Τέταρτη πλουσιότερη χώρα στον κόσμο με κριτήριο το κατά κεφαλήν εισόδημα και με ένα κρατικό επενδυτικό ταμείο που συγκεντρώνει ιλιγγιώδη ποσά. Αντιμετωπίζει, όμως, τόσο σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας ώστε δεν μπορεί να πληρώσει τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων. Ο λόγος για το Κουβέιτ, μία από τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες του Περσικού Κόλπου με κατά κεφαλήν εισόδημα 74.109 δολάρια και 550 δισ. δολάρια στα ταμεία του κρατικού επενδυτικού ταμείου του, που, όμως, έχει περιέλθει σε δεινή θέση. Προφανής αιτία είναι η δραματική πτώση των τιμών του πετρελαίου, καθώς καμία άλλη χώρα δεν έχει τόσο μεγάλη εξάρτηση από το πετρέλαιο όση το Κουβέιτ.
Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το πετρέλαιο αντιπροσωπεύει το 44% του ΑΕΠ του Κουβέιτ, το μεγαλύτερο ποσοστό στον κόσμο, καθώς και το 90% των εσόδων του. Η μικρή αλλά πλουσιότατη αραβική χώρα έχει φτάσει στο σημείο να παρουσιάζει δημοσιονομικό έλλειμμα 40%, όσο δηλαδή κατέγραφε τη δεκαετία του 1990, τα χρόνια αμέσως μετά την εισβολή του Ιράκ στο έδαφός του.
Εάν ωστόσο η πτώση του πετρελαίου είναι η γενεσιουργός αιτία του προβλήματος, οι παγιωμένες αντιλήψεις και πρακτικές της χώρας το αναπαράγουν εις το έπακρον. Οι άλλες χώρες του Κόλπου που έχουν πληγεί αναλόγως κατέφυγαν στον δανεισμό από τις διεθνείς αγορές στη διάρκεια της πανδημίας. Το Κουβέιτ, όμως, έχει εγκλωβιστεί και δεν μπορεί να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Το Κοινοβούλιο της χώρας αρνείται να αναθεωρήσει νόμο σχετικό με την ανάληψη χρέους, του οποίου η ισχύ έχει εκπνεύσει από το 2017.
Επιπλέον, η κυβέρνηση δεν μπορεί να καταφύγει στα κεφάλαια του κρατικού επενδυτικού ταμείου χωρίς να προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων, καθώς το επενδυτικό ταμείο αντιμετωπίζεται από το Κοινοβούλιο ως ασφαλιστική δικλίδα για την ευημερία των μελλοντικών γενεών της χώρας.
Η κυβέρνηση έχει δεχθεί αλλεπάλληλες επικρίσεις επειδή δεν έχει κατορθώσει να προετοιμάσει τη χώρα για την επόμενη ημέρα μιας παγκόσμιας οικονομίας χωρίς πετρέλαιο και να δρομολογήσει την απεξάρτηση της οικονομίας του από τον «μαύρο χρυσό». Ο οικονομικός αντίκτυπος της πανδημίας και η συνεπακόλουθη ύφεση έχουν προκαλέσει αμφισβήτηση της ηγεσίας.
Σημαντική μερίδα βουλευτών εναντιώνεται στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης όπως, για παράδειγμα, η μείωση των μισθών και των κάθε είδους επιδομάτων στους υπαλλήλους του δημόσιου τομέα, αλλά και των δαπανών, για το εξαιρετικά γενναιόδωρο κοινωνικό κράτος που ακολουθεί τους ανθρώπους από τη γέννηση μέχρι τον θάνατό τους.
Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s έχει από τον Σεπτέμβριο υποβαθμίσει το Κουβέιτ για πρώτη φορά επικαλούμενος «κινδύνους ρευστότητας». Και οι αναλυτές προειδοποιούν ότι η κατάσταση θα οδηγήσει σε μακροχρόνια δημοσιονομικά ελλείμματα και υπερχρέωση του δημόσιου τομέα, ενώ η οικονομία θα παραμένει εξαρτημένη από ένα εμπόρευμα, του οποίου η ζήτηση πρόκειται να καταβαραθρωθεί τα επόμενα χρόνια.
«Ολες οι δύσκολες αποφάσεις έχουν αφεθεί για αργότερα», σχολιάζει ο Αλί αλ Σαλίμ, εγχώριος επενδυτής, που έχει ταχθεί υπέρ μιας ριζικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας και υπέρ της εισαγωγής ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σε συνάρτηση με τις τιμές του πετρελαίου για όλους τους πολίτες της χώρας. Οπως τονίζει ο ίδιος, «κανείς δεν θέλει να πει ότι έχουμε δύο επιλογές: έναν επώδυνο δρόμο και έναν πολύ επώδυνο δρόμο, γι’ αυτό και πρέπει να πάρουμε τον επώδυνο δρόμο». Με μια ορολογία γνωστή σε όσες χώρες γνώρισαν τον δύσβατο δρόμο της δημοσιονομικής εξυγίανσης, ο ίδιος αναλυτής τονίζει πως «πρέπει να πάρουμε το φάρμακο».
Επιμένει, έτσι, ότι η κατάλληλη κίνηση ακόμη και με συμβολικό χαρακτήρα είναι να προχωρήσει το κράτος σε μείωση των μισθών του δημόσιου τομέα, τον οποίο θεωρεί αντιπαραγωγικό. Περίπου 80% των εργαζόμενων πολιτών του Κουβέιτ απασχολούνται στον δημόσιο τομέα και οι μισθοί τους αντιπροσωπεύουν περίπου το 52% των δημοσίων δαπανών. Περίπου το 25% των κρατικών δαπανών διοχετεύεται σε κρατικές ενισχύσεις προς διάφορους τομείς, μεταξύ των οποίων και οι εταιρείες κοινής ωφελείας.