Δημοσιονομική πειθαρχία για να μην ανέβει το κόστος δανεισμού

Δημοσιονομική πειθαρχία για να μην ανέβει το κόστος δανεισμού

Η διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, με την αποτελεσματική χρήση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, σε συνδυασμό με μία πολύ προσεκτική δημοσιονομική πολιτική αποτελούν την «ασπίδα προστασίας» της Ελλάδας έναντι του νέου περιβάλλοντος του αυξανόμενου κόστους δανεισμού, σύμφωνα με αναλυτές και οικονομολόγους

5' 10" χρόνος ανάγνωσης

Η διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, με την αποτελεσματική χρήση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, σε συνδυασμό με μία πολύ προσεκτική δημοσιονομική πολιτική αποτελούν την «ασπίδα προστασίας» της Ελλάδας έναντι του νέου περιβάλλοντος του αυξανόμενου κόστους δανεισμού, σύμφωνα με αναλυτές και οικονομολόγους.

Η αλλαγή ρητορικής της ΕΚΤ κατά τη συνεδρίαση του Φεβρουαρίου, με την υιοθέτηση μιας πιο επιθετικής στάσης, οδήγησε τους επενδυτές να επανατιμολογήσουν τον κίνδυνο στα χαρτοφυλάκιά τους, λαμβάνοντας πλέον υπόψη την ταχύτερη μείωση της ποσοτικής χαλάρωσης, αποτιμώντας έως και δύο αυξήσεις επιτοκίων φέτος και ασκώντας πιέσεις στα ομόλογα. Η απόδοση όλων των γερμανικών ομολόγων από την 5ετία και πάνω έχει γυρίσει σε θετικό έδαφος, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ξεπέρασε το 2,5%, σβήνοντας ουσιαστικά το όφελος του εκτάκτου προγράμματος PEPP –με το spread να κινείται πάνω από τις 230 μονάδες βάσης και σε υπερδιπλάσια επίπεδα σε σχέση με το 2021–, ενώ  στο 1,9% και στα υψηλότερα επίπεδα από το καλοκαίρι του 2019 κινείται το ιταλικό 10ετές, με το spread να κινείται 65% υψηλότερα από το 2020.

Η «αφύπνιση»

Οι ισχυρότερες πιέσεις στα ελληνικά ομόλογα, σύμφωνα με τους οικονομολόγους, οφείλονται στο γεγονός ότι η Ελλάδα έχει υψηλό χρέος και βρίσκεται εκτός επενδυτικής βαθμίδας, καθώς οι επενδυτές αναπροσαρμόζουν το ρίσκο τους και πιέζουν πιο έντονα τα ομόλογα των χωρών που θεωρούνται πιο ευάλωτες. «Η αντίδραση της αγοράς μετά τη συνεδρίαση της ΕΚΤ ήταν μία αφύπνιση: η δημοσιονομική πραγματικότητα παραμένει», όπως σημειώνει στην «Κ» ο Ζολτ Ντάρβας, οικονομολόγος και senior fellow στο think tank Bruegel. «Τα επιτόκια δεν θα παραμείνουν τόσο χαμηλά όσο ήταν τα τελευταία χρόνια. Οι χώρες με υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους υπόκεινται σε μεγαλύτερους κινδύνους δημοσιονομικής βιωσιμότητας και ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες αυξήσεις του κόστους δανεισμού από τις χώρες με χαμηλότερα επίπεδα χρέους», προσθέτει.

Επίσης, το μέγεθος της ελληνικής αγοράς είναι πολύ μικρό (scarcity), κάνοντας εύκολες τις ακραίες κινήσεις. Πράγματι, από τα 85 δισ. ευρώ ελληνικά ομόλογα που βρίσκονται σε κυκλοφορία, μόνο τα 10 δισ. ευρώ είναι διαπραγματεύσιμα στην αγορά.

Η ανάπτυξη

Σημαντικό «αντίδοτο» έναντι του ακριβότερου δανεισμού είναι, σύμφωνα με τους οικονομολόγους, η ανάπτυξη καθώς και η προσεκτική διαχείριση του δημόσιου χρέους. Με βάση και τις νέες εκτιμήσεις της Κομισιόν, μάλιστα, ο σωρευτικός ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας την τριετία 2021-2023 αγγίζει το 16,9% και είναι ο δεύτερος υψηλότερος μετά την Ιρλανδία (+23,7%). «Το κρίσιμο είναι πόση θα είναι η αύξηση των επιτοκίων», τονίζει ο κ. Ντάρβας. «Η ετήσια αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ της Ελλάδας αναμένεται να είναι μεγαλύτερη από 3%-4% τα επόμενα χρόνια. Οταν το επιτόκιο είναι χαμηλότερο από τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ μπορεί να μειωθεί ακόμη και αν δεν υπάρχει δημοσιονομικό πλεόνασμα», όπως εξηγεί. Ετσι, όπως τονίζει, το κόστος δανεισμού πιθανότατα θα αυξηθεί περαιτέρω όταν η ΕΚΤ αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια, ωστόσο εάν αυξηθούν ακόμα και κατά 1% ή 2%, η διαφορά επιτοκίου/ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ για την Ελλάδα θα παραμείνει ευνοϊκή. Ετσι, σε αυτό το στάδιο, δεν υπάρχει λόγος πανικού και οι περαιτέρω αυξήσεις του ελληνικού κόστους δανεισμού είναι ακόμα διαχειρίσιμες».

