Ενώ συνεχίζονται οι συνομιλίες στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ για το ακανθώδες θέμα της επιβολής ελάχιστου φόρου στους τεχνολογικούς κολοσσούς και γενικότερα τις πολυεθνικές, η Ουάσιγκτον επιδεικνύει ελαστικότητα και υποχωρεί αισθητά από την αρχική της πρόταση. Μολονότι είχε θέσει αρχικό στόχο έναν παγκόσμιο ελάχιστο φόρο ύψους 21%, η κυβέρνηση Μπάιντεν προτείνει τώρα έναν φορολογικό συντελεστή ύψους 15%, πλησιάζοντας, έτσι, τα επίπεδα του 12,5% που εξετάζονται από 140 χώρες στο πλαίσιο του διεθνούς οργανισμού.
Ζητούμενο για την κυβέρνηση Μπάιντεν ήταν ευθύς εξαρχής η αύξηση του συντελεστή φορολόγησης των αμερικανικών επιχειρήσεων στο 28% προκειμένου να καλύψει με τα έσοδα το δαπανηρό πρόγραμμα επενδύσεων που προωθεί για την τόνωση της αμερικανικής οικονομίας και έχει παρουσιάσει από τον περασμένο μήνα. Προκειμένου να το επιτύχει, υιοθέτησε αντίθετη στάση από εκείνη της προηγούμενης κυβέρνησης, που είχε αρνηθεί να συναινέσει σε οποιονδήποτε ελάχιστο παγκόσμιο φόρο αν δεν εξαιρεθούν από αυτόν οι τεχνολογικοί κολοσσοί των ΗΠΑ. Πρότεινε, έτσι, να φορολογούνται οι πωλήσεις των πολυεθνικών στην εκάστοτε χώρα, ευελπιστώντας πως μια συμφωνία σε έναν ελάχιστο συντελεστή θα δώσει τέλος στον φορολογικό ανταγωνισμό ανάμεσα στις χώρες που προσφέρουν όλο και ευνοϊκότερη φορολογία για να προσελκύσουν επενδύσεις.
Σε ό,τι αφορά, όμως, το ύψος του παγκόσμιου ελάχιστου φόρου, η αρχική πρόταση της κυβέρνησης Μπάιντεν για συντελεστή 21% έχει ήδη προσκρούσει στις αντιδράσεις ορισμένων βουλευτών στο αμερικανικό Κογκρέσο αλλά και μερικών χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Οι αντιδράσεις ήταν σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενες αφενός επειδή οι Ρεπουμπλικανοί υποστηρίζουν τις επιχειρήσεις και αφετέρου γιατί πολλές χώρες έχουν ισχυρά κίνητρα για να διατηρήσουν χαμηλά τη φορολογία τους. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της Ιρλανδίας, που επιβάλλει τον χαμηλότερο εταιρικό φόρο στην Ευρώπη, συγκεκριμένα μόλις 12,5% και έχει κατορθώσει να αποτελέσει έδρα πολυεθνικών όπως είναι, για παράδειγμα, ο κολοσσός Apple. Το Δουβλίνο έχει εκφράσει την πρόθεση να πιέσει όσο μπορεί ώστε να επιτευχθεί συμφωνία σε ένα συντελεστή κοντά στο δικό της επίπεδο, που να επιτρέπει τον «υγιή και θεμιτό φορολογικό ανταγωνισμό».
Κάτι τέτοιο δεν είναι, βέβαια, επιθυμητό για την Ουάσιγκτον όπως έχει, άλλωστε, τονίσει η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, όταν ζήτησε να δοθεί τέλος «στον ανταγωνισμό προς τα κάτω», όπως χαρακτήρισε την πολιτική πολλών χωρών να μειώνουν τη φορολογία τους για να προσελκύσουν ξένες επιχειρήσεις. Η συμφωνία επί ενός τόσο υψηλού εταιρικού φόρου σε παγκόσμιο επίπεδο δεν φαίνεται ρεαλιστικός στόχος. Οπως έχει τονίσει ο Βιτόρ Γκασπάρ του ΔΝΤ, το θέμα δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμφωνίας μόνον μεταξύ των πλούσιων και ισχυρών χωρών, αλλά θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν τα συμφέροντα των φτωχότερων και αναπτυσσόμενων χωρών. Πράγματι, χώρες με ιδιαίτερα χαμηλό συντελεστή θα κινδυνεύουν να απογυμνωθούν από ξένες επιχειρήσεις, καθώς δεν θα διαθέτουν κανένα άλλο δέλεαρ για να τις προσελκύσουν. Η υποχώρηση της Ουάσιγκτον αντανακλά, έτσι, τις εγγενείς δυσκολίες στις οποίες προσκρούει η προσπάθεια για θέσπιση παγκόσμιου ελάχιστου φόρου δεδομένων των συγκρουόμενων συμφερόντων μεταξύ χωρών.
Μιλώντας, πάντως, στην τηλεόραση του Bloomberg, ο υπουργός Οικονομικών της Ιρλανδίας, Πασκάλ Ντονόχα, εξέφρασε την εκτίμηση ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια συμφωνία επί του θέματος και προέβλεψε πως θα επιτευχθεί συμφωνία εντός του έτους. Υπογράμμισε πως «μέσα στο τρέχον έτος και στο επόμενο θα δούμε μεταβολές στον τρόπο με τον οποίο φορολογούνται οι μεγάλες επιχειρήσεις», ενώ προσέθεσε πως η Ιρλανδία είναι «έτοιμη για αυτές αλλαγές». Προεξόφλησε πως οι μεταβολές θα συμφωνηθούν στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ. Σύμφωνα με τον διεθνή οργανισμό, μια καλύτερη κατανομή των φορολογικών εσόδων μπορεί να διανείμει 100 δισ. δολάρια σε χώρες που τα χρειάζονται, ενώ η επιβολή ελάχιστου εταιρικού φόρου σε παγκόσμιο επίπεδο μπορεί να αυξήσει τα παγκόσμια φορολογικά έσοδα των κυβερνήσεων κατά 100 δισ. δολάρια ετησίως. Για τις περισσότερες μεγάλες οικονομίες η λειτουργία που θα εξυπηρετήσει η θέσπιση ενός ελάχιστου εταιρικού φόρου σε παγκόσμιο επίπεδο θα είναι να εμποδίσει τη μεταφορά των κερδών των πολυεθνικών από τη χώρα στην οποία τα έχουν αντλήσει σε άλλη με χαμηλότερους φόρους.
Αν επιτευχθεί διεθνής συμφωνία για την επιβολή ελάχιστου φόρου παγκοσμίως, οι κυβερνήσεις θα διατηρούν πάντα το δικαίωμα να επιβάλουν όποιον φορολογικό συντελεστή επιλέγουν. Οταν, όμως, μια επιχείρηση θα φορολογείται σε μια χώρα με χαμηλό συντελεστή και θα καταβάλει λίγους φόρους, θα μπορεί να παρεμβαίνει η κυβέρνηση της χώρας προέλευσής της. Θα δύναται εν ολίγοις να της επιβάλει υψηλότερους φόρους ώστε να φτάνει η φορολογική επιβάρυνση στο επίπεδο που έχει αποφασιστεί διεθνώς, στον ελάχιστο εταιρικό φόρο. Θα ακυρώνει, έτσι, το κίνητρο που έχει η εταιρεία για να μεταφέρει τα κέρδη της σε έναν φορολογικό παράδεισο.