To να εξελιχθείς από καταναλωτής ηλεκτρικής ενέργειας σε παραγωγός, ενώ οι τιμές του ρεύματος βρίσκονται σε πρωτόγνωρα υψηλά επίπεδα, μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά επικερδής κίνηση. Με την τιμή λιανικής του ηλεκτρικού ρεύματος να κυμαίνεται από 25 έως 30 λεπτά ανά κιλοβατώρα –αν γίνουν όλες οι πράξεις και συνυπολογιστεί η τιμή που εισπράττει η εταιρεία ηλεκτρικής ενέργειας, η λεγόμενη ρήτρα αναπροσαρμογής που μπήκε στο λεξιλόγιό μας εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης, οι μη ανταγωνιστικές χρεώσεις και ο ΦΠΑ–, η αυτοπαραγωγή ρεύματος, που προϋποθέτει μια επένδυση της τάξεως των 5.000-10.000 ευρώ, μπορεί να αποφέρει κέρδη στο νοικοκυριό ακόμη και για 18-20 συναπτά έτη. Την απόσταση από την κατανάλωση ως την παραγωγή, τη διανύει ένα νοικοκυριό εγκαθιστώντας ένα φωτοβολταϊκό σε στέγη, ταράτσα ή άλλο ιδιόκτητο χώρο. Ακολουθώντας τους κανόνες που προβλέπει το ισχύον θεσμικό πλαίσιο και πραγματοποιώντας μια επένδυση η οποία μπορεί να χρηματοδοτηθεί ακόμη και με τραπεζικό δανεισμό, το νοικοκυριό μπορεί να μειώσει το ετήσιο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας ακόμη και πάνω από 70-80%.
Το παράδειγμα είναι αποκαλυπτικό και αρκετά ρεαλιστικό. Με ένα κεφάλαιο της τάξεως των 5.000-6.000 ευρώ, το νοικοκυριό μπορεί να παραγάγει ακόμη και 4.500 κιλοβατώρες ηλεκτρικού ρεύματος σε ετήσια βάση. Σε τρέχουσες τιμές, αυτές οι κιλοβατώρες, αν αγοράζονταν από έναν προμηθευτή ενέργειας, θα κόστιζαν ακόμη και 1.800-1.900 ευρώ. Με την τοποθέτηση του φωτοβολταϊκού το κόστος θα μπορούσε να περιοριστεί ακόμη και στα 400-500 ευρώ και η επένδυση να αποσβεστεί σε 4-5 χρόνια. Επειδή όμως το φωτοβολταϊκό θα συνεχίσει να παράγει ρεύμα για τουλάχιστον 25 χρόνια, μπορούν τελικά να προκύψουν κέρδη ακόμη και άνω των 20.000 ευρώ.
Οι ενδιαφερόμενοι, μελετώντας το αν θα επενδύσουν ή όχι στην παραγωγή ρεύματος, θα πρέπει να εξοικειωθούν με μερικές βασικές έννοιες. Απορροφώμενη ενέργεια είναι αυτή που καταναλώνει το νοικοκυριό. Παραγόμενη είναι αυτή που παράγει το φωτοβολταϊκό και εγχεόμενη είναι αυτή που μεταφέρεται από το φωτοβολταϊκό στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας. Ο καταναλωτής, μετά την εγκατάσταση του συστήματος παραγωγής ρεύματος, πληρώνει για τη διαφορά της ενέργειας που καταναλώνει από την ενέργεια που δίνει στον πάροχο μέσω του φωτοβολταϊκού.
Έστω ότι η ετήσια κατανάλωση ενέργειας είναι 4.500 kWh και η εγχεόμενη (αυτή δηλαδή που πάει από το φωτοβολταϊκό στον πάροχο) είναι 4.000 KWh.
Ο καταναλωτής θα χρεωθεί για τις 500 KWh. Και θα πληρώσει περίπου 400-500 ευρώ για ολόκληρο τον χρόνο, ποσό που προκύπτει από δύο πηγές:
1. Το κόστος της ενέργειας για τη διαφορά των 500 Kwh.
2. Τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις για την ενέργεια που καταναλώνει και όχι για τη διαφορά της ενέργειας που καταναλώνεται από την ενέργεια που παράγει το φωτοβολταϊκό.
Πόσα θα πλήρωνε το νοικοκυριό για 4.500 κιλοβατώρες με τις σημερινές τιμές της ενέργειας, ακόμη και με την επιδότηση του ηλεκτρικού ρεύματος που προσφέρει το κράτος; Κοντά στα 1.900-2.000 ευρώ. Άρα, με τα σημερινά δεδομένα, το ετήσιο όφελος θα μπορούσε να ξεπεράσει και τα 1.400-1.500 ευρώ. Το απαιτούμενο ποσό της επένδυσης διαιρείται με το ετήσιο όφελος των 1.400-1.500 ευρώ και προκύπτει ο χρόνος που θα χρειαστεί για την απόσβεση.
