Νέες επενδύσεις στην Ελλάδα από την Upfield

Νέες επενδύσεις στην Ελλάδα από την Upfield

Ο γενικός διευθυντής της πολυεθνικής Νίκος Λαβίδας μιλάει για τα σχέδια του ομίλου στον κλάδο των τροφίμων

9' 43" χρόνος ανάγνωσης

 Στο ιστορικό εργοστάσιο της Ελαΐδος στο Νέο Φάληρο επιστρέφει η παραγωγή προϊόντων φυτικού βουτύρου που είχε μεταφερθεί στο εξωτερικό μετά την εξαγορά της εταιρείας από την Upfield του fund KKR στα τέλη του 2017. Ταυτόχρονα το εργοστάσιο, στο οποίο έγιναν οι απαραίτητες επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό του, αναλαμβάνει φέτος και την παραγωγή για άλλες χώρες, δείχνοντας ότι υπάρχει γόνιμο έδαφος για τη βιομηχανία τροφίμων στην Ελλάδα. Για την ενίσχυση του εργοστασίου στην οδό Πειραιώς, την εξαγωγή ελαιολάδου μέσω της Amazon, καθώς και για τα σχέδια της Arivia, της εταιρείας από τη Δράμα που εξαγόρασε στα τέλη του 2019 η Upfield και που σήμερα κατέχει ηγετικό μερίδιο παγκοσμίως σε φυτικά «τυριά» και άλλα προϊόντα αυτής της κατηγορίας, μιλάει σήμερα στην «Καθημερινή» ο κ. Νίκος Λαβίδας, γενικός διευθυντής Ελλάδας, Κύπρου και Βαλκανίων της Upfield. Ο ίδιος δεν κρύβει την ανησυχία του για τις ανατιμήσεις σε σειρά πρώτων υλών, ανατιμήσεις ωστόσο που μπορεί να αλλάζουν ήδη τις προτιμήσεις των καταναλωτών μετά τις μεγάλες αλλαγές που έγιναν τον πρώτο χρόνο της πανδημίας.

– Ποια ήταν η πορεία της εταιρείας σε όλες τις κατηγορίες στις οποίες δραστηριοποιείται στην Ελλάδα το 2020 σε ό,τι αφορά πωλήσεις και κέρδη και πώς επηρεάστηκε από την πανδημία; Ποια είναι η πορεία κατά το α΄ εξάμηνο του 2021;

– Την προηγούμενη χρονιά, λόγω των ιδιαίτερων και πρωτόγνωρων συνθηκών που ζήσαμε με την πανδημία και τα lockdowns, άλλαξε η συμπεριφορά όλων μας ως καταναλωτών. Η παρατεταμένη παραμονή στο σπίτι αύξησε την ενασχόληση με τη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική, δραστηριότητες που μετατράπηκαν για πολλούς σε δημιουργική απασχόληση. Αυτό οδήγησε και σε αύξηση της κατανάλωσης της κατηγορίας φυτικών προϊόντων επάλειψης (spreads) όπου δραστηριοποιείται η Upfield.
Η στροφή προς μια πιο φυτική και υγιεινή διατροφή είναι μία τάση στην αγορά που εντάθηκε ιδιαιτέρως στο διάστημα της πανδημίας και η οποία βλέπουμε ότι, μάλλον, θα παραμείνει, αν κρίνουμε από τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης της κατηγορίας των φυτικών τροφίμων. Το ίδιο φανερώνει η θετική πορεία μας (περίπου 3%) στο α΄ εξάμηνο της φετινής χρονιάς.

