Πληθωρισμός και πολιτικές κρίσεις

Η άνοδος των τιμών σε μια οικονομία, ο πληθωρισμός, είναι ένα δυσάρεστο οικονομικό φαινόμενο που προκαλεί αλλαγές στην οικονομική συμπεριφορά των ατόμων, που με τη σειρά τους φέρνουν κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις

5' 14" χρόνος ανάγνωσης

Η άνοδος των τιμών σε μια οικονομία, ο πληθωρισμός, είναι ένα δυσάρεστο οικονομικό φαινόμενο που προκαλεί αλλαγές στην οικονομική συμπεριφορά των ατόμων, που με τη σειρά τους φέρνουν κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις. Η πλειονότητα των πολιτών, που ζει υπό καθεστώς εισοδηματικού περιορισμού, εισπράττοντας μισθό ή σύνταξη, διαπιστώνει αδυναμία αγοράς του ίδιου καλαθιού αγαθών, με αποτέλεσμα την πτώση του βιοτικού επιπέδου και την αναζήτηση ευθυνών για την έκρυθμη οικονομική κατάσταση. Διαδηλώσεις και απεργίες ασκούν πίεση στο πολιτικό σύστημα, που με τη σειρά του επιδιώκει να αποδείξει έλεγχο της κατάστασης και γνώση του τρόπου τιθάσευσης του πληθωρισμού. Στο μέτρο που αυτό δεν τελεσφορήσει, η κυβέρνηση ηττάται συνήθως στις επόμενες εκλογές.

Οσο η άνοδος τιμών περιορίζεται σε μονοψήφιο αριθμό λίγο πάνω από το μηδέν, η κατάσταση της αγοράς είναι ικανοποιητική. Οι συναλλασσόμενοι στηρίζονται στην (περίπου) σταθερή αξία του χρήματος για να σχεδιάσουν τις κινήσεις τους στην αγορά και οι αποταμιεύσεις διατηρούν την αγοραστική τους δύναμη. Αυτή χάνεται όσο ο πληθωρισμός προσεγγίζει διψήφιο νούμερο. Η οικονομική πολιτική επιβάλλεται να ενεργοποιηθεί για να μη χαθεί ο έλεγχος με τρόπους που θα αναφέρουμε παρακάτω. Αν η κρατική παρέμβαση αποτύχει μπορεί να γίνει ο πληθωρισμός τριψήφιος και η οικονομία να πέσει στη δίνη του υπερπληθωρισμού. Η καταστροφή του νομίσματος που επισυμβαίνει προκαλεί στερήσεις και ανέχεια και μοιραία κάνει κάποια στιγμή μια νομισματική μεταρρύθμιση αναγκαία.

Ανοδοι τιμών αναφέρονται σποραδικά στην οικονομική ιστορία από τον καιρό της αρχαιότητας έως και τον 19ο αιώνα, αν και στις παλαιότερες εποχές η χρήση χαρτονομίσματος ήταν περιορισμένη. Το χρήμα ήταν μεταλλικό και το πολύτιμο μέταλλο αντικατόπτριζε την αξία της ανταλλαγής σε πραγματικούς υλικούς όρους. Ο πληθωρισμός έγινε ενδημικό φαινόμενο κυρίως τον 20ό αιώνα, όταν οι συναλλαγές γίνονταν με τραπεζογραμμάτια που κατά καιρούς ήταν επίσημα ανταλλάξιμα σε χρυσό, συνάλλαγμα ή, από το 1946 έως το 1971, σε δολάρια. Σήμερα είναι η σταθερότητα του νομίσματος και η καταπολέμηση της ανεργίας τα δύο θέματα που (πρέπει να) απασχολούν (σε καθημερινή βάση) την οικονομική πολιτική.

Ο πληθωρισμός ταυτιζόταν παλαιότερα με πολέμους και εμφύλιες συγκρούσεις. Η γαλλική επανάσταση και ο αμερικανικός εμφύλιος ήταν περίοδοι υπερπληθωρισμού, όπου προτεραιότητες της σύρραξης οδηγούσαν ασταθείς κυβερνήσεις στην παραμέληση ενασχόλησης με το πρόβλημα των τιμών. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο Αυστρία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρωσία και Γερμανία έζησαν υπερπληθωρισμό, που πρόσθεσε βάρη σε εκείνα των απωλειών του πολέμου.

Στην οικονομική θεωρία κωδικοποιήθηκαν συγκεκριμένες αρχές κρατικής παρέμβασης. Οι δημόσιες δαπάνες έπρεπε, σύμφωνα με την τότε ορθοδοξία, να είναι καλυμμένες από την τρέχουσα φορολογία και ο πειρασμός χρήσης του εθνικού τυπογραφείου για την έκδοση χαρτονομίσματος για κρατική χρήση έπρεπε να αποφεύγεται. Ο Κέινς πρότεινε το 1936 έναν εναλλακτικό τρόπο ανάλυσης της ισορροπίας της οικονομίας, που έδινε οδηγίες κρατικής δράσης σε αντιστοιχία με τη συγκεκριμένη κατάσταση της οικονομίας, έτσι ώστε να αποφεύγονται και η ανεργία και ο πληθωρισμός. Οι ιδέες του έγιναν αντικείμενο επεξεργασίας και χρήσης από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις σε διάφορο βαθμό και παραλλαγές.

Μεταπολεμικά ο πληθωρισμός καταλάγιασε έως το 1971. Η θεωρία διέκρινε πληθωρισμό ζήτησης από υπερβολική δαπάνη οφειλόμενη στην αύξηση της ποσότητας του χρήματος και σε πληθωρισμό κόστους λόγω ανερχόμενων τιμών των προϊόντων από μεγάλες, μονοπωλιακής ισχύος, επιχειρήσεις. Η απότομη άνοδος της τιμής του πετρελαίου τη δεκαετία του 1970 προκάλεσε στασιμοπληθωρισμό, κλονισμό της παραγωγικής δομής παγκοσμίως και πολιτικές κρίσεις σε όλες τις ηπείρους του κόσμου. Σαν αποτέλεσμα της πολιτικής αναστάτωσης επιβλήθηκαν στρατιωτικές δικτατορίες σε Λατινική Αμερική, Ασία και αλλού.

Η τιθάσευση της ανόδου των τιμών αναδείχθηκε σε υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα. Κρατικά ελλείμματα στον προϋπολογισμό, αύξηση δημόσιου χρέους, αυξημένη προσφορά χρήματος στην οικονομία, καθώς και έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών και «λανθασμένη» συναλλαγματική ισοτιμία ανακηρύχθηκαν υπαίτιοι του πληθωρισμού. Πιθανά ελλείμματα σηματοδοτούσαν μελλοντικό πληθωρισμό και οι εμπειρίες παρελθόντων επεισοδίων ανόδου των τιμών επιβεβαίωναν την ορθότητα αυτής της «ανάγνωσης».

Η απότομη άνοδος της τιμής του πετρε-λαίου τη δεκαετία το 1970 προκάλεσε στασιμοπληθωρισμό και πολιτικές κρίσεις σε όλες τις ηπείρους του κόσμου.

Στις επόμενες δεκαετίες και με βάση πολιτικές στηριζόμενες στις παραπάνω απόψεις ο πληθωρισμός τιθασεύτηκε στις χώρες της Δύσης και η Ευρωπαϊκή Ενωση ενσωμάτωσε στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης ψήγματα αυτής της πρακτικής. Η νομισματική σταθερότητα αποτελεί, σύμφωνα με αυτό, την αναγκαία και κοινή συνθήκη μιας τέλεια λειτουργούσας αγοράς, καθώς και πετυχημένης ιδιωτικής δραστηριότητας στο εσωτερικό μιας χώρας και στο διεθνές της εμπόριο.

