Υπό το βάρος των προβλημάτων που άφησε πίσω της η «Ελπίδα» –ειδικά σε ό,τι αφορά τις πολυήμερες διακοπές ηλεκτροδότησης αλλά και τις καταστροφές στην αγροτική παραγωγή– θα ληφθούν μέσα στις επόμενες ημέρες οι αποφάσεις της κυβέρνησης για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις ολοένα και εντεινόμενες πληθωριστικές πιέσεις.
Ημέρα με την ημέρα, η «εξίσωση» γίνεται πολυπαραγοντική. Ενα «φαινόμενο» που ήταν αρχικά εστιασμένο στα ενεργειακά προϊόντα –και κυρίως στο φυσικό αέριο και στο ηλεκτρικό ρεύμα– αρχίζει πλέον να «απλώνεται» πλήττοντας ακόμη περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών. Οι ανατιμήσεις στα ήδη διατροφής έχουν ήδη λάβει μεγάλες διαστάσεις –κάτι που αναμένεται να αποτυπωθεί και στον κλαδικό δείκτη των τιμών στα τρόφιμα σε λίγα 24ωρα που θα δημοσιευθούν τα σχετικά στοιχεία–, ενώ εκφράζονται φόβοι ότι οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες των τελευταίων ημερών θα πυροδοτήσουν νέο γύρο ανατιμήσεων, δικαιολογημένων και μη.
Στο «ακριβό ρεύμα και αέριο» έρχεται πλέον να προστεθεί και το «τσουχτερό πετρέλαιο», το οποίο ήδη ξεπέρασε τα 90 δολάρια ανά βαρέλι στις διεθνείς αγορές, με τη μεταβολή αυτή να αποτυπώνεται ήδη στην αντλία. Και έρχεται να προστεθεί και το κύμα δυσαρέσκειας εξαιτίας των διακοπών στην ηλεκτροδότηση. Οι διακοπές από μόνες τους δεν επηρεάζουν την πορεία των τιμών. Ομως, στην ψυχολογία των καταναλωτών που έμειναν χωρίς θέρμανση και φωτισμό στο πιο βαρύ καιρικό φαινόμενο από τότε που ξέσπασε η ενεργειακή κρίση, η παραλαβή του «φουσκωμένου» λογαριασμού ρεύματος με τις καταναλώσεις του Ιανουαρίου δεν θα λειτουργήσει θετικά.
Στην κυβέρνηση θέλουν να δώσουν «απαντήσεις» ακόμη και εντός αυτής της εβδομάδας. Η αίσθηση που δημιουργήθηκε –και από δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών– ότι θα αποζημιωθούν όσοι επλήγησαν από τις διακοπές ρεύματος, δύσκολα θα μετουσιωθεί σε κάποιο ουσιαστικό μέτρο άμεσης εφαρμογής, κυρίως διότι υπάρχουν τεράστιες «τεχνικές δυσκολίες» στην υλοποίηση ενός τέτοιου μέτρου. Ουσιαστικά, ακόμη και ο ΔΕΔΔΗΕ δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ποια νοικοκυριά έμειναν χωρίς ρεύμα και για πόσο χρόνο, καθώς έχει εικόνα μόνο για τις βλάβες στις γραμμές μέσης τάσης.
Οσον αφορά δε τις μειώσεις έμμεσων φόρων προκειμένου να ανασχεθεί το κύμα ακρίβειας, στο οικονομικό επιτελείο εξακολουθούν να πιστεύουν ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να προχωρήσει κάτι τέτοιο, αφενός διότι δεν είναι διασφαλισμένο ότι οι μειώσεις θα περάσουν στον τελικό καταναλωτή και αφετέρου διότι το δημοσιονομικό κόστος είναι πολύ υψηλό.
Τι μένει σε αυτή τη φάση στο τραπέζι;
Ο μηχανισμός είναι ήδη στημένος και μπορεί να ενισχύσει άμεσα τα νοικοκυριά σε μια περίοδο που φουντώνει η ακρίβεια.