– Τι επενδύσεις προγραμματίζετε τόσο σε ό,τι αφορά τη δραστηριότητα σε spreads, ελαιόλαδο και μαργαρίνες όσο και τη δραστηριότητα της Arivia;

– Επαναφέραμε στο εργοστάσιό μας στο Νέο Φάληρο την παραγωγή προϊόντων –με την τοποθέτηση νέας γραμμής– τα οποία είχαν μεταφερθεί προσωρινά στο εξωτερικό, στο πλαίσιο της παραγωγικής αναδιοργάνωσης, καθώς και την παραγωγή προϊόντων για άλλες χώρες, όπως την Κύπρο και το Ισραήλ. Στο εξωτερικό είχε μεταφερθεί η παραγωγή σε σκαφάκια (σ.σ. οι πλαστικές συσκευασίες του φυτικού βουτύρου), ενώ είχε παραμείνει εδώ η παραγωγή του ελαιολάδου και είχε μεταφερθεί στο Φάληρο από το εργοστάσιο της Unilever στου Ρέντη και η παραγωγή των μαργαρινών κ.λπ. σε συσκευασία χαρτιού (wrappers). Φέτος επανέρχεται στην Ελλάδα η παραγωγή αυτή, ενώ επίσης έχει ξεκινήσει η παραγωγή για άλλες χώρες όπως το Ισραήλ και μέχρι τέλος του καλοκαιριού και για την Κύπρο, ενώ στο μέλλον δεν αποκλείεται να ακολουθήσει η παραγωγή και για άλλες χώρες. Επιπλέον, ενισχύεται το εργοστάσιο της Arivia στη Δράμα προκειμένου να καλύψει την αυξημένη ζήτηση που υπάρχει από την Ευρώπη, ενώ τροποποιήθηκε ένα εργοστάσιο της Upfield στις ΗΠΑ ώστε να παράγει για τις ανάγκες της αμερικανικής αγοράς τα προϊόντα της Arivia και φτιάχνεται για τον ίδιο σκοπό κι ένα εργοστάσιο στον Καναδά που αναμένεται να λειτουργήσει την επόμενη χρονιά. Τα προϊόντα της Arivia με το σήμα Violife εξάγονται σε πάνω από 60 χώρες και σχεδόν σε όλες κατέχουν ηγετική θέση στην κατηγορία τους. Στην Αγγλία, μία από τις χώρες που είναι Νο 1 το σήμα Violife είναι συνώνυμο του vegan. Φέτος λανσάραμε και στην ελληνική αγορά το σήμα που χρησιμοποιείται στις ξένες αγορές, το σήμα Violife.
 
– Τι ποσοστό αποτελούν οι εξαγωγές στις συνολικές πωλήσεις; Σε πόσες αγορές εξάγονται; Εξετάζετε νέους προορισμούς για τα προϊόντα;

– Πλέον, η Upfield Hellas έχει υπό την ευθύνη της συνολικά 13 χώρες (νότια Βαλκάνια και Κύπρος). Περίπου 15% του κύκλου εργασιών μας προωθείται σε εξαγωγές την τελευταία τριετία. Εντείνουμε την προσπάθεια για εξαγωγές ελαιολάδου σε διάφορες χώρες όπως η Αυστραλία, η Κένυα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Ολλανδία μέσω Amazon και υπάρχει ενδιαφέρον και από άλλες χώρες ειδικά σε αυτές όπου δραστηριοποιείται η Upfield. Η Arivia, όπως προανέφερα, έχει εξαγωγική δραστηριότητα σε πάνω από 60 χώρες σε όλο τον κόσμο.
 
– Υπάρχουν άλλες εταιρείες προς εξαγορά στο επενδυτικό σας «ραντάρ»;

– Δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή πρόθεση για κάποια εξαγορά, φυσικά πάντα αναζητούμε καινοτόμες εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται στον χώρο των φυτικών τροφίμων, όπως η Arivia, την οποία επιλέξαμε από χιλιάδες εταιρείες σε όλο τον κόσμο, για να διευρύνουμε το χαρτοφυλάκιο των προϊόντων μας.
Κυρίως, όμως, αυτή τη στιγμή εστιάζουμε και επενδύουμε στη δημιουργία ενός υπερσύγχρονου κέντρου επιστήμης τροφίμων στο Wageningen της Ολλανδίας, μια σαφής απόδειξη της συνεχούς δέσμευσης της Upfield να πρωτοπορεί στην έρευνα και ανάπτυξη φυτικών γευστικών τροφίμων, αλλά ταυτόχρονα και στην ανεύρεση βιώσιμων λύσεων για τα υλικά συσκευασίας. Ταυτόχρονα, αναζητούμε και στην Ελλάδα ευκαιρίες συνεργασιών με πανεπιστήμια και επιστημονικούς φορείς, με σκοπό να υπάρξουν από κοινού δράσεις, πάντα με γνώμονα την καινοτομία και την ανάπτυξη.
 
– Θα εισέλθετε σε κάποια νέα προϊοντική κατηγορία το επόμενο διάστημα;

– Διευρύνουμε το χαρτοφυλάκιό μας σε όλες τις χώρες ευθύνης μας με νέα καινοτόμα προϊόντα, τόσο στην κατηγορία των φυτικών «τυριών», όσο και του φυτικού «βουτύρου».

Λέγοντας φυτικό «βούτυρο» εννοούμε ένα αποκλειστικά φυτικό προϊόν με όλη τη γεύση του βουτύρου, ιδανικό για αυτούς που αγαπούν τη γεύση του, αλλά νοιάζονται για τον εαυτό τους και τον πλανήτη. Διότι το φυτικό βούτυρο είναι ένα προϊόν που θα έχει ίδια γεύση και απόδοση με το ζωικό, αλλά θα είναι κατάλληλο για vegans, vegetarians και flexitarians, κατάλληλο για άτομα με αλλεργίες και δυσανεξίες, xωρίς trans λιπαρά, με περισσότερες βιταμίνες και καλύτερο για το περιβάλλον. Τα φυτικά προϊόντα εναλλακτικά του βουτύρου έχουν 70% μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, απαιτούν κατά 2/3 λιγότερη έκταση γης και λιγότερο από τον μισό όγκο νερού για την παραγωγή τους, συγκριτικά με το βούτυρο που είναι ζωικής προέλευσης.

Μπορεί η νομοθεσία αυτή τη στιγμή να απαγορεύει να ονομάζονται τα φυτικά αυτά προϊόντα με τους όρους «τυρί», «γάλα» ή «βούτυρο», αλλά ο κόσμος αυθόρμητα έτσι τα ονομάζει. Τα φυτικά μη γαλακτοκομικά τρόφιμα, που είναι ήδη η πιο περιορισμένη νομοθετικά κατηγορία τροφίμων στην Ε.Ε., πρέπει να λάβουν δίκαιη μεταχείριση από τη νομοθεσία, δεδομένου ότι οι καταναλωτές αναζητούν περισσότερες γευστικές εναλλακτικές σε μη γαλακτοκομικά προϊόντα, θέλουν να έχουν εύκολη πρόσβαση σε αυτά και συνειδητά επιλέγουν ένα φυτικό προϊόν εναλλακτικό του αντίστοιχου γαλακτοκομικού. Η μετάβαση σε μια διατροφή που βασίζεται σε περισσότερες επιλογές φυτικών τροφίμων είναι επιτακτική τόσο για την υγεία μας, όσο και για τον πλανήτη.

Νέες επενδύσεις στην Ελλάδα από την Upfield-1
Στην εγχώρια κατανάλωση, περίπου το 80% του ελαιολάδου διακινείται σε χύμα μορφή (ιδιοκατανάλωση ή εμπόριο) και το 20% είναι το τυποποιημένο. Χρειάζεται να γίνει κοινή προσπάθεια με τη συμβολή της πολιτείας για τη στήριξη των τυποποιημένων προϊόντων.

Τεράστια αύξηση στις πρώτες ύλες, δεν θα ξαναπέσουν οι τιμές

Παγίωση των τιμών σε υψηλά επίπεδα «βλέπει» ο κ. Λαβίδας, εκτιμώντας ωστόσο ότι αυτό θα στρέψει τους καταναλωτές σε φθηνότερες λύσεις, όπως είναι για παράδειγμα οι μαργαρίνες έναντι του βουτύρου. Την ίδια ώρα, εξηγεί τι κάνει η Upfield για την καταπολέμηση του φαινομένου της διακίνησης χύμα ελαιολάδου, ενώ επισημαίνει για ποιο λόγο πρέπει να υπάρξει σχετική πολιτική βούληση.

