Επειτα από σχοινοτενείς διαπραγματεύσεις στο Παρίσι, οι 130 μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, μέλη του ΟΟΣΑ, υπέγραψαν χθες συμφωνία για την επιβολή ελάχιστου εταιρικού φόρου ύψους τουλάχιστον 15% στις πολυεθνικές. Με την ιστορική συμφωνία, όπως τη χαρακτηρίζουν διεθνή ΜΜΕ, οι 130 χώρες διασφαλίζουν ότι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των τεχνολογικών κολοσσών, θα καταβάλλουν τουλάχιστον 100 δισ. δολάρια περισσότερους φόρους κάθε χρόνο, με τα περισσότερα από αυτά τα φορολογικά έσοδα να καταλήγουν στα ταμεία των χωρών στις οποίες πραγματοποιούν τις περισσότερες πωλήσεις τους.
Η συμφωνία που θα αποτελέσει νέους κανόνες του ΟΟΣΑ θα τεθεί σε ισχύ από το επόμενο έτος και θα εφαρμοστεί από το 2023. Από τις 139 χώρες-μέλη του διεθνούς οργανισμού αρνήθηκαν να υπογράψουν μόνο εννέα χώρες, μεταξύ των οποίων η Ιρλανδία, η Εσθονία και η Ουγγαρία, χώρες με ιδιαίτερα χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές που δεν θέλουν να χάσουν το δέλεαρ με το οποίο προσελκύουν ξένες επενδύσεις στο έδαφός τους. Το σχέδιο έτυχε, αντιθέτως, στήριξης από όλες τις χώρες-μέλη του G20 έπειτα από συστηματικές πιέσεις που άσκησε η αμερικανική κυβέρνηση.
Την ικανοποίησή του εξέφρασε ο νέος γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ, Ματίας Κόρμαν, ο οποίος δήλωσε βέβαιος ότι η συμφωνία των 130 χωρών θα διασφαλίσει πως «οι μεγάλες πολυεθνικές θα καταβάλλουν το μερίδιο που τους αναλογεί σε φόρους παντού». Ο κ. Κόρμαν διευκρίνισε, πάντως, πως το βήμα που έγινε «δεν εξαλείφει αυτομάτως τον φορολογικό ανταγωνισμό, ούτε και θα έπρεπε άλλωστε, αλλά του θέτει πολύπλευρους περιορισμούς». Λαμβάνει, όμως, παράλληλα υπ’ όψιν τα συμφέροντα των διαφόρων χωρών, όπως, για παράδειγμα, των μικρών οικονομιών και των αναπτυσσόμενων χωρών. Το έδαφος για τη συμφωνία στους κόλπους του ΟΟΣΑ είχε προλειάνει προ ολίγων εβδομάδων αντίστοιχη συμφωνία στους κόλπους του G7. Η επιτυχής έκβαση των διαπραγματεύσεων αποτελεί νίκη της κυβέρνησης Μπάιντεν που θέλησε να αποφύγει τον φορολογικό ανταγωνισμό των άλλων χωρών, «τον ανταγωνισμό προς τα κάτω» όπως τον χαρακτήρισε προσφάτως η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν. Η κυβέρνηση Μπάιντεν σχεδιάζει να αυξήσει τη φορολογία των αμερικανικών επιχειρήσεων στο 28%, από το 21% στο οποίο την είχε μειώσει η προηγούμενη κυβέρνηση, με στόχο την αύξηση των φορολογικών εσόδων και με σκοπό τη χρηματοδότηση των δαπανών για τη στήριξη της αμερικανικής οικονομίας.
Σχολιάζοντας σχετικά, η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών τόνισε πως η συμφωνία σηματοδοτεί μια «ιστορική ημέρα για την οικονομική διπλωματία» και προσέθεσε πως αντιπροσωπεύει έναν από τους βασικότερους στόχους της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης των ΗΠΑ.
«Εδώ και δεκαετίες οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν υπάρξει μέρος ενός αυτοκαταστροφικού διεθνούς φορολογικού ανταγωνισμού, καθώς μείωναν τους συντελεστές φορολόγησης των εταιρειών, ενώ έβλεπαν τις άλλες χώρες να απαντούν κάνοντας το ίδιο. Το αποτέλεσμα ήταν ένας διεθνής αγώνας με κατεύθυνση προς τα κάτω», ανέφερε η ίδια με μήνυμά της στον λογαριασμό της στο Twitter. Η κ. Γέλεν τόνισε επίσης πως «η συμφωνία των 130 χωρών, οι οποίες αντιπροσωπεύουν πάνω από το 90% του παγκόσμιου ΑΕΠ, είναι ένα ξεκάθαρο σημάδι ότι αυτή η καθοδική πορεία βρίσκεται ένα βήμα πιο κοντά στο να τελειώσει».
Ωστόσο χρειάζεται ακόμη πολλή δουλειά προτού ο ελάχιστος εταιρικός φόρος γίνει πραγματικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο. Κάθε μία από τις προαναφερθείσες 130 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, θα πρέπει να μετατρέψει την έγκρισή της μέσω του σημερινού πεντασέλιδου σχεδίου σε μια λεπτομερή νομοθεσία που θα αναδιαμορφώσει τον φορολογικό της κώδικα.