Η κανονικότητα αυτή διαταράχθηκε από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την κρίση της Ευρωζώνης τη δεκαετία του 2010. Η πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης, που πήρε τη σκυτάλη από τον εφαρμοζόμενο κανόνα του Τέιλορ στη νομισματική πολιτική, σταθεροποίησε τραπεζικά συστήματα και επενδυτικές τράπεζες και απέτρεψε γενικευμένες πολιτικές κρίσεις. Ομως οι πολιτικές λιτότητας στην πραγματική οικονομία έριξαν μεν τις τιμές, αλλά αποπροσανατόλισαν την υφιστάμενη παραγωγική δομή και αύξησαν την ανεργία. Η πανδημία επεξέτεινε αυτή την άσκηση «ασυνήθους νομισματικής πολιτικής» χαμηλών επιτοκίων, που περίπου επί μια δεκαετία δεν προκάλεσε πληθωρισμό, προς έκπληξη των υποστηρικτών της άκαμπτης εφαρμογής κανόνων στη νομισματική πολιτική.

Τελευταία όμως το κλίμα αναστρέφεται. Πρώτα ήταν η πανδημία και το lockdown που διατάραξε την τροφοδοτική αλυσίδα αγαθών και υπηρεσιών λόγω σοκ και από την πλευρά της ζήτησης και από εκείνη της προσφοράς. Η πρόσφατη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι κυρώσεις της Δύσης στην επιτιθέμενη θα οδηγήσουν μοιραία σε ελλείψεις, διαταραχή των οδών του εμπορίου και πολυποίκιλες κοινωνικές αναταράξεις από χώρα σε χώρα. Οσο διαρκεί ένας πόλεμος, έστω και μεταξύ μόνο δυο κρατών, και όσο εύθραυστη αποδειχθεί η όποια ειρήνη, κινδυνεύει το σημερινό παγκοσμιοποιημένο σύστημα να παλινδρομήσει σε παλιά, εθνικά προσδιορισμένα, πρότυπα.

Η Ελλάδα έζησε στον 20ό αιώνα δύο υπερπληθωρισμούς, έναν «ήπιο» το 1922-23 με το αναγκαστικό δάνειο του Πρωτοπαπαδάκη και έναν «καταστροφικό» στην Κατοχή, ειδικά μεταξύ 1943-44, που εκμηδένισε το νόμισμα. Πληθωρισμός και υποτίμηση του νομίσματος κυριάρχησαν έως το 1953 λόγω του εμφυλίου και της πολιτικής αναταραχής της περιόδου. Οι πληθωριστικές πιέσεις καταλάγιασαν και επανεμφανίστηκαν είκοσι χρόνια αργότερα στη δεκαετία του στασιμοπληθωρισμού. Τη δεκαετία του 1980 ο διψήφιος πληθωρισμός διασκεδαζόταν από την τριμηνιαία χορήγηση Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής σε μισθούς και συντάξεις. Αργότερα έγινε η πολιτική της «σκληρής δραχμής» όχημα σταδιακής σταθεροποίησης των τιμών στη χώρα και καθοδήγησης του νομίσματος στη ζώνη του ευρώ.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα και ανεξάρτητα από άλλα οικονομικά προβλήματα, το επίπεδο τιμών στη χώρα ήταν περίπου σταθερό. Η παρατηρούμενη πρόσφατη άνοδος των τιμών επιβάλλεται να αντιμετωπιστεί άμεσα και με μακροχρόνιο προγραμματισμό δράσης από την ελληνική οικονομική πολιτική και προς όλες τις πλευρές, κυρίως όμως εκείνη της προσφοράς.

* Ο κ. Μιχάλης Ψαλιδόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής ΤΟΕ/ΕΚΠΑ, σύμβουλος στο Ινστιτούτο Ελληνικής Ανάπτυξης και Ευημερίας, Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT