Η ατμόσφαιρα και οι ωκεανοί δεν εξαρτώνται από βίζες για τη διάσχιση των συνόρων, ενώ ο αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής και της υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος διαχέεται παντού. Κι όμως, οι στρατηγικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής παραμένουν πρωτίστως εθνικές, ακόμα και στο πλαίσιο διεθνών συνδιασκέψεων. Η κλιματική υπευθυνότητα διαφόρων χωρών συγκροτεί το θεμέλιο των διαπραγματεύσεων και των εθνικών δεσμεύσεων για τον έλεγχο των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, όπως έγινε κυρίως ορατό στην τελευταία τέτοια συνδιάσκεψη του ΟΗΕ στη Σκωτία τον Νοέμβριο. Η προκαθορισμένη μέθοδος υπολογισμού της κλιματικής υπευθυνότητας βασίζεται στις εκπομπές ισοδυνάμου του διοξειδίου του άνθρακα (CO2), προερχόμενες από την παραγωγική δραστηριότητα εντός εθνικών ορίων, αλλά αγνοεί δύο σοβαρές πτυχές. Πρώτον, το ιστορικό «χρέος» σε διοξείδιο και τη δυνατότητα των πλουσίων χωρών ειδικά για «εξαγωγή» ρύπων. Σήμερα οι προηγμένες χώρες ευθύνονται για το περίπου 80% όλων των ανθρωπογενών εκπομπών από το 1850 έως το 2011.
Οι επιπτώσεις του κλίματος, τις οποίες όλος ο κόσμος αντιμετωπίζει, συνιστούν το αποτέλεσμα της υπερεκμετάλλευσης και της κατάχρησης των πόρων του πλανήτη από μία ευάριθμη ομάδα πλουσίων χωρών, οι οποίες μόνες τους αντιστοιχούν μόλις στο 14% του σημερινού παγκόσμιου πληθυσμού. Πέραν τούτου, το ήμισυ και πλέον αυτών των ιστορικών εκπομπών σημειώθηκαν την τελευταία 30ετία, αν και η κλιματική αλλαγή καθίστατο ολοένα και οφθαλμοφανέστερη και αποδεκτή, ενώ τεχνολογίες για τον μετριασμό της αναπτύσσονταν σημαντικά. Σαφώς και οι πλούσιες χώρες θα μπορούσαν να κάνουν περισσότερα για να αποφευχθεί η σημερινή κρίση, ενόσω, μάλιστα, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής βαρύνουν δυσανάλογα τις φτωχές χώρες και εκείνες των μεσαίων εισοδημάτων. Οι περί μηδενικών ρύπων δεσμεύσεις από κάποιες προηγμένες οικονομίες δεν αναφέρουν ευκρινώς αυτόν τον σοβαρό και δυσμενή αντίκτυπο της προηγούμενης αναπτυξιακής τους πορείας. Εάν το κλιματικό χρέος που έχουν προκαλέσει συνεκτιμάτο, τότε θα έπρεπε να αναδιαρθρώσουν σημαντικά τις προτάσεις τους. Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι, βάσει υπολογισμών, η δίκαιη συνεισφορά των ΗΠΑ στις προσπάθειες άμβλυνσης των συνεπειών θα απαιτούσε περιστολή ρύπων στο σχεδόν 50% των επιπέδων του 2005.
Ωστόσο, οι εν λόγω οικονομίες αρνούνται να συζητήσουν την ιστορική τους ευθύνη και το κλιματικό χρέος, θίγοντας μόνον τις νυν και τις μελλοντικές τους εκπομπές, ενώ οι ίδιες δεσμεύσεις προϋποθέτουν πως τα επόμενα 30 χρόνια και πάλι θα απομυζούν το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου προϋπολογισμού για το κλίμα. Με όρους παραγωγής CO2, Κίνα, ΗΠΑ και Ινδία αποτελούν τους μεγαλύτερους ρυπαντές με το 50% και πλέον παγκοσμίως, ενώ με όρους κατά κεφαλήν οι αναπτυγμένες οικονομίες προπορεύονται κατά πολύ. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το παγκόσμιο εμπόριο, μια και τα κράτη, αποκτώντας προϊόντα και υπηρεσίες υψηλών ρύπων από τρίτους, μπορούν να «εξάγουν» τις εκπομπές ρύπων τους. Η Παγκόσμια Εκθεση Ανισοτήτων καταγράφει ότι οι ανισότητες στις εκπομπές ρύπων εντοπίζονται πρωτίστως μεταξύ χωρών και ισοδυναμούν με τα σχεδόν 2/3 των ανισοτήτων στους ρύπους, δηλαδή έχουν σχεδόν διπλασιαστεί ως μερίδιο από το 1/3 του 1990. Υπάρχουν σε διεθνές πλαίσιο μεγάλοι ρυπαντές ανάμεσα σε χώρες χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων και ρυπαντές συγκρατημένοι σε πλούσιες χώρες. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως προκαλεί έκπληξη ότι το 50% του πληθυσμού με τις χαμηλότερες εκπομπές στις πλούσιες χώρες δημιουργεί σχετικά περιορισμένους ρύπους, ήτοι 5 τόνους ετησίως κατ’ άτομο στην Ευρώπη, 10 στην Αμερική και 3 τόνους στην Ασία, όταν το πλουσιότερο 10% του πλανήτη ευθύνεται για το περίπου 50% του συνόλου των ρύπων του διοξειδίου του άνθρακα.
* H κ. Τζαγιάτι Γκος είναι καθηγήτρια Οικονομικών στο Πανεπιστήμιοτης Μασαχουσέτης στο Αμχερστ. Το άρθρο δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα https://www.ips-journal.eu του Ινστιτούτου Φρίντριχ Εμπερτ, συνιστά δε κοινή δημοσίευση με την ιστοσελίδα https://socialeurope.eu.