Ενα μικρό μόνο μέρος από τον πακτωλό των χρημάτων που χορηγεί η ΕΚΤ, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της πανδημίας, καταλήγει στην πραγματική οικονομία.
Οι τράπεζες, αν και έχουν αντλήσει 40 δισ. ευρώ από το ευρωσύστημα, μικρό μέρος αυτής της ρευστότητας έχουν δώσει σε δάνεια. Αντιθέτως, τοποθετούν τα περισσότερα των κεφαλαίων σε ομόλογα του Δημοσίου, προστατεύοντας με αυτό τον τρόπο την ούτως ή άλλως εύθραυστη κερδοφορία τους. Ενα άλλο μέρος αυτής της ρευστότητας, ελλείψει βιώσιμων επιχειρήσεων που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν, το «παρκάρουν» στην ΕΚΤ με τη μορφή ταμειακών διαθεσίμων. Συνολικά, στο 9μηνο έχουν διαθέσει σχεδόν 35 δισ. ευρώ για αγορές κρατικών τίτλων και μείωση του δανεισμού τους από τη διατραπεζική αγορά ή σε καταθέσεις στην κεντρική τράπεζα.
Ουσιαστικά, μεγαλύτερο μέρος της ρευστότητας γυρίζει μεταξύ ΕΚΤ, εθνικών κυβερνήσεων και εμπορικών τραπεζών. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο, στη διατήρηση του οποίου συντελούν όλοι. Οι τράπεζες, που υπό το βάρος των κόκκινων δανείων, αδυνατούν να αναλάβουν νέους κινδύνους. Οι επιχειρήσεις της χώρας, που λόγω μεγέθους και χαμηλής ανταγωνιστικότητας, έχουν χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα. Και τέλος το κράτος, που αδυνατώντας να διαμορφώσει μια συνεκτική πολιτική για τη στήριξη της υγιούς ανάπτυξης, ανακυκλώνει πολιτικές αμφίβολης αποτελεσματικότητας.
Το φαινόμενο της μη διάχυσης της ρευστότητας από την ΕΚΤ στην πραγματική οικονομία δεν είναι μόνο ελληνικό. Παρατηρείται σε αρκετές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι τράπεζες της οποίας αδυνατούν να υποστηρίξουν μια γενναία πιστωτική επέκταση και εν μέσω πανδημίας, αυξάνουν τα υπόλοιπα των καταθέσεων από νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Στη χώρα μας, ωστόσο, που έχει διανύσει ήδη μία δεκαετή κρίση, το πρόβλημα είναι οξύ και παρά το γεγονός ότι η πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις –και όχι στο σύνολο του ιδιωτικού τομέα– αυξήθηκε με 8,5%, αγγίζοντας τον υψηλότερο ρυθμό από το 2010, η αλήθεια είναι ότι αυτός υφίσταται κυρίως ως αποτέλεσμα της χαμηλής βάσης σύγκρισης με τα προηγούμενα χρόνια που η πιστωτική επέκταση ήταν αρνητική. Οι εκταμιεύσεις δεν ξεπερνούν τα 5 δισ. ευρώ και προέρχονται κυρίως από τα δάνεια που έχουν δοθεί με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου από την Αναπτυξιακή Τράπεζα και μέσω της μόχλευσης από τις εμπορικές τράπεζες. Σε κάθε περίπτωση, υπολείπονται δραματικά των κεφαλαίων που έχουν αντλήσει οι ελληνικές τράπεζες από το ευρωσύστημα.
Σημαντικό μέρος της ρευστότητας, όπως δείχνουν τα στοιχεία της ΤτΕ, κατευθύνεται στην αγορά κρατικών τίτλων. Το χαρτοφυλάκιο των ομολόγων που έχουν στους ισολογισμούς τους οι τράπεζες ενισχύθηκε από τα 29,7 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019 στα 40,8 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 11,2 δισ. ευρώ σε 9 μόλις μήνες. Με τον τρόπο αυτό οι τράπεζες, που την ίδια στιγμή έχουν «υποχρεωθεί» σε εκτεταμένα μορατόρια δανείων συνολικής αξίας 25 δισ. ευρώ προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά, προστατεύουν στοιχειωδώς την κερδοφορία τους. Πρόκειται για μια γραμμή άμυνας μπροστά στο κύμα των νέων κόκκινων δανείων που προμηνύεται ότι θα έρθει μετά το τέλος των αναστολών. Τα νέα κόκκινα δάνεια υπολογίζονται έως και 10 δισ. ευρώ και θα προστεθούν στον όγκο των 90-100 δισ. ευρώ που οφείλει ήδη ο ιδιωτικός τομέας και τα οποία βρίσκονται είτε στα βιβλία των τραπεζών είτε στα χέρια των funds.
Το πρόβλημα αυτό, που παραμένει άλυτο επί σειράν ετών, αποτελεί και την αχίλλειο πτέρνα της ελληνικής οικονομίας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι τράπεζες στο τέλος της ημέρας και ελλείψει βιώσιμων επιχειρήσεων που να μπορούν να δανειοδοτηθούν χωρίς να «φεσώσουν» ξανά το τραπεζικό σύστημα, «αναγκάζονται» να κρατούν τη ρευστότητα που διαθέτουν στην ΤτΕ με αρνητικά ουσιαστικά επιτόκια. Σύμφωνα με τα στοιχεία, τα ρευστά διαθέσιμα που είχαν στο τέλος 9μήνου στο ευρωσύστημα αυξήθηκαν κατά 11,9 δισ. ευρώ και από τα 13,6 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019, ανήλθαν στα 25,4 δισ. ευρώ στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2020, επιβεβαιώνοντας ότι λεφτά… υπάρχουν.
Επίσης, οι τράπεζες διέθεσαν 11,8 δισ. από τα δάνεια που πήραν από την ΕΚΤ για να μειώσουν ισόποσα τον δανεισμό τους από τη διατραπεζική αγορά.
Η αιτία που σύμφωνα με τις τράπεζες η ρευστότητα αυτή δεν φθάνει στην πραγματική οικονομία είναι ότι δεν υπάρχουν αξιόχρεες επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις που μπορούν να δανειοδοτηθούν είναι λίγες και ουσιαστικά δεν ξεπερνούν περίπου τις 30.000 σε σύνολο 830.000 επιχειρήσεων – τόσα είναι τα ενεργά επιχειρηματικά ΑΦΜ στην ελληνική αγορά. Ετσι τα δάνεια που έχουν φτάσει στην οικονομία είναι λιγοστά, ενώ κι από αυτά, ένα σημαντικό τμήμα μετατρέπεται τελικώς σε καταθέσεις.
Αυτό δείχνουν τα στοιχεία με βάση τα οποία οι επιχειρήσεις που έχουν δανειστεί μέχρι σήμερα με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου διακρατούν τη ρευστότητα με τη μορφή καταθέσεων στις εμπορικές τράπεζες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι καταθέσεις που έχουν οι επιχειρήσεις στις τράπεζες αυξήθηκαν από τον Ιανουάριο του 2020 από τα 21,7 δισ. ευρώ στα 29,6 δισ. ευρώ, ενώ μέσα σε οκτώ μόνο μήνες, δηλαδή από τον Μάρτιο έως και τον Οκτώβριο, αυξήθηκαν κατά 7,3 δισ. ευρώ.
Με δεδομένο ότι η χαλαρή νομισματική πολιτική από την ΕΚΤ θα διαρκέσει όπως εκτιμάται τουλάχιστον μέχρι το 2023 και ότι η χώρα αναμένει ένα νέο πακτωλό χρημάτων από το Ταμείο Ανάκαμψης, το ζητούμενο είναι να υπάρξουν –εκτός από λεφτά– και επιχειρηματικές ιδέες. Οι ελληνικές επιχειρήσεις, η πλειονότητα των οποίων είναι ατομικές με έναν ή δύο εργαζομένους, θα πρέπει να συνεργαστούν, να βρουν λύσεις και να καινοτομήσουν ώστε να αντιμετωπίσουν την επόμενη μέρα που δεν θα είναι η ίδια με αυτή πριν από την πανδημία. Το τραπεζικό σύστημα καλείται να λύσει το πρόβλημα των κόκκινων δανείων, να διευρύνει τον συμβουλευτικό του ρόλο και εντέλει να τολμήσει να χρηματοδοτήσει και το κράτος να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις και το οικοσύστημα που θα δώσει έδαφος σε επιχειρηματικές ιδέες να αναπτυχθούν και διέξοδο να ορθοποδήσουν.