Παρά τις αλλεπάλληλες προειδοποιήσεις των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch Ratigns και S&P περί επικείμενης χρεοκοπίας της Ρωσίας, η Μόσχα κατέβαλε τελικά σε δολάρια τα 117 εκατ. που όφειλε ως τόκους στους πιστωτές της για ομόλογα αξίας 38,5 δισ. δολαρίων που έχει εκδώσει σε δολάρια. Τουλάχιστον προς το παρόν, έχει αποφύγει την τεχνική και «τεχνητή» στάση πληρωμών, που σύμφωνα με τον Ρώσο υπουργό Οικονομικών, Αντον Σιλουάνοφ, ήταν το ζητούμενο για τη Δύση. Το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών έχει, πάντως, υπογραμμίσει ότι δεν προτίθεται να εμποδίσει τη Ρωσία να αποπληρώσει το χρέος της.
Σύμφωνα με πηγές που μίλησαν στο Bloomberg διατηρώντας την ανωνυμία τους, η JPMorgan Chase & Co. προώθησε στη Citigroup τα κεφάλαια που προορίζονταν για την καταβολή των τόκων και τα οποία είχε στην κατοχή της η ρωσική κυβέρνηση. Η αμερικανική επενδυτική είναι η εντεταλμένη τράπεζα που χρησιμοποιεί η Ρωσία για να αποστέλλει τις πληρωμές της στη Citigroup, που πληρώνει έτσι για λογαριασμό της ρωσικής κυβέρνησης τους τόκους του ρωσικού χρέους. Σύμφωνα, μάλιστα, με το Bloomberg, πηγές του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών ανέφεραν πως ορισμένοι πιστωτές της Ρωσίας, ιδιώτες αλλά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, έχουν ήδη λάβει ειδοποίηση για την πληρωμή τους. Ορισμένοι ιδιώτες επενδυτές δήλωσαν, ωστόσο, στο ίδιο ειδησεογραφικό πρακτορείο ότι δεν είχαν χθες ακόμη καμία ειδοποίηση για την πληρωμή τους.
Οι αγορές εξακολουθούν, άλλωστε, να παρακολουθούν σε ποιο βαθμό μπορεί η Ρωσία να εξυπηρετήσει το χρέος της και να καταβάλει τόκους σε δολάρια, δεδομένου ότι έχουν «παγώσει» τα 300 δισ. δολάρια από το σύνολο των 640 δισ. δολαρίων στα οποία ανέρχονται τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα. Η Μόσχα πρέπει, εξάλλου, να καταβάλει τόκους ύψους 615 εκατ. δολαρίων στις 25 Μαρτίου. Τις τελευταίες ημέρες είχε απειλήσει, διά στόματος του υπουργού Οικονομικών, Αντον Σιλουάνοφ, να καταβάλει τους τόκους σε ρούβλια ή ακόμη και σε γουάν αν δεν καταστεί δυνατό να πληρώσει σε δολάρια. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με χρεοκοπία, καθώς ορισμένα συμβόλαια του ρωσικού χρέους σε ξένο νόμισμα επιτρέπουν τέτοια εναλλακτική, αλλά όχι τα συγκεκριμένα των οποίων οι τόκοι έπρεπε να πληρωθούν την Τετάρτη. Το Κρεμλίνο έχει, πάντως, επανειλημμένως τονίσει πως είναι σε θέση να εξυπηρετήσει το χρέος της Ρωσίας παρά τον καταιγισμό από άνευ προηγουμένου κυρώσεις που έχει επιβάλει η Δύση στη ρωσική οικονομία.
Αν σε κάποια από τις επόμενες πληρωμές η Μόσχα προχωρήσει σε στάση πληρωμών, θα πρόκειται για την πρώτη πτώχευσή της μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, όταν οι μπολσεβίκοι αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το χρέος του τσάρου. Στην περίπτωση αυτή ενδέχεται οι επιπτώσεις και οι παρενέργειες στις αγορές και στις οικονομίες ανά τον κόσμο να είναι μεγαλύτερες από όσο είχε έως τώρα εκτιμηθεί. Και αυτό γιατί τα συναλλαγματικά διαθέσιμα που έχει συγκεντρώσει η Ρωσία από τις εξαγωγές των υδρογονανθράκων της έκαναν τους επενδυτές να την αντιμετωπίζουν έως τώρα σαν μάλλον ασφαλή επένδυση.
Το ενδεχόμενο αυτό φαίνεται να προβληματίζει οικονομολόγους και παράγοντες της αγοράς, οι οποίοι εκφράζουν φόβους για το ενδεχόμενο «κρυφής έκθεσης» τραπεζών και οικονομιών στο ρωσικό χρέος. Ανάμεσά τους η Κάρμεν Ράινχαρτ, κορυφαία οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, που προειδοποιεί πως η διαφόρων ειδών έκθεση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων «θα αρχίσει τώρα να αναδύεται και μαζί της και τα προβλήματα». Η κ. Ράινχαρτ υπενθυμίζει πως το 1998, όταν η Μόσχα κήρυξε στάση πληρωμών στο εγχώριο χρέος της και «πάγωσε» τις πληρωμές στους ξένους επενδυτές, προκάλεσε τριγμούς στην παγκόσμια οικονομία. Ανάμεσα στους ισχυρότερους κραδασμούς ήταν τότε η κατάρρευση και στη συνέχεια η διάσωση του Long Term Capital Management (LTCM), ενός σημαντικού hedge fund, που είχε μεγάλη έκθεση στο ρωσικό χρέος. Μιλώντας σχετικά με τη διαφαινόμενη πτώχευση της Ρωσίας, η κ. Ράινχαρτ τόνισε: «Θυμάστε το LTCM; Δεν είχε καταγραφεί από τα ραντάρ κανενός πριν από την πτώχευση της Ρωσίας τον Αύγουστο του 1998».