Σύμφωνα με τον Φάμπιο Μπαλμπόνι, οικονομολόγο της HSBC, η πρόσφατη άνοδος των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων δεν παρουσιάζει άμεσο κίνδυνο για τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας. «Χάρη σε ένα μεγάλο μερίδιο επίσημων δανείων και την πολύ προορατική διαχείριση του χρέους, το χρέος της Ελλάδας δεν είναι πολύ εκτεθειμένο στα αυξανόμενα επιτόκια και χρειάζονται πάνω από 20 χρόνια για να τροφοδοτηθούν υψηλότερες αποδόσεις μέσω του συνολικού αποθέματος χρέους», σημειώνει στην «Κ».

Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ξεπέρασε το 2,5%, σβήνοντας ουσιαστικά το όφελος του εκτάκτου προγράμματος PEPP.

Επιπλέον, όπως αναφέρει, η Ελλάδα σημείωσε από τις κορυφαίες επιδόσεις πέρυσι στην Ευρωζώνη όσον αφορά την ανάπτυξη, παρά το γεγονός ότι ο τουριστικός τομέας έχει περίπου τη μισή δυναμικότητα. «Αυτό υποδηλώνει ισχυρότερη υποκείμενη ανάπτυξη, οδηγούμενη από την ανάκαμψη των επενδύσεων, την ανανέωση της ανταγωνιστικότητας και τις συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα επιτρέψουν στη χώρα να διατηρήσει υψηλότερο χρέος χωρίς να ασκείται υπερβολική πίεση στην επίτευξη μη ρεαλιστικά υψηλού πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος».

Το δημόσιο χρέος

Επίσης σημαντικό, σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους ανήκει στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και σε άλλους θεσμούς της Ευρωζώνης, που συνεχίζουν να προσφέρουν επιτόκια πολύ χαμηλότερα σε σύγκριση με το ελληνικό κόστος δανεισμού από την αγορά. Το σταθμισμένο μέσο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους διαμορφώνεται στο 1,4% έως το 2025, ενώ οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης είναι χαμηλές και περίπου στο 10% του ΑΕΠ ετησίως την περίοδο αυτή. Γενικότερα, με βάση και τις υποθέσεις της ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους (DSA), η Ελλάδα «αντέχει» να δανείζεται ακόμα και με επιτόκιο 3%-3,5%, χωρίς να επιβαρύνει τους ετήσιους τόκους.

Η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη στείλει μήνυμα προσήλωσης στη δημοσιονομική σταθερότητα, με τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα να τονίζει πως για να συγκρατηθεί το κόστος δανεισμού πρέπει να διατηρηθεί η συνετή δημοσιονομική πολιτική. Σύμφωνα με τους οικονομολόγους, αυτό αποτελεί ένα αναγκαίο σήμα για τις αγορές ενόψει και των εκλογών.

Υπεύθυνη πολιτική

Οπως επισημαίνει και ο κ. Ντάρβας, η αντίδραση της αγοράς τις τελευταίες ημέρες υπογραμμίζει τη σημασία της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και απαιτεί υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική. Η Ελλάδα θα λάβει πολύ μεγάλα χρηματικά ποσά από το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε. και ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούνται αυτά τα χρήματα και οι οικονομικές τους επιπτώσεις θα επηρεάσουν επίσης τις απόψεις της αγοράς για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους.

«Η Ελλάδα και η υπόλοιπη περιφέρεια θα πρέπει να επικεντρωθούν σε πολιτικές που διασφαλίζουν τη μακροοικονομική σταθερότητα και βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα», όπως σημειώνει στην «Κ» ο επικεφαλής επενδύσεων συναλλάγματος στην Ευρώπη της BofA Merrill Lynch, Αθανάσιος Βαμβακίδης. «Χωρίς την υποστήριξη του QE της ΕΚΤ και με υψηλότερο κόστος δανεισμού από ό,τι στο πρόσφατο παρελθόν, δεν έχουν την πολυτέλεια να εφησυχάσουν. Οι αγορές θα διαφοροποιηθούν περισσότερο μεταξύ των διαφορετικών χωρών, με βάση τα θεμελιώδη τους στοιχεία και τις πολιτικές που ακολουθούν», τονίζει.

«Με τις εκλογές του επόμενου έτους η εμφάνιση κάποιου –αν και περιορισμένου– πολιτικού κινδύνου θα μπορούσε ενδεχομένως να επηρεάσει τις απόψεις των οίκων αξιολόγησης για την Ελλάδα και θα μπορούσε επίσης να προκαλέσει πιέσεις όσον αφορά τις πρόσθετες δημοσιονομικές δαπάνες», επισημαίνει ο κ. Μπαλμπόνι της HSBC. «Οι πρόσθετες δαπάνες θα μπορούσαν να καθυστερήσουν την επιστροφή σε ένα πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα το οποίο, παρά το σχετικά χαμηλό επιτοκιακό περιβάλλον, εξακολουθεί να είναι υψίστης σημασίας για τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας», όπως προσθέτει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT