Χρειάστηκαν οκτώ χρόνια και οκτώ μήνες εντατικών διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε 137 χώρες για να επιτευχθεί τον Οκτώβριο η συμφωνία σχετικά με τη θέσπιση ελάχιστου εταιρικού φόρου σε παγκόσμιο επίπεδο. Η συμφωνία χαρακτηρίστηκε ιστορική και όπως σχολιάζουν οι Financial Times χαιρετίστηκε ως η σημαντικότερη μεταρρύθμιση της διεθνούς φορολογίας έπειτα από έναν αιώνα. Αν εφαρμοσθεί θα φέρνει στα ταμεία των κυβερνήσεων ανά τον κόσμο πρόσθετα έσοδα συνολικού ύψους 150 δισ. δολαρίων ετησίως από τη φορολογία.
Οι πολυεθνικές πρόκειται να καταβάλουν περισσότερους φόρους, αλλά δεν πρόκειται να αφήσουν ήσυχους τους ανταγωνιστές τους και θα προσπαθήσουν να διασφαλίσουν πως δεν θα πληρώνουν λιγότερα από τους ίδιους. Επιπλέον θα κατευναστεί εν μέρει και η οργή της κοινής γνώμης που εκδηλώθηκε μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, όταν έγινε γνωστό ότι οι πολυεθνικές έχουν έδρα σε φορολογικούς παραδείσους και φοροαποφεύγουν συστηματικά.
Τα μεγαλύτερα προβλήματα εντοπίζονται στις ΗΠΑ, όπου εναντιώνονται οι Ρεπουμπλικανοί.
Οπως επισημαίνει, όμως, η βρετανική εφημερίδα, το δυσκολότερο μέρος της είναι η εφαρμογή της, καθώς προσκρούει σε πολιτικές σκοπιμότητες και ιδιαιτέρως στις ΗΠΑ. Η μετατροπή μιας πολιτικής συμφωνίας σε νομική δέσμευση ενδέχεται να αποδειχθεί μακρά και δύσκολη διαδικασία σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ. Ειρωνεία της τύχης είναι πως η εν λόγω συμφωνία υπήρξε πρωτοβουλία της υπερδύναμης, ενώ κατέβαλε για την επιτυχή κατάληξή της μεγάλη προσπάθεια και η κυβέρνηση Τζο Μπάιντεν. Βλέπει, όμως, τώρα να προσκρούει η επιτυχία της στην πολιτική πόλωση στις ΗΠΑ, που συχνά θέτει ουσιαστικά εμπόδια στη θέσπιση νέας νομοθεσίας. Οι χώρες, όλες όσες προσυπέγραψαν τη συμφωνία, πρέπει να ενσωματώσουν στην εθνική τους νομοθεσία τα συμπεφωνηθέντα για ελάχιστο εταιρικό φόρο ύψους 15% μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, ώστε να μπορεί να ενεργοποιηθεί και να τεθεί σε ισχύ αρχής γενομένης από το επόμενο έτος. Αυτό όμως σημαίνει πως όλες οι χώρες πρέπει να προχωρήσουν σε μια σειρά από αλλαγές στη φορολογική νομοθεσία τους. Ενθαρρυντική εξέλιξη είναι ότι η Κύπρος και η Ιρλανδία έχουν ήδη προβεί σε αύξηση της εταιρικής φορολογίας από το 12,5% που ίσχυε έως τώρα στο 15% που προβλέπει η διεθνής συμφωνία.
Στις ΗΠΑ, όμως, οι αντιδράσεις σε τέτοιου είδους διεθνείς συμφωνίες είναι συνήθως ισχυρές και εν προκειμένω στη συμφωνία για τον ελάχιστο εταιρικό φόρο εναντιώνονται οι Ρεπουμπλικανοί, καθώς στο στόχαστρό της βρίσκονται κυρίως οι αμερικανοί τεχνολογικοί κολοσσοί Apple, Amazon, Google και Facebook. Η κυβέρνηση Μπάιντεν ευελπιστεί πως μπορεί να επιτύχει τη θέσπιση σχετικής νομοθεσίας μέσω συμφωνίας με απλή πλειοψηφία στη Γερουσία, ώστε να παρακάμψει την πλειοψηφία των 2/3 που απαιτείται κανονικά για την έγκριση διεθνούς συμφωνίας. Νομικοί σύμβουλοι, όπως ο Νταν Νίντλε, Βρετανός συνεργάτης της εταιρείας νομικών Clifford Chance, προειδοποιούν, όμως, πως τέτοιου είδους προσπάθειες να παρακαμφθεί το τυπικό μέρος της έγκρισης μιας διεθνούς συμφωνίας μπορεί να οδηγήσουν σε κύμα νομικών προσφυγών τόσο εντός των ΗΠΑ όσο και σε άλλες χώρες.
Αν, όμως, η έγκριση της συμφωνίας ναυαγήσει προσκρούοντας στις πολιτικές αντιπαραθέσεις εντός της υπερδύναμης είτε μιας άλλης μεγάλης οικονομίας, της Κίνας για παράδειγμα, τότε έχουν κάθε λόγο να κάνουν πίσω και οι αναπτυσσόμενες χώρες. Ηταν εκείνες που διαμαρτυρήθηκαν περισσότερο στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, καθώς πολλές από αυτές έχουν την τακτική να προσφέρουν ειδικό φορολογικό καθεστώς σε μεγάλες πολυεθνικές, προκειμένου να προσελκύουν επενδύσεις στο έδαφός τους.