Tα ραντεβού του ελληνικού Δημοσίου με τις διεθνείς αγορές

Tα ραντεβού του ελληνικού Δημοσίου με τις διεθνείς αγορές

Θέμα ημερών φαίνεται πως είναι το ντεμπούτο της Ελλάδας στις αγορές για το 2022, ένα έτος όπου η δανειακή στρατηγική θα είναι και πάλι εμπροσθοβαρής, με το 75%-80% των εκδόσεων ή των 12 δισ. ευρώ που προγραμματίζει να αντλήσει το ελληνικό Δημόσιο στο σύνολο του έτους να συγκεντρώνονται στο πρώτο εξάμηνο

5' 7" χρόνος ανάγνωσης

Θέμα ημερών φαίνεται πως είναι το ντεμπούτο της Ελλάδας στις αγορές για το 2022, ένα έτος όπου η δανειακή στρατηγική θα είναι και πάλι εμπροσθοβαρής, με το 75%-80% των εκδόσεων ή των 12 δισ. ευρώ που προγραμματίζει να αντλήσει το ελληνικό Δημόσιο στο σύνολο του έτους να συγκεντρώνονται στο πρώτο εξάμηνο. Με δεδομένο ότι το πρόγραμμα PEPP θα «τρέχει» έως το τέλος Μαρτίου, και άρα οι αγορές από την κεντρική τράπεζα θα είναι υψηλότερες απ’ ό,τι κατά το ευέλικτο πρόγραμμα επανεπενδύσεων που θα εφαρμοστεί για την Ελλάδα από τον Απρίλιο, το τρέχον τρίμηνο αναμένεται να είναι και το πιο «γεμάτο» σε ό,τι αφορά τις κινήσεις του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους. Οι πιέσεις που έχουν ασκηθεί στα ελληνικά ομόλογα το τελευταίο διάστημα –όπως και στο σύνολο των ομολόγων διεθνώς–, και οι οποίες φρέναραν την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές νωρίτερα, δεν ανησυχούν το οικονομικό επιτελείο, «όσο οι αποδόσεις δεν ξεπερνούν το 3% περίπου, που είναι το μέσο μακροπρόθεσμο κόστος δανεισμού (με βάση την ανάλυση βιωσιμότητας του ESM)». Αλλωστε και οι διεθνείς οίκοι έχουν προβλέψει πως το 2022 θα είναι ένα έτος αύξησης του κόστους δανεισμού διεθνώς, λόγω και της «στροφής» της νομισματικής πολιτικής.

Η επιλογή του τίτλου

Σε ό,τι αφορά την επιλογή του τίτλου της πρώτης «εξόδου», ένα νέο 10ετές ομόλογο αποτελεί σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς ένα τυπικό και «ασφαλές» άνοιγμα της αυλαίας για το έτος, κάτι που ο ΟΔΔΗΧ έχει κάνει τα τελευταία χρόνια. Αυτό, άλλωστε, προβλέπουν να κάνει η Ελλάδα εντός του Ιανουαρίου οι αναλυτές της Citigroup, της J.P. Morgan, της Danske Bank και της D.Z. Bank. Ωστόσο, το 10ετές που εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 2021 είχε απόδοσή 0,81%, η οποία και αποτέλεσε ιστορικό χαμηλό. Με την απόδοσή του (9ετές σήμερα) να διαμορφώνεται πάνω από το 1,5%, σημαίνει ότι ένα νέο 10ετές θα εκδοθεί με υπερδιπλάσια απόδοση σε σχέση με πέρυσι, οπότε εάν το οικονομικό επιτελείο επιθυμεί να δώσει ένα «σήμα» για το κόστος της Ελλάδας, ένας τέτοιος τίτλος δεν θα ήταν η πρώτη επιλογή.

Ενα νέο 20ετές θα μπορούσε, ωστόσο, να αποτελέσει μια επιλογή, όπως έκανε και η Πορτογαλία, αλλά με ένα σχετικά υψηλό premium νέας έκδοσης. Οι αναλυτές της Société Générale, Νίνον Μπάσετ και Σον Κου, που μίλησαν στην «Κ», εκτιμούν ότι η πρώτη έξοδος της Ελλάδας θα γίνει με ένα ομόλογο 15ετούς ή 20ετούς διάρκειας. Σε αυτή την περίπτωση τα πράγματα φαίνονται πιο ελκυστικά καθώς, πρώτον, θα είναι η πρώτη έκδοση 20ετούς μετά την κρίση και, δεύτερον, το 15ετές του 2020 είχε εκδοθεί με απόδοση 1,91% και σήμερα (13ετές πλέον) κινείται στο 1,67%. Αυτό κάνει και την επιλογή της επανέκδοσης του 15ετούς με λήξη 2035 έναν πιθανό «δρόμο» για τον ΟΔΔΗΧ, αλλά καθώς το ντεμπούτο τείνει να γίνεται με ένα νέο benchmark ομόλογο και όχι με re-opening, είναι κάτι που αναμένεται να συμβεί αργότερα μέσα στο έτος.

Σε ό,τι αφορά τις υπόλοιπες εξόδους της Ελλάδας για το έτος, οι επιλογές είναι αρκετές, με την έκδοση του πρώτου πράσινου ομολόγου της χώρας το φθινόπωρο να έχει ήδη ανακοινωθεί. Σύμφωνα με την J.P. Morgan, έως τον Φεβρουάριο το ελληνικό Δημόσιο θα προχωρήσει σε δεύτερη έξοδο με νέο 5ετές ή 15ετές ομόλογο. Σύμφωνα με τoυς αναλυτές της Société Générale, η δεύτερη έκδοση της Ελλάδας θα γίνει τον Μάρτιο με νέο 10ετές για 3 δισ. ευρώ, με ένα νέο 7ετές να ακολουθεί τον Ιούνιο ύψους 3 δισ. ευρώ, και το έτος να κλείνει το γ΄ τρίμηνο με το πράσινο 10ετές ή 20ετές, για άντληση 2,5 δισ. ευρώ. Σύμφωνα και με τη Citigroup, η δεύτερη έξοδος θα γίνει τον Μάρτιο, αλλά με το re-opening του 30ετούς ομολόγου (και το οποίο λήγει το 2052, άρα παραμένει 30ετές), για 2,5 δισ. ευρώ, η τρίτη τον Απρίλιο «ανοίγοντας» το 10ετές για την άντληση περαιτέρω 2 δισ. ευρώ, η τέταρτη τον Ιούνιο με το re-opening του 5ετούς ομολόγου του 2021, αυξάνοντας το μέγεθός του κατά 2 δισ. ευρώ, και η τελευταία τον Οκτώβριο με το πράσινο ομόλογο 15-20 ετών και μεγέθους 2 δισ. ευρώ.

Η δανειακή στρατηγική θα είναι και πάλι εμπροσθοβαρής. Το 75%-80% των εκδόσεων θα υλοποιηθεί εντός του πρώτου εξαμήνου.

Η επενδυτική βαθμίδα

Σε αυτό το πλαίσιο, σταθερός παραμένει ο στόχος ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, τον οποίο η κυβέρνηση προσδοκά να επιτύχει έως το πρώτο εξάμηνο του 2023, με αναλυτές ωστόσο να εκτιμούν ότι η Ελλάδα μπορεί να αγγίξει αυτό το ορόσημο ακόμη και φέτος.

Ο «χορός» των αξιολογήσεων από τους οίκους συνεχίζεται με τις Moody’s και DBRS στις 18 Μαρτίου και τη S&P στις 22 Απριλίου, και ακολουθούν η δεύτερη αξιολόγηση της Fitch στις 8 Ιουλίου, η διπλή ετυμηγορία και πάλι από Moody’s και DBRS στις 16 Σεπτεμβρίου, η τρίτη αξιολόγηση της Fitch στις 7 Οκτωβρίου, και ολοκληρώνεται στις 21 Οκτωβρίου με τη S&P.

Σύμφωνα με την J.P. Morgan, η ισχυρή ατζέντα μεταρρυθμίσεων με επιπλέον ώθηση από τις εκταμιεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και το σταθερό πολιτικό τοπίο δίνουν στην Ελλάδα αξιοπρεπείς πιθανότητες να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα από τουλάχιστον έναν οίκο μέχρι τα τέλη του 2022 ή τις αρχές του 2023.

Ο επικεφαλής αναλυτής της αγοράς ομολόγων της Danske Bank, Τζενς Πίτερ Σόρενσεν, επισημαίνει στην «Κ» πως η Ελλάδα μπορεί να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα φέτος, έπειτα από περίπου 11 χρόνια. Οπως εξηγεί, το κύριο επιχείρημα για την αναβάθμιση είναι ότι η Ελλάδα μοιάζει πραγματικά με χώρα που ανήκει στην κατηγορία της επενδυτικής βαθμίδας, σε ό,τι αφορά τόσο την πορεία της ανάπτυξης και του πληθωρισμού, όσο και τον τρόπο που συναλλάσσονται τα ελληνικά ομόλογα. Το κύριο επιχείρημα για τη μη αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία είναι το υψηλό χρέος, ωστόσο οι οίκοι έχουν επισημάνει πως προϋπόθεση για αναβάθμιση είναι να υπάρχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ότι ο δείκτης χρέους επιστρέφει σε πτωτική τροχιά, ενώ η συνεχιζόμενη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των συστημικών τραπεζών και οι καλύτερες μεσοπρόθεσμες προοπτικές και επιδόσεις ανάπτυξης αποτελούν τις άλλες δύο προϋποθέσεις. Κατά τον κ. Σόρενσεν, η Ελλάδα είναι πολύ κοντά στο να ικανοποιήσει αυτά τα κριτήρια.

Οι αναλυτές της Société Générale πάντως, κ. Μπάσετ και κ. Κου, επισημαίνουν στην «Κ» πως είναι πιο πιθανό η Ελλάδα να λάβει την επενδυτική βαθμίδα το 2023 από τη S&P ή τη Fitch, με τη Moody’s να ακολουθεί το 2024. Οι κύριοι πιστωτικοί παράγοντες για την Ελλάδα είναι το μακροοικονομικό μέτωπο, τα δημόσια οικονομικά και ο τραπεζικός τομέας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT