Καθώς οι μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου επωμίζονται δυσθεώρητα χρέη για να αντεπεξέλθουν στο οικονομικό κόστος της πανδημίας, βρίσκονται αντιμέτωπες με το προϋπάρχον χρέος τους, κληροδότημα της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ του Bloomberg, το προϋπάρχον χρέος ανέρχεται στο ιλιγγιώδες ποσό των 13 τρισ. δολαρίων και ο λογαριασμός πρέπει να πληρωθεί στη διάρκεια του έτους.
Κρίση
Οπως τονίζει το Bloomberg, στη διάρκεια του έτους ωριμάζει μεγάλο μέρος από το παλαιότερο χρέος που φέρουν οι επτά μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, μέλη της ομάδας G7 αλλά και πολλές από τις αναδυόμενες αγορές. Μεγάλο μέρος από το χρέος αυτό το ανέλαβαν προ δεκαετίας εν μέσω κρίσης για να αντιμετωπίσουν τη χειρότερη ύφεση που είχαν γνωρίσει ώς τότε μετά τη Μεγάλη Υφεση του 1930.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Bloomberg, οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών θα αναγκαστούν ενδεχομένως να μετακυλίσουν χρέος τουλάχιστον κατά 51% περισσότερο σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Δεν σημαίνει βέβαια ότι θα παρατείνουν την αποπληρωμή του συνόλου του χρέους τους στο σύνολό του με νέο δανεισμό.
Τις μεγαλύτερες ανάγκες χρηματοδότησης έχουν οι ΗΠΑ, καθώς ωριμάζει φέτος χρέος τους ύψους 7,7 τρισ. δολ. Ακολουθεί η Ιαπωνία με ομόλογα που λήγουν αξίας 2,9 τρισ. δολαρίων και τρίτη έρχεται η Κίνα με χρέος ύψους 577 δισ. δολαρίων, αυξημένο αισθητά σε σύγκριση με τα 345 δισ. δολάρια του περασμένου έτους.
Σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, πρώτη έρχεται η συνήθως Ιταλία με χρέος ύψους 433 δισ. δολ. και ακολουθεί η Γαλλία με χρέος 348 δισ. δολ. Ακόμη και η συνήθως πειθαρχημένη Γερμανία εμφανίζει αυξημένο χρέος ύψους 325 δισ. δολ. έναντι των 201 δισ. δολ. που ωρίμαζε το περασμένο έτος.
Οπως τονίζει το Bloomberg, τα καλά νέα για τις κυβερνήσεις είναι ότι έχουν με το μέρος τους τόσο τις κεντρικές τράπεζες όσο και τους επενδυτές. Οι ιθύνοντες που χαράσσουν πολιτική και αντιμετωπίζουν τον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας αναμένεται να διατηρήσουν επεκτατική νομισματική πολιτική και να διασφαλίσουν έτσι πως θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδο το κόστος του δανεισμού.
Σε ό,τι αφορά, άλλωστε, τους επενδυτές, εξακολουθούν να ενδιαφέρονται ιδιαιτέρως για τα κρατικά ομόλογα, καθώς εξακολουθούν να αποτελούν ασφαλή καταφύγια εν τω μέσω της πανδημίας και του αυξανόμενου κόστους σε ύφεση και σε ανθρώπινες ζωές.
Μιλωντας στο Bloomberg, ο Γκρέγκορι Πέρντον, υπεύθυνος επενδύσεων στην Arbuthnot Latham, τόνισε πως «τα επίπεδα του χρέους έχουν εκραγεί και πιστεύω πως η ανησυχία για την αύξησή του δεν έχει νόημα σε αυτή τη φάση». Ο ίδιος διευκρινίζει πως «το χρέος αποτελεί μόχλευση» για την οικονομία και όταν δεν γίνεται κατάχρηση, είναι από τα πλέον αποτελεσματικά εργαλεία για να επιτευχθεί αύξηση του πλούτου.
Αναπόφευκτα, όμως, το βάρος πέφτει στις κεντρικές τράπεζες και τους ιθύνοντες που χαράσσουν πολιτική, καθώς πρέπει να διατηρήσουν σε χαμηλά επίπεδα το κόστος του δανεισμού προκειμένου να δώσουν ώθηση στην ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας.
Η αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα, η Federal Reserve, έχει δρομολογήσει την αγορά σχεδόν του 50% από το νέο χρέος ύψους 2 τρισ. δολαρίων που αναμένεται να εκδώσει φέτος το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών. Σε ό,τι αφορά την ΕΚΤ, η Jefferies International υπολογίζει πως το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων θα συνεισφέρει στη δημιουργία ενός χρηματοδοτικού κενού ύψους 133 δισ. ευρώ, ποσού αντίστοιχου των 164 δισ. δολ.
Οπως επισημαίνει ο Στίβεν Μέιτζορ, επικεφαλής του τομέα ερευνών επενδύσεων στην HSBC Holdings, «στην πραγματικότητα τα επίπεδα του χρέους και το ύψος των επιτοκίων είναι αλληλένδετα, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου απλούστατα δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει υψηλότερο κόστος δανεισμού».
Σύμφωνα, πάντως, με τις εκτιμήσεις μεγάλης μερίδας αναλυτών που συμμετείχαν σε σχετική δημοσκόπηση του Bloomberg, αναμένεται πως κάποια στιγμή θα επιταχυνθεί ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης, οπότε και θα μεταφραστεί σε υψηλότερες αποδόσεις των κρατικών ομολόγων. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι προβλέπουν μια άνοδο του κόστους δανεισμού το τέταρτο τρίμηνο του έτους με τις αποδόσεις ειδικότερα των δεκαετών ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου να ανέρχονται στο 1,24%.