Το ενδεχόμενο να αυξηθεί η επιδότηση των νοικοκυριών για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών στην ενέργεια και κατά τον μήνα Φεβρουάριο –ενδεχομένως και πάνω από τα επίπεδα του Ιανουαρίου– είναι πάνω στο τραπέζι. Οι τιμές του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος δεν δικαιολογούν κάτι τέτοιο. Πρώτον, διότι το φυσικό αέριο κινήθηκε τον Ιανουάριο στην περιοχή των 90 ευρώ η μεγαβατώρα –δηλαδή χαμηλότερα σε σχέση με τον Δεκέμβριο– και δεύτερον, διότι η μέση τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος για τον Ιανουάριο επίσης αναμένεται να κλείσει στην περιοχή των 225-227 ευρώ η μεγαβατώρα, δηλαδή και πάλι χαμηλότερα σε σχέση με τον Δεκέμβριο. Το επιχείρημα που ήδη διατυπώνεται υπέρ της αύξησης της επιδότησης, είναι ότι ο μηχανισμός του συγκεκριμένου μέτρου είναι ήδη στημένος –κάτι που βγάζει από τη μέση το θέμα των τεχνικών δυσκολιών– και ότι μια ακόμη μεγαλύτερη αναπλήρωση των απωλειών από τις ανατιμήσεις στην ενέργεια μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη του κεντρικού στόχου για τη συγκεκριμένη περίοδο, που είναι η διασφάλιση (και ιδανικά η αύξηση) του διαθέσιμου εισοδήματος.
Μισθοί και φόροι
Η διασφάλιση του διαθέσιμου εισοδήματος σε περιόδους πληθωριστικών πιέσεων όπως αυτή που διανύουμε –εκτιμάται ότι ο πληθωρισμός τον Ιανουάριο θα κινηθεί σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με τον Δεκέμβριο, όχι μόνο λόγω της ενέργειας αλλά και επειδή οι ανατιμήσεις έχουν διαχυθεί και σε άλλα βασικά είδη– επιτυγχάνεται είτε με αυξήσεις των ονομαστικών αποδοχών είτε με μειώσεις των φορολογικών βαρών.
Η σύγκριση γίνεται κάθε φορά σε ετήσια βάση. Δηλαδή θα συγκριθούν οι αποδοχές των πρώτων μηνών του 2022 με τους πρώτους μήνες του 2021. Συνολικά, σε επίπεδο οικονομίας, το διαθέσιμο εισόδημα μπορεί να εμφανίζεται αυξημένο. Πρώτον, διότι είναι μεγαλύτερος ο αριθμός των εργαζομένων και δεύτερον, διότι έχει ήδη περάσει μια πρώτη αύξηση στον κατώτατο μισθό. Σε επίπεδο μειώσεων φόρων, το 2022 δεν φέρνει περαιτέρω βελτίωση, καθώς το όφελος από το «πάγωμα» της εισφοράς αλληλεγγύης (αλλά και από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών) έχει ήδη περάσει στην τσέπη των εργαζομένων. Ετσι, τουλάχιστον για το επόμενο χρονικό διάστημα, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι θα αισθάνονται την πίεση από την αύξηση των τιμών, ενώ δεν θα βλέπουν περαιτέρω αύξηση στο εισόδημά τους.
Ο σίγουρος δρόμος
Αυτό ακριβώς το «κενό» θα κληθεί να καλύψει το οικονομικό επιτελείο σε αυτό το μεσοδιάστημα με τα μέτρα στήριξης. Σε ό,τι αφορά στην ενέργεια, η προοπτική είναι να θεσμοθετηθεί μόνιμος μηχανισμός αναπλήρωσης των απωλειών από τις ανατιμήσεις στα ενεργειακά προϊόντα ώστε ο κάθε καταναλωτής να γνωρίζει σε μόνιμη πλέον βάση τι ακριβώς θα έχει λαμβάνειν σε περιόδους ενεργειακής κρίσης όπως αυτή που διανύουμε. Ωστόσο, κρίνεται σκόπιμο η ενεργοποίηση του μόνιμου μηχανισμού να καθυστερήσει για έναν δύο μήνες ακόμη, ώστε και η κυβέρνηση να έχει περιθώρια «ελιγμών» ανάλογα και με την πορεία των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, όπως επίσης και ανάλογα με τις γενικότερες συνθήκες στην αγορά. Η συγκεκριμένη επιλογή έχει και ένα δημοσιονομικό πλεονέκτημα: οι πόροι υπάρχουν στο ταμείο ενεργειακής μετάβασης, κάτι που σημαίνει ότι η στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων δεν επηρεάζει άμεσα τον κρατικό προϋπολογισμό.