– Κατά πόσο έχουν επηρεάσει ήδη ή πρόκειται να επηρεάσουν στο μέλλον το κόστος παραγωγής και τις τελικές τιμές των προϊόντων σας οι ανατιμήσεις που υπάρχουν σε πρώτες ύλες, καθώς και η αύξηση του ενεργειακού και του μεταφορικού κόστους;

– Τον τελευταίο χρόνο παρατηρήθηκε τεράστια αύξηση στις πρώτες ύλες, ειδικά στα τροπικά έλαια, που είναι η βάση των δικών μας προϊόντων. Ενδεικτικά, στο φοινικέλαιο η αύξηση της τιμής υπερβαίνει μέσα σε ένα χρόνο το 30%. Και δεν μπορεί να προβλέψει κάποιος τι θα συμβεί, διότι πρόκειται για χρηματιστηριακά προϊόντα. Η αίσθηση είναι πάντως ότι θα συνεχισθούν αυτές οι αυξητικές τάσεις, και μάλιστα σε πολλά προϊόντα. Πάει, λοιπόν, να δημιουργηθεί μία νέα κατάσταση, χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι δεν θα πέσουν ξανά οι τιμές στα προηγούμενα επίπεδα και θα διαμορφωθεί μια υψηλότερη βάση. Αυξήσεις περίπου 30% είχαμε και στο ελαιόλαδο. Δεν είναι χρηματιστηριακό είδος, αλλά οι τιμές αυξήθηκαν πολύ, διότι στην Ισπανία, που είναι η μεγαλύτερη ελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσμο, η παραγωγή πέρυσι δεν ήταν μεγάλη. Τέτοιες μεγάλες ανατιμήσεις είχαν γίνει και πριν από 10 χρόνια. Η διαφορά είναι ότι τότε υποχώρησαν οι τιμές, κάτι που δεν το βλέπουμε στην παρούσα συγκυρία. Εμείς δεν έχουμε προβεί σε αντίστοιχες αυξήσεις. Προσπαθήσαμε να απορροφήσουμε ένα μέρος, αλλά την ίδια στιγμή πρέπει να προστατέψουμε και την κερδοφορία μας.
 
– Οι ανατιμήσεις των προϊόντων σε συνδυασμό με την ύφεση στην οικονομία πώς αναμένετε να επηρεάσουν τη ζήτηση για τα δικά σας προϊόντα;

– Μπορεί οι τιμές των προϊόντων μας να αυξάνονται, αλλά είναι πολύ φθηνότερα με άλλα αντίστοιχα είδη. Για παράδειγμα, η μαργαρίνη έχει τη μισή τιμή από το βούτυρο. Επομένως, κάποιοι καταναλωτές που χρησιμοποιούσαν βούτυρο θα στραφούν σε πιο οικονομικές λύσεις. Να επισημάνω εδώ ότι η μαργαρίνη είναι πιο υγιεινή από το βούτυρο, αν και επικρατεί η αντίθετη αντίληψη. Η μαργαρίνη φτιάχνεται από λάδι, το βούτυρο από γάλα. Και τα δύο περιέχουν λιπαρά, μόνο που το λάδι έχει λιγότερα κορεσμένα λιπαρά από το γάλα. 
 
– Δεδομένου ότι στην Ελλάδα συνεχίζεται η πρακτική της διακίνησης χύμα ελαιολάδου, ο γνωστός τενεκές, κάνετε κάποιες ενέργειες για τον περιορισμό του φαινομένου και της αύξησης της κατανάλωσης του τυποποιημένου ελαιολάδου;

