να περιγελάσει μέχρι δακρύων την αβάστακτη φαλτσαδούρα των λαρυγγισμών της.

Η χαιρέκακη βουλιμία του κοινού να βλέπει πλάσματα-τέρατα, γελοιοποιούμενα, κλοουνερί και φρικ σόου στα τσίρκα σκηνής, οθόνης και ζωής δικαιολογεί εν μέρει τα πέντε θεατρικά έργα και τα δύο φιλμ που είχαν πρωταγωνίστρια αυτή την καλτ φιγούρα της Νέας Υόρκης του Μεσοπολέμου.

Το έργο του Στέφεν Τίμπερλεϊ για δύο πρόσωπα (γραμμένο το 2004, πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελλάδα το 2011 σε σκηνοθεσία Καραμίχου με τη Βαλάκου στον τελευταίο της ρόλο) είναι ουσιαστικά η αφήγηση ενός μέτριου πιανίστα και άγνωστου συνθέτη, του Μεξικανοαμερικανού Κόσμε Μακ Μουν που ακομπανιάριζε την Τζένκινς από το 1932 μέχρι τον θάνατό της, το 1944. Χρόνια μετά, ο Μακ Μουν, διαλυμένος ψυχολογικά, γελοιοποιημένος και δίχως χρήματα, προσπαθεί να φωτίσει το φαινόμενο της «αντι-Κάλλας» που τη ζωντανεύει ενώπιόν μας. Το έργο είναι στατικό, χωρίς μύθο η περιπέτεια, πέραν της εμμονής της σοπράνο να ταλαιπωρεί την όπερα μέχρι θανάτου. Μπορεί να γίνει φλύαρο, κουραστικό με τις παράφωνες, επαναλαμβανόμενες κολορατούρες να δοκιμάζουν τις αντοχές του κοινού. Ολα αφήνονται, λοιπόν, στη δύναμη σκηνοθεσίας και διανομής. Αυτή ακριβώς που κάνει την παράσταση στο «Θησείον» αξιομνημόνευτη.

Ο Γιάννος Περλέγκας δούλεψε με απέραντη ευαισθησία εικόνες, αλλαγές, φωνές, κινήσεις, «χορογραφώντας» και επινοώντας την απούσα θεατρικότητα του έργου (κίνηση: Δήμητρα Ευθυμιοπούλου). Σε μιαν αιωρούμενη από συρματόσχοινα πλατφόρμα-σκηνή (έξοχα σκηνικά/κοστούμια της Λουκίας Χουλιάρα, φωτισμένα από τον Νίκο Βλασόπουλο), το μοναδικό έπιπλο (έμβλημα πλούτου-ειρωνικό σχόλιο θρόνου) είναι μια επίχρυση πολυθρόνα κι ένα υποπόδιο με συρταράκι γεμάτο «λιχουδιές» με τις οποίες (τι εύστοχο εύρημα!) η Τζένκινς «δωροδοκεί» τον ακομπανιατέρ της για να τον κρατήσει κοντά της. Βρήκα μοναδική τη σταδιακή αφαίρεση της ρόμπας και της περούκας της ντίβας που την άφηνε έκθετη σαν κέρινη κούκλα, εύθραυστο, ανυπεράσπιστο παιδί-πιερότο-κλόουν, έτσι όπως την κρατάει στην αγκαλιά του ο Κόσμε σε μιαν από τις πιο σημαντικές εικόνες της παράστασης. Ο Περλέγκας, προχωρώντας πέρα από την αυτοβιογραφία της Τζένκινς και την εξομολόγηση του Κόσμε, εισχώρησε στην προβληματική της τέχνης, του «σωστού», του «λάθους», του φόβου, της συνείδησης και διεύρυνε το φάσμα του ανέφικτου. Ακουγα τη ρήση της Τζένκινς «Σημασία έχει τι ακούμε εμείς μέσα στο κεφάλι μας» και σκεφτόμουν πως θα μπορούσε με τη βοήθεια πόρων και μιας αυλής κολάκων να ισχύσει και για άλλες «τέχνες του ανέφικτου», όπως, π.χ., η πολιτική.

Αν μετάφραση (Περλέγκας-Αλειφερόπουλος) και σκηνοθεσία ευτύχησαν, οφείλεται και στην ιδανική διανομή, τη σκηνική χημεία των δύο πρωταγωνιστών, στη μουσική τους κλήση και παιδεία.

Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος, άμεσος, ευγενικά ειρωνικός, τρυφερός, ένας κουρασμένος, παραιτημένος καλλιτέχνης που προσπαθεί ζωντανεύοντας μνήμες να φωτίσει το φαινόμενο Τζένκινς αλλά και τον εαυτό του. Τον Μιθριδατισμό στο φάλτσο πλάι της, την εξάρτηση, τη συμπάθεια, τη συνενοχή.

Η Ναταλία Τσαλίκη θριάμβευσε σ’ έναν ρόλο που της επέτρεψε να ξεδιπλώσει την ποιότητα, το εύρος και τα επίπεδα της υποκριτικής της. Διαθέτοντας φωνή και μουσική παιδεία, έστελνε σήματα πως κάτω από το αβάστακτο φάλτσο υπήρχε η γνώση της σωστής παρτιτούρας (φωνητική διδασκαλία: Ευαγγελία Καρακατσάνη). Φιγούρα εύθραυστη αλλά δυνατή, πυρπολημένη από πάθος τέχνης και αυτοπεποίθησης, απέφυγε συστηματικά τη γελοιογράφηση περνώντας με άνεση από τις κωμικές στις τραγικές και βαθιά ανθρώπινες στιγμές. Οπως η τελευταία σκηνή μετά το Κάρνεγκι Χολ με «τσακισμένα» τα ψεύτικα φτερά της και τον θάνατο να την περιμένει ένα μήνα αργότερα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT