Η επιστροφή του κορωνοϊού στην Κίνα φέρνει μαζί της και τις ατελείωτες ουρές πλοίων στα λιμάνια της, ένα νέο «μποτιλιάρισμα» πλοίων στη νότια πλευρά της χώρας. Επαναλαμβάνεται, έτσι, το σενάριο που γνωρίσαμε πέρυσι με τις μεγάλες καθυστερήσεις στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες. Η νέα, μεγάλη κυκλοφοριακή συμφόρηση πλοίων, τα οποία μεταφέρουν διεθνή εμπορευματοκιβώτια στα νότια της Κίνας, φαίνεται μάλιστα να είναι χειρότερη από όσα προκάλεσε προ μηνών ο αποκλεισμός της Διώρυγας του Σουέζ. Αυτό ανέφερε ο Βίνσεντ Κλερκ, διευθύνων σύμβουλος της ναυτιλιακής Μάερσκ με έδρα τη Δανία, σε συνέντευξη Τύπου στα μέσα Ιουνίου.
Σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg, περίπου 130 πλοία-κοντέινερ από όλον τον κόσμο βρίσκονται αγκυροβολημένα αυτήν την περίοδο στο κινεζικό λιμάνι Σενζέν-Γιαντιάν, ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Κίνας για το διεθνές εμπόριο. Η αιτία έγκειται στη νέα έξαρση του κορωνοϊού στο νότιο τμήμα της επαρχίας Γκουανγκντόνγκ, όπου βρίσκεται το λιμάνι, μολονότι το νέο αυτό κύμα της πανδημίας είναι περιορισμένης γεωγραφικής εμβέλειας. Οι τοπικές αρχές έχουν διατάξει ήδη το κλείσιμο του λιμανιού λόγω κορωνοϊού για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Και το αποτέλεσμα είναι βέβαια διεθνή εμπορικά πλοία να μην μπορούν να αποπλεύσουν.
Αναπόφευκτη συνέπεια είναι και ο εκτροχιασμός των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων. Οι γερμανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην περιοχή αναφέρουν ότι οι χώροι αποθήκευσης εμπορευμάτων στην ευρύτερη περιοχή είναι ήδη υπερπλήρεις. Οπως αναφέρει ωστόσο ο οικονομολόγος Νικ Μάρο από την Economist Intelligence Unit, με έδρα το Χονγκ Κονγκ: «Η κατάσταση στην Γκουανγκντόνγκ φαίνεται να τίθεται ξανά υπό έλεγχο. Αλλά οι καθυστερήσεις ενδέχεται να επηρεάσουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες για πολλές εβδομάδες ακόμη».
Οι υλικοτεχνικές καθυστερήσεις αποτελούν πρόβλημα, ειδικά για τη βιομηχανία τεχνολογίας και ηλεκτρονικών ειδών.
Περίπου το 90% των παγκόσμιων εξαγωγών του κλάδου διέρχονται από το λιμάνι Σενζέν-Γιαντιάν. Σύμφωνα με τον Νικ Μάρο, πολλοί φοβούνται ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί σε περίπτωση νέας έξαρσης της πανδημίας από το φθινόπωρο και δεδομένης της εξάρτησης της Δύσης από κινεζικά εμπορεύματα. Ο ίδιος τονίζει, άλλωστε, ότι έως τώρα δεν υπάρχει ένδειξη μειωμένης ζήτησης για εμπορεύματα και καταναλωτικά αγαθά. Σε ό,τι αφορά τον δυτικό κόσμο, σε πολλές χώρες συνήθως αναπληρώνονται τα αποθέματά τους τελευταίους μήνες του έτους.
Αυτό διασφαλίζει υψηλή εμπορική δραστηριότητα. Αλλά αυτό σημαίνει επίσης ότι οι κλυδωνισμοί που βλέπουμε τώρα στις εφοδιαστικές αλυσίδες ενδέχεται να χαλαρώσουν μόνο προς το τελευταίο τρίμηνο του έτους», παρατηρεί, τέλος, ο Νικ Μάρο.
Υπενθυμίζεται ότι πέρυσι, όταν επιβλήθηκε το πρώτο lockdown στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, η καραντίνα και η παραμονή στο σπίτι προκάλεσαν άμεσα ανατροπές στην κατανάλωση. Οι παραγγελίες επίπλων γραφείου για τη δουλειά από το σπίτι υπερέβαιναν τα διαθέσιμα εμπορευματοκιβώτια στην Ασία.
Παράλληλα, τα αμερικανικά προϊόντα που προορίζονταν για εξαγωγές έμεναν καθηλωμένα στα λιμάνια. Το πρόβλημα είχε αρχίσει να γίνεται αισθητό τον Ιούνιο του περασμένου έτους στα λιμάνια του Λος Αντζελες, τον Ιούλιο στο Λονγκ Μπις και τον Αύγουστο στα λιμάνια της Νέας Υόρκης και του Νιου Τζέρσεϊ.