Το υψηλό μη μισθολογικό κόστος που ισχύει στη χώρα μας «ψαλιδίζει» τη σημαντική αύξηση κατά 7,5% του κατώτατου μισθού, που ανακοίνωσε η κυβέρνηση και θα ισχύσει από την 1η Μαΐου. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ η Ελλάδα ανεβαίνει από την 11η στην 9η θέση ανάμεσα σε 21 χώρες της Ε.Ε. που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό, περνώντας πάνω από την Πορτογαλία και τη Μάλτα, εάν η σύγκριση γίνει σε καθαρά ποσά, αυτά δηλαδή που φθάνουν στην τσέπη του εργαζομένου, μετά τις ασφαλιστικές εισφορές και τους φόρους, βρίσκεται και πάλι από κάτω. Τη δραστική μείωση των εισφορών, παράλληλα με τη λήψη μέτρων περαιτέρω στήριξης των επιχειρήσεων, ζητούν άλλωστε στο σύνολό τους οι εργοδοτικοί φορείς, που χαρακτηρίζουν θετική την απόφαση για αύξηση 7,5% στον κατώτατο μισθό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο νέος κατώτατος μισθός εάν υπολογιστεί σε 12μηνη βάση, με ενσωματωμένα τα δώρα και τα επιδόματα άδειας ώστε να είναι συγκρίσιμος με τους μισθούς στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. (που εφαρμόζουν κατώτατους μισθούς) ανέρχεται σε 831,8 ευρώ, υψηλότερος από τους κατώτατους μισθούς σε Πορτογαλία (822,5 ευρώ) και Μάλτα (792,26 ευρώ). Ωστόσο, εφόσον η σύγκριση γίνει με βάση τον ονομαστικό μισθό, το καθαρό δηλαδή ποσό που καταλήγει κάθε μήνα στο χέρι του εργαζομένου, τότε η χώρα μας πέφτει ξανά, κάτω από τις συγκεκριμένες χώρες. Το ποσό στη χώρα μας περιορίζεται σε 660 ευρώ καθαρά (613 ευρώ εάν δεν ενσωματωθούν τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα άδειας), με την Ελλάδα να υποχωρεί και πάλι, κάτω από την Πορτογαλία (805 ευρώ) αλλά και τη Μάλτα (687 ευρώ), παρά τη σημαντική επιβάρυνση των επιχειρήσεων. Ο καθαρός κατώτατος μισθός στη Γαλλία και στη Γερμανία είναι στα επίπεδα των 1.300 ευρώ τον μήνα, παρότι ο μεικτός είναι υψηλότερος στη Γερμανία, με την Ιρλανδία να κατατάσσεται στην πρώτη θέση, 1.574 ευρώ. Η Σλοβενία έχει καθαρό κατώτατο μισθό 762 ευρώ και η Ισπανία 1.000 ευρώ. Την άμεση και σοβαρή επιβάρυνση στο μισθολογικό κόστος των εμπορικών επιχειρήσεων επισημαίνει ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Γιώργος Καρανίκας, υπογραμμίζοντας βέβαια ότι το ελληνικό εμπόριο είναι έτοιμο για ακόμη μία φορά να στηρίξει το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός από την 1η Μαΐου.
Ο νέος κατώτατος, μαζί με τα δώρα και το επίδομα αδείας, φτάνει τα 831,8 ευρώ μεικτά – Το καθαρό ποσό περιορίζεται στα 660 ευρώ.
Ο κ. Καρανίκας τονίζει ότι μέσω της αύξησης στον κατώτατο μισθό δημιουργείται έστω η προσδοκία ότι θα διατηρηθεί η αγοραστική δύναμη των πιο ευάλωτων καταναλωτών με θετικές επιπτώσεις στον τζίρο των επιχειρήσεων, ζητεί όμως να ληφθούν αποφάσεις για ακόμη μεγαλύτερη μείωση του μη μισθολογικού κόστους με στόχο τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, καθώς και τη μείωση του κόστους λειτουργίας των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων. Η αύξηση θα ανακουφίσει τα νοικοκυριά και θα ενισχύσει την αγοραστική δύναμη εκτίμησε και ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γ. Καββαθάς, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι διανύουμε μια δύσκολη για τις επιχειρήσεις περίοδο και ζητώντας από την κυβέρνηση να προχωρήσει σε μέτρα στήριξης για τη μείωση του ενεργειακού κόστους και του ΦΠΑ, για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, αλλά και την περαιτέρω μείωση των εργοδοτικών εισφορών, ώστε η αγορά να μπορέσει να αντεπεξέλθει και τελικά η αύξηση του κατώτατου μισθού να ωφελήσει τόσο τα νοικοκυριά όσο και τις επιχειρήσεις. Σε διαφορετική περίπτωση, σημειώνει ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, είναι ορατός ο κίνδυνος εκτίναξης της αδήλωτης εργασίας ή και μετακύλισης του κόστους στον καταναλωτή ως ύστατων πράξεων επιβίωσης των επιχειρήσεων. Οπως μάλιστα επισημαίνει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά, Βασίλης Κορκίδης, η νέα αύξηση 7,5% του κατώτατου μισθού μεσοσταθμικά επιβαρύνει κατά 3,3% τις 342.000 επιχειρήσεις που είναι εργοδότες, εκ των οποίων το 88,5%, δηλαδή οι 258.000, είναι ΜμΕ με 1-10 εργαζομένους. Σύμφωνα με την «Εργάνη», η μηνιαία μισθοδοσία μετά την πρώτη αύξηση του κατώτατου μισθού 2% την 1/1/22 κατά μέσον όρο μεικτών μηνιαίων αποδοχών ανέρχεται στα 2,47 δισ. ευρώ, που σημαίνει σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΕΒΕΠ πως το εισόδημα των μισθωτών θα αυξηθεί στα 2,55 δισ. ευρώ μηνιαίως. Σε μια χρονική συγκυρία που οι πληθωριστικές πιέσεις εξαιτίας του ενεργειακού κόστους, αλλά και των διαταραχών της εφοδιαστικής αλυσίδας, πιέζουν ασφυκτικά το οικογενειακό εισόδημα απειλώντας να εξαντλήσουν και τις τελευταίες δυνάμεις της αγοράς που αντιστέκεται, σημειώνει ο κ. Κορκίδης, η ελληνική επιχειρηματικότητα καλείται να χρησιμοποιήσει τρία εθνικά «αντίμετρα άμυνας», που είναι οι επιδοτήσεις λογαριασμών φυσικού αερίου και ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά και η αύξηση των μισθών. Και το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο της Αθήνας τάσσεται υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού στα 713 ευρώ και του κατώτατου ημερομισθίου στα 31,85 ευρώ, υπογραμμίζει όμως ότι κάθε εργοδότης, θα κληθεί να καταβάλει 63 ευρώ επιπλέον για κάθε εργαζόμενο τον μήνα, με αποτέλεσμα έως το τέλος του 2022 να επιβαρυνθεί με 504 ευρώ, ενώ εάν συνυπολογιστεί και η αύξηση από την 1η Ιανουαρίου, η επιβάρυνση φτάνει τα 556 ευρώ έως το τέλος της χρονιάς, σε σύγκριση με το 2021 (χωρίς να συνυπολογιστούν οι επιπλέον αμοιβές για 13ο και 14ο μισθό).