– Η Ελλάδα είναι η 3η ελαιοπαραγωγική χώρα παγκοσμίως με μια μέση ετήσια παραγωγή 220.000 τόνων (φέτος θα κυμανθεί στις 250.000 τόνους) από τους οποίους το τυποποιημένο είναι περίπου 20.000 τόνοι ετησίως. Στην εγχώρια κατανάλωση το 80% περίπου διακινείται σε χύμα μορφή (ιδιοκατανάλωση ή εμπόριο) και το 20% είναι το τυποποιημένο. Χρειάζεται να γίνει κοινή προσπάθεια με τη συμβολή της πολιτείας για τη στήριξη των τυποποιημένων προϊόντων, καθώς μόνοι μας δεν θα καταφέρουμε τίποτα – και, δυστυχώς, μέχρι σήμερα δεν έχουμε την απαραίτητη στήριξη. Πρέπει να υπάρχει διάθεση από την πολιτεία για να το σταματήσει αυτό, κάτι που δεν βλέπω να γίνεται από καμία κυβέρνηση. Την ίδια ώρα, βεβαίως, απορώ που δεν κάνει κάτι η πολιτεία, δεδομένου του γεγονότος ότι όλη αυτή η χύμα διακίνηση γίνεται με «μαύρο» χρήμα, υπό την έννοια ότι δεν εκδίδονται αποδείξεις και παραστατικά.

Από πλευράς μας, υποστηρίξαμε τη φετινή καμπάνια του ΣΕΒΙΤΕΛ «Μάθε το λάδι σου», ενώνοντας τις δυνάμεις μας με άλλες εταιρείες του κλάδου, ώστε να δοθεί έμφαση σε 3 έννοιες που συνδέονται άρρηκτα με το τυποποιημένο ελαιόλαδο: Ταυτότητα, Ποιότητα και Γεύση.

Θέλοντας να αναδείξουμε την υπεραξία του τυποποιημένου επώνυμου ελαιολάδου, η καμπάνια εστίασε:

• Στην ταυτότητα που κάθε τυποποιημένο ελαιόλαδο εμφανίζει στην ετικέτα του, από πού προέρχεται και από πού πέρασε μέχρι να φτάσει στο τραπέζι μας.

• Στην ποιότητα που εγγυάται κάθε ετικέτα επώνυμου ελαιολάδου περνώντας από όλα τα στάδια που διασφαλίζουν τη σταθερή του ποιότητα.

• Στη γεύση και στη διατροφική αξία που παραμένουν αναλλοίωτα μέχρι να το απολαύσουμε.

Αλλάζει το μοντέλο διατροφής

– Ποιο θεωρείτε ότι είναι το μέλλον των plant based προϊόντων στην Ελλάδα και στον κόσμο; Εχουν σταθερή δυναμική ανάπτυξης ή αποτελούν απλώς μία πρόσκαιρη μόδα;

– Είναι εμφανής η στροφή όλο και περισσότερων ανθρώπων σε ένα μοντέλο διατροφής που περιλαμβάνει περισσότερα φυτικά τρόφιμα. Ταυτόχρονα, είναι πολλοί πλέον αυτοί που επιλέγουν συνειδητά φυτικά προϊόντα εναλλακτικά των αντίστοιχων ζωικών, είτε για λόγους υγείας είτε λόγω μεγαλύτερης ευαισθητοποίησης για το περιβάλλον. Στην Ελλάδα, 41% του πληθυσμού εντάσσουν φυτικά προϊόντα στη διατροφή τους πρωτίστως για λόγους υγείας (55% του πληθυσμού στην Ελλάδα έχει δυσανεξία στη λακτόζη). Μάλιστα, παρατηρήθηκε ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας 23% περισσότεροι καταναλωτές ακολούθησαν πιο υγιεινή διατροφή, υιοθετώντας χορτοφαγικές διατροφικές συνήθειες. Στην ίδια κατεύθυνση είναι και το όραμα της Upfield, για ένα καλύτερο μέλλον βασισμένο στη φυτική διατροφή. Εξάλλου, αυτό καθίσταται φανερό από το γεγονός της πρώτης κίνησης εξαγοράς που έγινε το 2020, με την ένταξη της Arivia. Τα «φυτικά τυριά» αποτελούν μόλις το 1% της κατηγορίας τυριού, αλλά η κατηγορία αυτή αναπτύσσεται με ταχύτατο ρυθμό δημιουργώντας μεγάλες ευκαιρίες ανάπτυξης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT