Στα χέρια τριών γυναικών βρίσκονται τα ηνία τριών πολύ σημαντικών θεσμών για την παγκόσμια οικονομία, η οποία αντιμετωπίζει αυξανόμενες προκλήσεις, στη σκιά των επιπτώσεων πανδημίας του κορωνοϊού.
Η Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία έχει συμπεριληφθεί στο παρελθόν σε λίστες μέσων ενημέρωσης για πρόσωπα με τη μεγαλύτερη επιρροή, διετέλεσε υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας από το 2007 έως το 2011, αποτελώντας την πρώτη γυναίκα που αναλαμβάνει αυτό το πόστο στα κράτη της G7 (τότε G8). Το 2011, το διοικητικό συμβούλιο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου την εξέλεξε στην ηγεσία του οργανισμού, με την κ. Λαγκάρντ να καλείται να διαχειριστεί την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη και ιδίως στην Ελλάδα. Το 2019, η κ. Λαγκάρντ ανέλαβε την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, διαδεχόμενη τον Μάριο Ντράγκι. Τον τελευταίο μήνα, η επικεφαλής της ΕΚΤ έχει απευθύνει συστάσεις στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. να μεριμνήσουν για την άμεση αξιοποίηση των χρημάτων που δικαιούνται από τα κεφάλαια του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης ώστε να διασφαλίσουν την ανάκαμψή τους από την ύφεση της πανδημίας.
Την κ. Λαγκάρντ διαδέχθηκε στο «τιμόνι» του ΔΝΤ από το 2019 η Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα. Προτού αναλάβει τα ηνία του οργανισμού, διετέλεσε μεταξύ άλλων αντιπρόεδρος της Κομισιόν και επίτροπος της Ε.Ε., ενώ υπήρξε κάτοχος διαφόρων θέσεων στην Παγκόσμια Τράπεζα και προτάθηκε πολλές φορές για κορυφαία αξιώματα. Έχει φήμη αξιωματούχου με ενέργεια και πείσμα, «που γνωρίζει πώς να δείχνει ατσάλινο χαρακτήρα όταν υπερασπίζεται μια υπόθεση που ενστερνίζεται ολόκαρδα», όπως περιέγραφε διπλωμάτης κατά την πρώτη της θητεία στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Μιλώντας στην «Κ» το περασμένο καλοκαίρι, η κ. Γκεοργκίεβα ανέφερε ότι οι προτάσεις της επιτροπής υπό τον νομπελίστα οικονομολόγο Χριστόφορο Πισσαρίδη, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας μέσω της ψηφιοποίησης, της καινοτομίας και της επένδυσης στην πράσινη οικονομία.
Η Τζάνετ Γέλεν, από την πλευρά της υπήρξε η πρώτη γυναίκα πρόεδρος της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ την περίοδο 2014-2018, ενώ –στη δεύτερη πρωτιά στη σταδιοδρομία της- ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, επί προεδρίας Τζο Μπάιντεν. Έχοντας διατελέσει πρόεδρος της Federal Reserve αλλά και με μακροχρόνια θητεία σε άλλες θέσεις στην ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ, η κ. Γέλεν έχει συγκεντρώσει εμπειρία δεκαετιών, ενώ θεωρείται το ενδεδειγμένο πρόσωπο για να λειτουργήσει ως ειρηνοποιός σε όλα τα μέτωπα, έπειτα από τη ρήξη που είχε επέλθει μεταξύ του πρώην ΥΠΟΙΚ Στίβεν Μνούτσιν και του προέδρου της Fed Τζερόμ Πάουελ. Η κ. Γέλεν τάσσεται υπέρ της αναπτυξιακής νομισματικής πολιτικής, ενώ πρόσφατα πρότεινε την καθιέρωση ενός διεθνούς φορολογικού συντελεστή για πολυεθνικές εταιρείες, ανοίγοντας τη σχετική συζήτηση.
