Σε ένα τέλος που είχε προδιαγραφεί τουλάχιστον από τον Δεκέμβριο του 2018, οπότε ο ΑΔΜΗΕ κατέβασε τον διακόπτη ηλεκτροδότησης, οδηγεί τη Χαλυβουργική η αίτηση από την Εθνική Τράπεζα για υπαγωγή της ιστορικότερης ελληνικής χαλυβουργίας σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης. Εάν το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κάνει δεκτή την αίτηση της τράπεζας, η μεγάλη ακίνητη περιουσία και τα κινητά περιουσιακά στοιχεία της Χαλυβουργικής θα εκποιηθούν, γράφοντας τον επίλογο της βιομηχανίας και ως νομικού προσώπου.
Η αρχή του τέλους της Χαλυβουργικής ωστόσο ανιχνεύεται το 2013, οπότε η επιχείρηση, αδύναμη να αντιμετωπίσει την κρίση που είχε χτυπήσει τον κλάδο των κατασκευών, είχε αφεθεί στην τύχη της. Εκείνη τη χρονιά η παραγωγική δραστηριότητα της βιομηχανίας διακόπηκε, οι υψικάμινοί της έσβησαν και οι εργαζόμενοι τέθηκαν σε διαθεσιμότητα. Μερικά χρόνια μετά, το 2018, η ενδοοικογενειακή διαμάχη, που οδηγήθηκε στα δικαστήρια, μεταξύ του επικεφαλής της Χαλυβουργικής Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου και των γιων του, Παναγιώτη και Γιώργου, κατέστησε σαφές ότι η βιομηχανία ήταν πρακτικά αδύνατο να βγει από το αδιέξοδο.
Τέλη Δεκεμβρίου 2019 ολοκληρώθηκε η εθελουσία αποχώρηση των εργαζομένων της Χαλυβουργικής, που είχε υλοποιηθεί με πλήρη κάλυψη της δαπάνης από τον βασικό μέτοχό της Κωνσταντίνο Αγγελόπουλο.
Αυτό είναι το υπόβαθρο όπου εντάσσεται η αίτηση υπαγωγής σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης που κατέθεσε στη Δικαιοσύνη η Εθνική Τράπεζα στις 23 Φεβρουαρίου, σημειώνοντας ότι η εταιρεία είναι αποδεδειγμένα σε γενική και μόνιμη αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών της ήδη από τα τέλη του 2015.
Η ιστορία της Χαλυβουργικής αρχίζει το 1925, όταν ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος και τα παιδιά του Δημήτρης, Παναγιώτης και Γιάννης άρχισαν να δραστηριοποιούνται στο εμπόριο ειδών σιδήρου. Ο μεγαλύτερος αδελφός τους, Αγγελος, ακολούθησε πανεπιστημιακή σταδιοδρομία ως καθηγητής των οικονομικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διετέλεσε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Το 1932 δημιούργησαν στην οδό Πειραιώς 197, στην Αθήνα, εργοστάσιο παραγωγής ειδών συρματουργίας, με την επωνυμία «Ελληνικά Συρματουργεία Θ.Α. Αγγελόπουλος & Υιοί». Η δραστηριότητα αυτή συνεχίστηκε μέχρι το 1938 και μετεξελίχθηκε μεταπολεμικά με τη σύσταση της Χαλυβουργικής Α.Ε., της οποίας οι δραστηριότητες μεταφέρθηκαν στην Ελευσίνα. Το 1953 ξεκίνησε η λειτουργία ηλεκτρικών κλιβάνων 20 τόνων, ενώ το 1958 διακόπηκε η λειτουργία των μικρών κλιβάνων στην οδό Πειραιώς.
Το 1960 λόγω της εντατικής ανοικοδόμησης της χώρας, οι απαιτήσεις σε χάλυβα εκτοξεύθηκαν, γεγονός που οδήγησε στη θεμελίωση, το 1961, της πρώτης υψικαμίνου στην Ελλάδα. Δύο χρόνια αργότερα, ξεκίνησε η κατασκευή και της δεύτερης υψικαμίνου.
Το 1963 ξεκίνησε η παραγωγή χυτοσιδήρου και χάλυβα από σιδηρομετάλλευμα, το 1977 άρχισε να λειτουργεί η νέα μονάδα τριών ηλεκτρικών κλιβάνων των 100 τόνων και αρχές της δεκαετίας του 1980 ολοκληρώθηκε η εγκατάσταση νέας υπερσύγχρονης μονάδας παραγωγής.
Η εποχή της δόξας
Ακολούθησαν οι δεκαετίες της ακμής της Χαλυβουργικής, που αποτέλεσε και εξαγωγική υπερδύναμη, ενώ το διάστημα 2003-2006 ολοκληρώθηκε επένδυση 250 εκατ. ευρώ για τη θέση σε λειτουργία νέων σύγχρονων μονάδων παραγωγής.
Από το 2010 και την κρίση στις κατασκευές, η Χαλυβουργική θα βρεθεί σε περιδίνηση, με αποτέλεσμα το 2012 να προχωρήσει στο εκ περιτροπής σβήσιμο των υψικαμίνων. Τη διακοπή της παραγωγικής δραστηριότητας το 2013 θα διαδεχθεί, μερικά χρόνια αργότερα, το 2016, η διακοπή της ομαλής αποπληρωμής δόσεων και τόκων δανείων.