Χειρότερες ακόμη και από πέρυσι, που τα φυσικά καταστήματα ήταν ανοιχτά μόνο για 15 ημέρες τον Ιανουάριο, αποδείχθηκαν οι φετινές χειμερινές εκπτώσεις για 4 στις 10 μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις, ενώ για τη συντριπτική πλειονότητα αυτών, το 90%, ο τζίρος που συγκεντρώθηκε ήταν χαμηλότερος από αυτόν του 2019. Η διασπορά του κορωνοϊού λόγω της μετάλλαξης «Ομικρον», οι πληθωριστικές πιέσεις που απέτρεψαν τα νοικοκυριά από το να προβούν σε πολλές αγορές πέραν των απολύτως απαραίτητων, αλλά και η κακοκαιρία που κράτησε κλειστά τα καταστήματα στην Αττική για περίπου μία εβδομάδα μέσα στον Ιανουάριο αποτελούν τους βασικούς λόγους της μειωμένης ζήτησης. Αν και τα ευρήματα αυτά προκύπτουν από έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις, η πτώση του τζίρου, σύμφωνα με έμπειρα στελέχη της αγοράς, διαπιστώνεται στις φετινές χειμερινές εκπτώσεις και στις αλυσίδες λιανικής. Οι χειμερινές εκπτώσεις ολοκληρώνονται τυπικά τη Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου, όμως πολλές επιχειρήσεις αναμένεται να συνεχίσουν τις προσφορές.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την έρευνα που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ), για το 32% των επιχειρήσεων οι πωλήσεις κατά τη φετινή χειμερινή εκπτωτική περίοδο κινήθηκαν σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με πέρυσι, για το 29% στα ίδια επίπεδα, ενώ για το 39% των επιχειρήσεων οι πωλήσεις κινήθηκαν σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με το 2021. Χαμηλότερες επιδόσεις καταγράφονται στον κλάδο του οικιακού εξοπλισμού (το 52% των επιχειρήσεων κινήθηκε πτωτικά σε σύγκριση με πέρυσι). Αντίθετα, καλύτερη εικόνα παρουσιάζει ο κλάδος αθλητικού εξοπλισμού και ειδών ψυχαγωγίας (βιβλία/παιχνίδια κ.ά.), όπου το 48% των επιχειρήσεων παρουσίασε άνοδο των πωλήσεων σε σύγκριση με το πέρυσι, ενώ στον κλάδο της ένδυσης-υπόδησης δεν παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις από τη γενική εικόνα.
Για το 39% των επιχειρήσεων οι πωλήσεις μειώθηκαν σε σχέση με το 2021.
Σε δυσμενέστερη θέση βρέθηκαν οι μικρότερες επιχειρήσεις, με το 40% να δηλώνει χαμηλότερο τζίρο σε σύγκριση με πέρυσι, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις ήταν 37%. Η δύναμη των ηλεκτρονικών πωλήσεων επιβεβαιώνεται και σε αυτή την έρευνα, παρά μάλιστα το γεγονός ότι φέτος λειτουργούσαν τα φυσικά καταστήματα. Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις που είχαν δυνατότητα πωλήσεων και εκτός φυσικού καταστήματος (μέσω e-shop, κοινωνικών δικτύων ή ακόμη και τηλεφωνικών παραγγελιών) εμφάνισαν ελαφρώς καλύτερες επιδόσεις (34%) σε σχέση με εκείνες που δεν είχαν (30%). Αξίζει να σημειωθεί ότι από αυτές, το 28% απέκτησε τη δυνατότητα πωλήσεων εκτός φυσικού καταστήματος κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Σημαντική ήταν η επίπτωση της αύξησης του ενεργειακού κόστους στις επιδόσεις που καταγράφηκαν στις εκπτώσεις. Οχι μόνο διότι ήταν πιο διστακτικοί οι καταναλωτές στις αγορές τους, αλλά γιατί αυξάνονται το κόστος λειτουργίας των καταστημάτων και οι τιμές χονδρικής στις οποίες αγόρασαν τα εμπορεύματά τους. Το 73% αγοράζει ήδη σε υψηλότερες τιμές τα προϊόντα που πουλάει στη συνέχεια στη λιανική. Οσοι δήλωσαν ότι αγοράζουν πλέον ακριβότερα τα εμπορεύματα απάντησαν ότι οι τιμές είναι αυξημένες έως 30%.