Επιφυλακτικοί παραμένουν οι Γερμανοί καταναλωτές ενόψει των εορτών των Χριστουγέννων, καθώς τους προβληματίζει ο υψηλός πληθωρισμός και διστάζουν να δαπανήσουν χρήματα. Με τα τελευταία στοιχεία τον Οκτώβριο ο πληθωρισμός στη Γερμανία έφτασε το 4,6%, καταγράφοντας το υψηλότερο επίπεδο που έχει σημειωθεί στη χώρα μετά την επανένωση των Γερμανιών, πριν από τρεις δεκαετίες. Εκτιμάται ότι θα επιταχυνθεί περαιτέρω στο 5% τον Δεκέμβριο.
Οπως επισημαίνει σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, αν και παγκόσμια εξέλιξη απότοκος της πανδημίας, στη Γερμανία ο υψηλός πληθωρισμός επαναφέρει τις τραυματικές αναμνήσεις του υπερπληθωρισμού που έπληξε τη γερμανική οικονομία πριν από έναν αιώνα, τη δεκαετία του 1920, αλλά και του 1940. Το θέμα ανεβαίνει έτσι συνέχεια στον δημόσιο διάλογο ενόψει του σχηματισμού της νέας κυβέρνησης, που θα κληθεί να τον αντιμετωπίσει. Παράλληλα, τροφοδοτεί και ενισχύει την κριτική που ασκείται στη χώρα κατά της άκρως χαλαρής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και επαναφέρει την καχυποψία και το αρνητικό κλίμα εναντίον των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου.
Το θέμα ανεβαίνει συνέχεια στον δημόσιο διάλογο ενόψει του σχηματισμού της νέας κυβέρνησης.
Μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα, δασκάλα δημοτικού σχολείου υπογραμμίζει πως «σε ορισμένες περιοχές της χώρας υπάρχει η υποψία πως η ΕΚΤ ενδιαφέρεται μόνο να στηρίξει τις υπερχρεωμένες χώρες του Νότου και καθόλου για τα συμφέροντα των Γερμανών εκεί». Η ίδια τονίζει πως το ύψος των ενοικίων και το κόστος της ενέργειας αποτελούν συχνά θέμα συζήτησης μεταξύ των συναδέλφων της στο σχολείο. Παράλληλα, ο Κάρστεν Μπρζέσκι, επικεφαλής του τομέα ερευνών της ING, επισημαίνει πως «η Γερμανία είναι μια χώρα αποταμιευτών και κάθε συζήτηση περί πληθωρισμού συνδέεται με το αίσθημα του κόσμου ότι του κλέβουν τις αποταμιεύσεις του με τα αρνητικά επιτόκια». Καθοριστικοί παράγοντες στην εκτόξευση του πληθωρισμού είναι οι υψηλές τιμές της ενέργειας, αλλά και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα. Οι δύο αυτοί παράγοντες οδήγησαν τις τιμές παραγωγού στα γερμανικά εργοστάσια σε εκτόξευση κατά 18,4% μέσα στον Οκτώβριο, που ήταν το υψηλότερο επίπεδο από το 1951.
Σχολιάζοντας το θέμα, η λαϊκή εφημερίδα Bild επισημαίνει πως «οι τιμές έχουν εκτοξευθεί στα ύψη και εξανεμίζεται η αγοραστική μας δύναμη». Ενδεικτική του κλίματος που καλλιεργείται στη χώρα ήταν η σύσταση της εν λόγω εφημερίδας προς τους Γερμανούς να τοποθετούν τα χρήματά τους στην αγορά ακινήτων, μετοχών ή πολύτιμων μετάλλων, προκειμένου να τα προστατεύσουν «από την κυρία Πληθωρισμό», μια κάπως κακόπιστη αναφορά στην πρόεδρο της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ. Εξίσου αυστηρή κριτική ασκούν στην ΕΚΤ και εφημερίδες που δεν ανήκουν στην κατηγορία της λαϊκής Bild. Σε άρθρο του στη Frankfurter Allgemeine Zeitung την περασμένη εβδομάδα, ο Γερμανός οικονομολόγος και πρώην στέλεχος της ΕΚΤ, Οτμαρ Ισινγκ, κατηγορούσε την Τράπεζα της Ευρωζώνης ότι «εκθέτει τον εαυτό της σε μεγάλο κίνδυνο», επιμένοντας πως ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει το επόμενο έτος και θα μπορέσει να συνεχίσει τις αγορές ομολόγων και να διατηρήσει τα επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα «με την υπόθεση ότι οι εργαζόμενοι θα δεχθούν τις απώλειες που συνεπάγεται για τις αποδοχές τους ο πληθωρισμός».
Σημαντική μερίδα οικονομικών και πολιτικών αναλυτών έχει αποδώσει την πρόσφατη παραίτηση του Γενς Βάιντμαν, απερχόμενου προέδρου της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, στο πρόβλημα του πληθωρισμού και ιδιαιτέρως στην ασυμφωνία με την ηγεσία της ΕΚΤ ως προς τον τρόπο αντιμετώπισής του. Σημειωτέον, πάντως, ότι την αποταμιευτική παράδοση των Γερμανών την ενίσχυσε περαιτέρω η πανδημία, με τις αποταμιεύσεις στις γερμανικές τράπεζες να έχουν αυξηθεί κατά 214 δισ. ευρώ από την αρχή της κρίσης τον Μάρτιο του 2020 και να υπερβαίνουν πλέον τα 2,6 τρισ. ευρώ.