Η παράσταση «Οδυσσέας» του Δημήτρη Αγαρτζίδη και της Δέσποινας Αναστάσογλου στο Φεστιβάλ Αθηνών συντίθεται από το τελευταίο κεφάλαιο («Πηνελόπη») του ομότιτλου μυθιστορήματος του Τζέιμς Τζόις, τον περίφημο Μονόλογο της Μόλι, και το 13ο κεφάλαιο που φέρει το όνομα «Ναυσικά». Και στα δύο εντυπωσιάζει ο τρόπος που ο Τζόις γράφει για τη γυναικεία επιθυμία και τη σεξουαλικότητα, λες και είναι Τειρεσίας (κάποιος που έζησε ως γυναίκα και ως άνδρας), δικαιολογώντας αυτό που η Τζούλια Κρίστεβα έγραψε για τον Τζόις: ότι η γραφή του είναι ανδρόγυνη.
Ο Τζόις έγραψε τον «Οδυσσέα», το κατεξοχήν μοντερνιστικό μυθιστόρημα, μοναδικό τότε και τώρα, σε διάστημα επτά ετών, από το 1914 έως το 1921, μεταξύ Τεργέστης, Ζυρίχης και Παρισιού. Κάποια κεφάλαιά του πρωτοδημοσιεύθηκαν σε συνέχειες στο αμερικανικό περιοδικό The Little Review από τον Μάρτιο του 1918 έως τον Δεκέμβριο του 1920. Τότε δημοσιεύθηκε το κεφάλαιο «Ναυσικά», η τολμηρότητα του οποίου (μία εξ αποστάσεως ερωτική συνεύρεση του κεντρικού ήρωα, του Λεοπόλδου Μπλουμ, με μια άγνωστη νεαρή γυναίκα ένα βράδυ δίπλα στη θάλασσα) έβαλε σε φασαρίες τους εκδότες – κατηγορήθηκαν για προσβολή της δημοσίας αιδούς. Να τι θα πει τόλμη και πίστη του δημιουργού στο έργο του, να τι θα πει πρωτοπορία: να προχωρείς, γνωρίζοντας ότι σε περιμένουν στη γωνία, ότι το περιβάλλον, με μικρές εξαιρέσεις φωτισμένων από τον λογοτεχνικό και εκδοτικό χώρο, θα είναι ανώριμο να το υποδεχθεί. Κάτι περισσότερο: θα είναι εχθρικό.
Ο «Οδυσσέας» εκδόθηκε τελικά στο Παρίσι στις 2 Φεβρουαρίου 1922. Εκτοτε, μελετήθηκε επισταμένως για τη γλώσσα και τις αφηγηματικές του ιδιαιτερότητες και, βέβαια, για το περιεχόμενό του – σχεδόν 100 χρόνια μετά, κι ενώ τόσα έχουν αλλάξει στα ήθη, στη νοοτροπία, στην κουλτούρα, παραμένει αιρετικό και βλάσφημο.
Αυτός που θα το αναζητήσει και θα μπει στη διαδικασία να διαβάσει τις περισσότερες από χίλιες σελίδες του, γραμμένες με την ελευθερία/αναρχία ενός εσωτερικού μονολόγου, προφανώς έχει ενημερωθεί περί τίνος πρόκειται.
Η ανάγνωση του βιβλίου, όμως, είναι μοναχική υπόθεση και ως τέτοια ακόμη και το πιο τολμηρό περιεχόμενο λειτουργεί εντός της σφαίρας ιδιωτικού. Η συνθήκη διαφοροποιείται καθέτως όταν αυτός ο λόγος ερμηνεύεται μεγαλόφωνα μπροστά στο κοινό και αποκαλύπτονται από τους ηθοποιούς πτυχές των ανθρώπων ανομολόγητες.
Ακόμη και σήμερα δυσκολευόμαστε να αντιμετωπίσουμε το ζωώδες της σεξουαλικής ενόρμησης και πράξης, τις «ρυπαρές» σωματικές λειτουργίες, το σφικτό πλέγμα που συνέχει ορμές, συναισθηματικές ανάγκες, σκέψεις και συμπεριφορές εντός του συγκρουσιακού πεδίου που ορίζουν από τη μία η Επιθυμία και από την άλλη ο κυρίαρχος ηθικός κώδικας. Και ναι, η προσληπτική ικανότητα των πιο συντηρητικών από τους θεατές δοκιμάζεται ανελέητα. Τον άθλο της ερμηνείας του μεγαλύτερου μέρους από τις εν συνόλω 60 σελίδες του (χωρίς σημεία στίξης!) μονολόγου της Μόλι, ανέλαβε η Μαρία Σκουλά. Χωρίς υπερβολές, είναι έξοχη. Απέδωσε τον λόγο ως βιωμένη εμπειρία, αποκαλύπτοντας με κάθε λέξη, κίνηση, έκφρασή της τον περίπλοκο ψυχισμό μιας γυναίκας στην ωριμότητά της. Η Μόλι Μπλουμ επιθυμεί και θέλει να είναι επιθυμητή, δέχεται τον ρόλο του «αντικείμενο του πόθου» αλλά εκφράζει και τον «φθόνο της μήτρας», αναφέρεται σ’ ένα πλήθος προσώπων και θεμάτων της καθημερινής ζωής, με πετάγματα στο παρελθόν και σχέδια για το μέλλον, και με ωμές σεξουαλικές περιγραφές να δίνουν τη θέση τους σε εκλάμψεις ποιητικότητας. Χαρακτηριστικές είναι οι τρεις τελευταίες σελίδες αυτού του βλάσφημου έπους, όταν η Μόλι ομολογεί την πίστη της στον Θεό μέσα από την ομορφιά των άγριων βουνών, της θάλασσας και των κυμάτων, των χωραφιών με σιτάρι και βρώμη, των λουλουδιών, των σχημάτων και των χρωμάτων που στολίζουν τη φύση. Η Μαρία Σκουλά δίνει ένα αξέχαστο μάθημα ερμηνείας λογοτεχνικού λόγου.
Η μεγάλη σκηνή του Χώρου Η στην Πειραιώς 260 διαμορφώθηκε από τη Μαγδαληνή Αυγερινού σα λευκή κατωφερική επιφάνεια, στην κορυφή της οποίας τρεις νεαρές γυναίκες πάνω στα ποδήλατά τους, λειτουργούν ως διαφορετικές εκδοχές του θήλεος, δυνάμει αδελφές/κόρες της Μόλι ή/και ανταγωνίστριές της σε σχέση με τον ποθούμενο άρρενα. Δεξιά της σκηνής οι μουσικοί Θοδωρής Σοφόπουλος (κρουστά), Χάρης Παρασκευάς (τύμπανα, bass synthesizer), Παντελής Νικηφόρος (ηλεκτρική κιθάρα) και Κώστας Κωστίδης (synthesizer), μέλη της μπάντας Λάμδα, παίζουν την μουσική που έγραψαν για την παράσταση. Η σύζευξη σκηνικού λόγου και μουσικής είναι υποδειγματική και αποτελεί ένα από τα πολύ δυνατά στοιχεία της παράστασης. Μαζί και οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου,
Οι πολύ θετικές εντυπώσεις εξασθενούν τα τελευταία 30 λεπτά της παράστασης, όταν ανεβαίνει στη σκηνή ο Παύλος Παυλίδης στον ρόλο του Λεοπόλδου Μπλουμ. Μα είναι δυνατόν να δοθεί ένα τόσο δύσκολο κείμενο, ένας τόσος απαιτητικός μονόλογος σ’ έναν μουσικό και τραγουδιστή; Παρά τη φιλότιμη προσπάθειά του, η έλλειψη εμπειρίας ήταν περισσότερο από εμφανής και υπήρξε μοιραία στην τελική αποτίμηση.
Ωστόσο, είναι μια παράσταση που αξίζει να τη δούμε ξανά, με κανονικό ηθοποιό αυτή τη φορά για τον ρόλο του Μπλουμ. Μπράβο στον Δημήτρη Αγαρτζίδη και στη Δέσποινα Αναστάσογλου για τη σκηνική μεταφορά του ιδιότυπου κειμένου. Μπράβο και στο Φεστιβάλ Αθηνών που τους εμπιστεύθηκε τον χώρο Η, οι διαστάσεις του οποίου τους επέτρεψε να ξεδιπλώσουν τις σκηνοθετικές τους δυνατότητες – όπως δεν ήταν δυνατό στις μικρές σκηνές που παρουσίασαν προηγούμενες δουλειές τους. Συχνά υποτιμούμε τη σημασία του χώρου, εξ ανάγκης, με δεδομένο ότι στην Αθήνα τα περισσότερα θέατρα είναι μικρά. Ο χώρος, ωστόσο, αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για το αποτέλεσμα που παράγεται, καθώς το μέγεθος είναι και ποιοτικό χαρακτηριστικό.