Ενα μέτρο μείωσης της φοροδιαφυγής αποτέλεσε η ρύθμιση για τη δημιουργία αφορολογήτου μέσω αποδείξεων που ανέρχεται στο 30% των πληρωμών μέσω e-αποδείξεων στην παρούσα περίοδο. Με τη συγκυρία της COVID-19 φαίνεται να υπάρχουν σκέψεις για μείωση του υποχρεωτικού ποσοστού. Προβλέπει όμως η ρύθμιση αυτή το εισόδημα που έχει κάθε πολίτης διαθέσιμο για κατανάλωση;
Θα μείνουμε στην υπόθεση ότι οι δαπάνες αφορούν τα λειτουργικά έξοδα των νοικοκυριών εξαιρώντας τα έξοδα που γίνονται για αγορές μεγάλων ποσών και συνήθως αφορούν χρήση μεγάλης διάρκειας, όπως αγορές ακινήτων, αυτοκινήτων. Τα υπόλοιπα έξοδα που καλείται να καλύψει το νοικοκυριό μέσω e-αποδείξεων καλύπτουν πραγματικά όλο το φάσμα των τακτικών λειτουργικών εξόδων ενός νοικοκυριού; Αν δούμε τις εξαιρέσεις από τις πληρωμές μέσω e-αποδείξεων, τότε η απάντηση είναι σαφώς «όχι» και μάλιστα εις βάρος μεγάλων κατηγοριών νοικοκυριών. Διακρίνουμε δύο πολύ σημαντικές εξαιρέσεις από τις δαπάνες που καλύπτουν οι e-αποδείξεις: το ενοίκιο σπιτιού και η πληρωμή στεγαστικού δανείου.
Για να αντιληφθούμε τη σημασία τους, ας δούμε το πιο κάτω παράδειγμα δύο νοικοκυριών, Α και Β.
Το νοικοκυριό Α περιλαμβάνει τον σύζυγο, τη σύζυγο και ένα εξαρτώμενο ανήλικο μέλος. Ο κάθε σύζυγος έχει καθαρό μηνιαίο μισθό 1.000 ευρώ. Στο τέλος του έτους το συνολικό καθαρό εισόδημά τους είναι 24.000 ευρώ. Το νοικοκυριό αυτό δεν έχει υποχρεώσεις στεγαστικού δανείου ή ενοικίου αφού διαμένει σε δικό του σπίτι χωρίς άλλη υποχρέωση.
Το νοικοκυριό Β περιλαμβάνει τον σύζυγο, τη σύζυγο και ένα εξαρτώμενο μέλος που σπουδάζει σε άλλη πόλη. Ο κάθε σύζυγος έχει μηνιαίο καθαρό μισθό 1.000 ευρώ και συνεπώς το ετήσιο συνολικό καθαρό εισόδημα των δύο είναι επίσης 24.000 ευρώ. Το νοικοκυριό αυτό έχει όμως δύο βασικές δεσμεύσεις στο εισόδημα: α) πληρώνει στεγαστικό δάνειο 600 ευρώ τον μήνα για το σπίτι στο οποίο διαμένει και β) πληρώνει 400 ευρώ τον μήνα για το ενοίκιο του παιδιού που σπουδάζει και εξαρτάται από το νοικοκυριό. Ως συνέπεια, το νοικοκυριό Β με τις δεσμεύσεις αυτές έχει μηνιαία έξοδα 1.000 ευρώ τον μήνα και ετήσια 12.000 ευρώ. Η τακτική πληρωμή των εξόδων αυτών είναι υποχρεωτική, διότι σε αντίθετη περίπτωση το μεν δάνειο θα μετατραπεί σε καθυστερούμενο, με ό,τι συνεπάγεται, ο δε ιδιοκτήτης της ενοικιαζόμενης κατοικίας θα προβεί στην έξωση. Και στις δύο περιπτώσεις οι πληρωμές των υποχρεώσεων, δάνειο και ενοίκιο, γίνονται ηλεκτρονικά και καταγράφονται από τη φορολογική αρχή. Αρα δεν υπάρχει φοροδιαφυγή, που είναι και το ζητούμενο των ρυθμίσεων για πληρωμές με αποδείξεις.
Εδώ έχουμε όμως μια πολύ σοβαρή στρέβλωση και αδικία προς το νοικοκυριό Β.
Το νοικοκυριό Α έχει διαθέσιμο εισόδημα για κατανάλωση 24.000 ευρώ. Το νοικοκυριό Β έχει διαθέσιμο εισόδημα για κατανάλωση μόνο 12.000 ευρώ, διότι αναγκαστικά το υπόλοιπο εισόδημα των 12.000 ευρώ αφορά τις τρέχουσες υποχρεώσεις του δανείου και του ενοικίου.
Εάν υπολογίζαμε τη ρύθμιση των εξόδων μέσω e-αποδείξεων σύμφωνα με το διαθέσιμο εισόδημα για κατανάλωση, τότε το μεν νοικοκυριό Α θα έπρεπε να εκπληρώσει αγορές μέσω e-αποδείξεων ίσες με 7.200 ευρώ (24.000 x 30%), το δε νοικοκυριό Β αντίστοιχες αγορές ίσες με 3.600 ευρώ (12.000 x 30%).
Αντίστοιχα θα μπορούσαμε να σκεφτούμε το παράδειγμα ενός τρίτου νοικοκυριού το οποίο έχει ως βασική δέσμευση την πληρωμή ενοικίου για την κατοικία στην οποία διαμένει.
Είναι προφανής η στρέβλωση της ρύθμισης αυτής που εντέλει αδικεί μεσαία και χαμηλότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας και μάλιστα σε βασικές ανάγκες που αφορούν τη στέγαση.
Μπορεί να δει κανείς δύο λύσεις: ή να περιλαμβάνονται στις αποδείξεις και οι πληρωμές των εξόδων αυτών ή να αφαιρούνται από το προσμετρήσιμο εισόδημα τα αντίστοιχα έξοδα, υπολογίζοντας έτσι δικαιότερα το διαθέσιμο εισόδημα για κατανάλωση των νοικοκυριών. Στις δύο περιπτώσεις μπορεί να υπολογίζεται είτε το σύνολο είτε ένα ποσό που θα θεωρηθεί ως πλαφόν.
Θα λέγαμε ότι είναι κοινωνική ανάγκη η σωστή ρύθμιση και η εξάλειψη της αδικίας. Προχωρώντας ακόμη λίγο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί και απλή οικονομική λογική.
* Ο κ. Συμεών Καραφόλας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.