ΠΟΤΕ ΣΥΜΦΕΡΕΙ ΚΑΘΕ ΛΥΣΗ
Με βάση τα σημερινά δεδομένα, υπάρχουν τρεις τρόποι να εκμεταλλευτεί κάποιος τη στέγη ή την ταράτσα του εγκαθιστώντας ένα φωτοβολταϊκό. Ο πρώτος τρόπος εξασφαλίζει τη δυνατότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και συμψηφισμού αυτής με την κατανάλωση που πραγματοποιείται από τον προμηθευτή ενέργειας. Ο δεύτερος τρόπος εξασφαλίζει εισόδημα, καθώς η τιμή που παράγεται από το φωτοβολταϊκό πωλείται σε προσυμφωνημένη τιμή ύστερα από την υπογραφή σύμβασης συγκεκριμένης διάρκειας. Υπάρχει και ο τρίτος τρόπος, που είναι η πλήρης αυτονόμηση του ακινήτου. Αυτό προϋποθέτει την εγκατάσταση ενός αυτόνομου φωτοβολταϊκού συστήματος αλλά και ενός συστήματος αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας (ουσιαστικά, μπαταρίες μεγάλης χωρητικότητας), που θα διασφαλίζουν ότι την ώρα της περιορισμένης ηλιοφάνειας οι ανάγκες θα καλύπτονται από το ρεύμα που έχει αποθηκευτεί. Πλήρης αυτονόμηση σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία σύνδεση με εταιρεία ηλεκτρικής ενέργειας, άρα καταναλώνεται μόνο η ενέργεια που παράγεται. Και το ερώτημα που ανακύπτει είναι εύλογο: πότε συμφέρει η πρώτη λύση, πότε η δεύτερη και πότε η τρίτη;
1. Ο συμψηφισμός της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας με αυτήν που καταναλώνεται (είναι το λεγόμενο net-metering) είναι η λύση που ενδείκνυται για την κύρια κατοικία. Σε γενικές γραμμές, η λογική είναι η εξής: Αν το νοικοκυριό καταναλώνει 10.000 κιλοβατώρες τον χρόνο και το φωτοβολταϊκό παράγει 9.000 κιλοβατώρες ετησίως, τότε ο καταναλωτής πληρώνει το αντίτιμο για τις 1.000 κιλοβατώρες. Σε περιόδους εξαιρετικά υψηλών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας όπως αυτή που διανύουμε (κατά την οποία μία κιλοβατώρα φτάνει να κοστίζει ακόμη και 30 λεπτά του ευρώ, αν συμπεριληφθούν όλες οι χρεώσεις και οι φόροι), αυτή φαντάζει ως η βέλτιστη λύση για την κύρια κατοικία, καθώς η εξοικονόμηση χρημάτων μπορεί να φτάσει σε αρκετές εκατοντάδες ευρώ ετησίως. Άρα, για στέγες ή ταράτσες ακινήτων όπου το νοικοκυριό καταναλώνει τον μεγαλύτερο όγκο ηλεκτρικής ενέργειας σε ετήσια βάση (ουσιαστικά δηλαδή στην κύρια κατοικία) η λύση του συμψηφισμού μπορεί να αποδειχθεί η πιο συμφέρουσα.
2. Ο δρόμος για την πώληση της ηλεκτρικής ενέργειας στον ΔΕΔΔΗΕ άνοιξε και πάλι πριν από μερικές εβδομάδες, ύστερα από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του Υπουργείου Περιβάλλοντος. Η απόφαση προβλέπει ότι το νοικοκυριό μπορεί να εγκαταστήσει ένα φωτοβολταϊκό στη στέγη του και να πουλά την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται σε προσυμφωνημένη τιμή, η οποία διαμορφώνεται λίγο κάτω από τα 9 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα. Στη δεδομένη χρονική στιγμή που η τιμή του ρεύματος έχει εκτοξευτεί, είναι προφανές ότι δεν συμφέρει να πουλάς το ρεύμα πιο φθηνά από ό,τι το αγοράζεις. Υπάρχει όμως και η εξής παράμετρος: Η στέγη ή η ταράτσα ενός εξοχικού που δεν χρησιμοποιείται παρά μερικά Σαββατοκύριακα τον χρόνο αλλά και μερικές εβδομάδες του καλοκαιριού, ουσιαστικά μένει αναξιοποίητη. Και εκεί η λύση του συμψηφισμού (δηλαδή του net metering) δεν έχει ουσιαστικό νόημα, καθώς η κατανάλωση ενέργειας είναι πολύ μικρή και «συγκεντρωμένη» σε λίγα 24ωρα του έτους. Άρα, προκειμένου να γίνει μια επένδυση που δεν θα αποδίδει αλλά και προκειμένου να παραμένει η στέγη ή η ταράτσα ανεκμετάλλευτη, είναι προτιμότερο να συναφθεί μια σύμβαση πώλησης του ρεύματος στον ΔΕΔΔΗΕ. Πρακτικά, μπορεί να προκύψει ένα εισόδημα της τάξεως των 100 ευρώ τον μήνα, το οποίο μάλιστα θα είναι εντελώς αφορολόγητο. Ως εκ τούτου, η επένδυση μπορεί να αποσβεστεί σε μια περίοδο της τάξεως των 7-8 ετών. Σημειωτέον ότι αυτές οι συμβάσεις συνάπτονται για 20-25 χρόνια, οπότε μέχρι τη λήξη της σύμβασης προκύπτει ένα σημαντικό καθαρό εισόδημα.
3. Ο τρίτος δρόμος, αυτός της πλήρους «απεξάρτησης» από τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας, ενδείκνυται μόνο για όσους δεν πληρούν τις προϋποθέσεις, ώστε να αποκτήσουν σύνδεση με το δίκτυο ηλεκτροδότησης. Ο μηχανισμός αποθήκευσης της ηλεκτρικής ενέργειας παραμένει ακριβός και ανεβάζει αρκετά το επενδυτικό κόστος, κάτι που σημαίνει ότι αυξάνεται και η περίοδος απόσβεσης. Μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα, το Υπουργείο Περιβάλλοντος είναι πιθανό να θεσπίσει κίνητρα και για την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο, με τα μέχρι τώρα δεδομένα, η πλήρης ανεξαρτητοποίηση από το δίκτυο ηλεκτροδότησης θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με μεγάλο σκεπτικισμό, καθώς η εγκατάσταση πρέπει να λειτουργεί πολύ σωστά, για να μην υπάρχει ο κίνδυνος να μείνει το νοικοκυριό χωρίς ενέργεια.