Η πρόκληση του ελάχιστου εταιρικού φόρου
Η πανδημία εξωθεί τις κυβερνήσεις ανά τον κόσμο να αναζητήσουν φορολογικά έσοδα για να χρηματοδοτήσουν τα προγράμματα στήριξης των οικονομιών τους. Μεταξύ κυβερνήσεων φαίνεται να διαμορφώνεται συναίνεση σε ό,τι αφορά την αύξηση της φορολογίας στις επιχειρήσεις, κάτι που αποτελεί ζητούμενο τόσο για την κυβέρνηση Μπάιντεν όσο και για τις Βρυξέλλες. Παράλληλα, όμως, στο κοινό μέτωπο που συγκροτείται υπέρ της αύξησης των εταιρικών φόρων και ενός ελάχιστου φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο τείνουν να προσχωρήσουν και επιχειρήσεις, όπως προκύπτει τουλάχιστον από την τοποθέτηση του ιδρυτή και διευθύνοντος συμβούλου της Amazon, Τζεφ Μπέζος, υπέρ της αύξησης των φόρων στις επιχειρήσεις.
Ο κ. Γέλεν απηύθυνε έκκληση για παγκόσμια συνεργασία με στόχο την επιβολή διεθνούς φορολογικού συντελεστή που θα ισχύει για τις πολυεθνικές εταιρείες ανεξάρτητα από τον τόπο στον οποίο βρίσκονται ή έχουν φορολογική έδρα, ενώ έκανε ιδιαίτερη αναφορά στους τεχνολογικούς κολοσσούς της Αμερικής που μεταφέρουν τη φορολογική τους έδρα σε διάφορα μέρη ανά τον κόσμο εντελώς ανεξάρτητα από το μέρος στο οποίο έχουν αντλήσει τα κέρδη τους.
Διαβάστε ακόμη: Παγκόσμιος εταιρικός φόρος προ των πυλών
Διευκρίνισε ακόμη ότι ένας τέτοιος φόρος θα έδινε τέλος στην προσπάθεια των χωρών να μειώσουν τους εταιρικούς τους φόρους περισσότερο από τις άλλες χώρες προκειμένου να προσελκύσουν επιχειρήσεις. Τόνισε, επιπλέον, την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο θα έχουν σταθερά φορολογικά συστήματα ώστε να αντλούν επαρκή φορολογικά έσοδα για να χρηματοδοτούν επενδύσεις σε αναγκαία δημόσια αγαθά, αλλά και να αντιμετωπίζουν τις κρίσεις.
Οι αντιδράσεις ήταν άμεσα θετικές από πλευράς των ευρωπαϊκών χωρών. Από πλευράς του Βερολίνου, ο υπουργός Οικονομικών Ολαφ Σολτς υπογράμμισε πως «είναι πλέον ρεαλιστικό να προσβλέπουμε σε συμφωνία μέσα στο έτος για τον ελάχιστο φόρο στις επιχειρήσεις αλλά και καλύτερη φορολογία για την ψηφιακή οικονομία». Παράλληλα, ο Γάλλος ομόλογός του, Μπρινό Λε Μερ, εξέφρασε ικανοποίηση για την πρόταση της κ. Γέλεν.
Από πλευράς ΔΝΤ, η επικεφαλής οικονομολόγος Γκίτα Γκοπινάθ δήλωσε προ ημερών ότι το Ταμείο έχει ταχθεί εδώ και καιρό υπέρ ενός παγκόσμιου ελάχιστου φόρο στις εταιρείες. Είπε επίσης ότι θα απαιτηθούν περαιτέρω δημόσιες δαπάνες για να διασφαλιστεί ότι οι χώρες θα ανακάμψουν από τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Πάντως, αναζητείται συμβιβασμός ως προς το ύψος του εταιρικού φόρου, με τον πρόεδρο των ΗΠΑ να έχει δηλώσει την πρόθεσή του να τον αυξήσει από 21% σε 28%, υπό τη μορφή του βασικού εργαλείου για να χρηματοδοτήσει το πρόγραμμα υποδομών των 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Ελάχιστοι άνθρωποι στην Ουάσιγκτον, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Λευκού Οίκου, όντως πιστεύουν ότι εκεί θα καταλήξει να καθορισθεί ο τελικός συντελεστής, με αξιωματούχους να εκτιμούν ότι θα υπάρξει συναίνεση στο 25%.