Στους ρυθμούς της Ρωσίας εξακολουθεί να χορεύει η ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, με την Gazprom να αρνείται να αυξήσει τις μελλοντικές παραδόσεις φυσικού αερίου προς τη Γηραιά Ηπειρο, πράγμα που προοιωνίζεται θερμό χειμώνα για τις τιμές της ενέργειας. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν δεσμεύθηκε να ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση από την Ευρώπη, αλλά η ρωσική εταιρεία ενέργειας απέφυγε να κλείσει νέα συμβόλαια παράδοσης για το πρώτο τρίμηνο του 2022, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα της χθεσινής δημοπρασίας στην αγορά ενέργειας. Μολονότι έχει τη δυνατότητα να αυξήσει τις παραδόσεις στις επόμενες δημοπρασίες, η τωρινή στάση της Gazprom είναι ενδεικτική των διαθέσεων της Μόσχας ως προς την αντιμετώπιση της εν εξελίξει ενεργειακής κρίσης. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν είναι λίγοι όσοι κατηγορούν το Κρεμλίνο ότι χρησιμοποιεί την τρέχουσα συγκυρία προκειμένου να επιταχύνει την έγκριση και αδειοδότηση του νέου αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 που παρακάμπτει τα εδάφη της Πολωνίας και της Ουκρανίας και στέλνει φυσικό αέριο απευθείας στη Γερμανία.
Η Gazprom δεν ανοίγει τις στρόφιγγες με στόχο να αδειοδοτηθεί ο αγωγός που παρακάμπτει Πολωνία και Ουκρανία και στέλνει αέριο απευθείας στη Γερμανία.
Το πρώτο τρίμηνο του 2022, στη διάρκεια του οποίου αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά η ζήτηση στην Ευρώπη εξαιτίας του χειμώνα, αποτελεί ορόσημο για την έναρξη λειτουργίας του νέου αγωγού, στον οποίο θέλει να μεταφέρει η Μόσχα το μεγαλύτερο μέρος των παραδόσεών της. Από την άλλη πλευρά, οι πολέμιοι του νέου αγωγού δεν παύουν να υποστηρίζουν ότι η ενεργοποίησή του θα σηματοδοτήσει την ολοκληρωτική ενεργειακή εξάρτηση της Γηραιάς Ηπείρου από τη Ρωσία.
Εν αναμονή των αυξημένων ροών, η τιμή του φυσικού αερίου στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων της Ολλανδίας κυμάνθηκε χθες γύρω στα 67,5 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ένα επίπεδο αισθητά χαμηλότερο σε σχέση με το ρεκόρ των 162 ευρώ, στο οποίο βρέθηκε στις αρχές του προηγούμενου μήνα. Αποκλιμακώνεται επίσης η τιμή του άνθρακα που χθες βρισκόταν σε χαμηλό δύο μηνών μετά την απόφαση της Κίνας, υπ’ αριθμόν ένα παραγωγού στον κόσμο, να αυξήσει την παραγωγή προκειμένου να καλύψει τις ελλείψεις σε ενέργεια.
Το πρόβλημα για πολλές βιομηχανίες της Ευρώπης παραμένει, πάντως, οξυμένο καθώς το αυξημένο ενεργειακό κόστος υπονομεύει την κερδοφορία τους και οδηγεί σε μειώσεις της παραγωγής τους. Παράλληλα, μεταφέρει το αυξημένο κόστος στα νοικοκυριά που καλούνται να καταβάλλουν αυξημένα τιμολόγια ενέργειας. Ολα αυτά συμβαίνουν ενώ η οικονομία της Ευρώπης αγωνίζεται να ανακάμψει από την ύφεση της πανδημίας.