Ο υψηλός πληθωρισμός υπονομεύει την ανάπτυξη, αλλά «μειώνει» το χρέος

Ο υψηλός πληθωρισμός υπονομεύει την ανάπτυξη, αλλά «μειώνει» το χρέος

Το τέλος του φθηνού χρήματος ανατρέπει όλα τα δεδομένα για την οικονομία

6' 8" χρόνος ανάγνωσης

Η εκτόξευση του πληθωρισμού και η «αναγκαστική» ταχεία ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θέτουν σημαντικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία, με τον στασιμοπληθωρισμό, δηλαδή συνδυασμό υψηλού πληθωρισμού με χαμηλή ανάπτυξη, να θεωρείται πλέον ένα πιθανό σενάριο.

Οι ανησυχίες για τις επιπτώσεις στο κόστος χρήματος για το Δημόσιο και τις επιχειρήσεις αλλά και για τις μακροοικονομικές εξελίξεις έχουν ενισχυθεί, με την απόδοση του 10ετούς ομολόγου να κινείται στο 3,4% και το spread στις 245 μονάδες βάσης, περίπου δύο μήνες πριν από την πρώτη αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ η οποία πλέον θεωρείται βέβαιη, όπως βέβαιο θεωρείται και το τέλος των αρνητικών επιτοκίων πολύ πριν από το τέλος του 2022 – κάτι που θα ενισχύσει τις πιέσεις στα κόστη δανεισμού. Οπως εξηγούν οικονομολόγοι στην «Κ», αν και ο υψηλός πληθωρισμός έχει και οφέλη για την οικονομία, καθώς ενισχύει τα δημόσια οικονομικά αυξάνοντας τα έσοδα και έτσι μειώνει τον δείκτη χρέους, αυτά τα οφέλη είναι ωστόσο προσωρινά.

Ο υψηλός πληθωρισμός υπονομεύει την ανάπτυξη, αλλά «μειώνει» το χρέος-1

Το κόστος δανεισμού 

Οπως προειδοποίησε η Τράπεζα της Ελλάδος στην Εκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, σταδιακά αντιστρέφονται οι ευνοϊκές συνθήκες χαμηλού κόστους χρηματοδότησης. «Οπως καθίσταται σαφές, εάν τα υψηλά επίπεδα αποδόσεων διατηρηθούν κατά τη διάρκεια του 2022, αυτό θα επιδράσει αρνητικά στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της Ελληνικής Δημοκρατίας», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Η αύξηση του κόστους χρήματος επαναπροσδιορίζει τα επενδυτικά σχέδια επιχειρήσεων και κρατών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, όπως επισημαίνει ο Λουκάς Παπαϊωάννου, οικονομολόγος της Fast Finance. Η άντληση κεφαλαίων θα γίνει δυσκολότερη και οι επενδυτές έχουν γίνει ήδη επιφυλακτικοί, ζητώντας υψηλότερες αποδόσεις. Το 10ετές γερμανικό ομόλογο που τον Μάρτιο του 2020 διαπραγματευόταν με αρνητική απόδοση -0,90%, σήμερα πλέον κινείται πέριξ του 1%. «Διάσπαση του 1,20% θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου και στην ευρωπαϊκή οικονομία», όπως επισημαίνει. Στην περιφέρεια η εικόνα είναι πιο δύσκολη, αφού οι αποδόσεις έχουν προσεγγίσει τα υψηλά του Νοεμβρίου 2019 και διάσπαση των επιπέδων αυτών θα δυσκολέψει περαιτέρω την άσκηση ισορροπίας της ΕΚΤ. Ειδικά για την Ελλάδα, η διάσπαση του επιπέδου 3,20% διατηρεί σε ισχύ τον επόμενο στόχο του 4%, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανταγωνιστικότητα και την επιβίωση των ελληνικών επιχειρήσεων, τονίζει ο κ. Παπαϊωάννου.

Ο στασιμοπληθωρισμός αποτελεί πραγματικό κίνδυνο για την ελληνική οικονομία, προειδοποιούν οι αναλυτές.

Κατά τον Ντένις Σεν, διευθυντή της Scope Ratings, ο πληθωρισμός ο οποίος τον Απρίλιο άγγιξε το 10,2% και τα υψηλότερα επίπεδα από το 1995 αντιπροσωπεύει ένα δίκοπο μαχαίρι για την ελληνική οικονομία, η οποία είναι αντιμέτωπη πλέον με τον κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού. «Αν και ο υψηλός πληθωρισμός υποστηρίζει τις αξιολογήσεις σε σημαντικό βαθμό συμβάλλοντας σε χαμηλότερους δείκτες χρέους, θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει σημαντικό εμπόδιο στην πορεία της Ελλάδας προς την επενδυτική βαθμίδα μακροπρόθεσμα, εάν υπονομεύσει περαιτέρω την ικανότητα της ΕΚΤ να διατηρήσει τη σταθερότητα της αγοράς», σημειώνει.

Οπως εξηγεί μιλώντας στην «Κ», ο αυξημένος πληθωρισμός ωθεί τα επιτόκια υψηλότερα, και μαζί με αυτά το κόστος δανεισμού της ελληνικής κυβέρνησης, το οποίο οδηγεί σε ευρύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα. «Αναμένουμε έλλειμμα 5,2% του ΑΕΠ φέτος και 3,4% το 2023», προσθέτει. Παράλληλα, τα υψηλότερα επιτόκια χρηματοδότησης υπονομεύουν την πτωτική πορεία του χρέους της Ελλάδας. «Η χώρα δανείζεται σε διάστημα 10 ετών με περίπου 3,5% επιτόκιο, υπερδιπλάσιο από το μέσο σταθμικό κόστος του χρέους 1,6% που εκτιμάται για το 2022. Το σταθμικό μέσο κόστος του ανεξόφλητου χρέους της Ελλάδας αυξάνεται, αντί να μειώνεται, για πρώτη φορά εδώ και χρόνια – αποδυναμώνοντας την υποκείμενη δυναμική του χρέους», σημειώνει ο Σεν. Οπως υπολογίζει, ένα υψηλότερο μέσο επιτόκιο δανεισμού κατά 100 μονάδες βάσης θα αύξανε τον δείκτη χρέους της Ελλάδας κατά σχεδόν 2% συνολικά έως το 2026.

Επιπλέον, ο υψηλός πληθωρισμός υπονομεύει την οικονομική ανάπτυξη, σύμφωνα με τον αναλυτή. Η Scope μείωσε την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη της Ελλάδας φέτος στο 3,4% από 4,3% πριν και για το 2023 κατά 0,2% σε 2,3% λόγω του πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας και των σχετικών επιπτώσεων στον πληθωρισμό και την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. «Ο στασιμοπληθωρισμός αποτελεί πραγματικό κίνδυνο για την ελληνική οικονομία», προειδοποιεί ο Σεν.

Ωστόσο, την ίδια στιγμή ο υψηλός πληθωρισμός υποστηρίζει επίσης τη δυναμική μείωσης του χρέους μιας χώρας, περισσότερο από το να αντισταθμίζει τον αντίκτυπο από την αύξηση των επιτοκίων, με τη συνολική δυναμική να αντιπροσωπεύει επί του παρόντος καθαρή μείωση του δείκτη του χρέους. Η Scope εκτιμά ότι ο δείκτης χρέους θα μειωθεί κάτω από 180% έως το 2026, από 193% το 2021.

Κρίσιμη η χρονική διάρκεια

Παραμένει ο κίνδυνος πάντως ο πολύ υψηλός πληθωρισμός να διαρκέσει για πολύ περισσότερο, γεγονός που θα μπορούσε να περιορίσει την παρέμβαση της ΕΚΤ στις αγορές για να στηρίξει χώρες όπως η Ελλάδα. «Μακροπρόθεσμα μπορεί να απαιτηθεί ένα θετικό πραγματικό επιτόκιο για να περιοριστεί ένα τέτοιο επίπεδο πληθωρισμού. Η εμφάνιση σημαντικών περιορισμών για νομισματικούς ελιγμούς της ΕΚΤ –ιδιαίτερα εάν ένας παρατεταμένος πόλεμος στην Ουκρανία επιδεινώσει περαιτέρω τον πληθωρισμό– θα μπορούσε να αποδειχθεί πιστωτικά αρνητική για τις περιφερειακές αγορές της Ευρωζώνης», καταλήγει ο Σεν.

Ο υψηλός πληθωρισμός υπονομεύει την ανάπτυξη, αλλά «μειώνει» το χρέος-2
Η Ελλάδα βρίσκεται σε σχετικά καλή θέση για να αντιμετωπίσει την καταιγίδα, λέει ο Φάμπιο Μπαλμπόνι, οικονομολόγος της HSBC. Φωτ. ΑΠΕ

Τα τρία ατού της ελληνικής οικονομίας

Ο υψηλός πληθωρισμός –ιδιαίτερα ο τύπος που βιώνει η Ελλάδα, ο οποίος είναι εισαγόμενος και βασίζεται στην ενέργεια αντί να παράγεται εγχώρια– λειτουργεί ως τροχοπέδη στην εγχώρια κατανάλωση συμπιέζοντας τα πραγματικά εισοδήματα και επιβαρύνει τα εταιρικά περιθώρια κέρδους, που θα μπορούσαν να μειώσουν τις επενδύσεις. «Σε ακραίες περιπτώσεις, αναγκάζει τις επιχειρήσεις που δεν μπορούν να μετακυλίσουν το υψηλότερο κόστος σε άλλες εταιρείες να σταματήσουν προσωρινά την παραγωγή», όπως σημειώνει στην «Κ» ο Φάμπιο Μπαλμπόνι, οικονομολόγος της HSBC.
Η Ελλάδα, ωστόσο, βρίσκεται σε σχετικά καλή θέση για να αντιμετωπίσει την καταιγίδα, κατά τον κ. Μπαλμπόνι. «Υπάρχει αρκετή δυναμική για να συνεχίσει να αναπτύσσεται η οικονομία, κυρίως χάρη στην ισχύ της αγοράς εργασίας, μια πολλά υποσχόμενη έναρξη της τουριστικής περιόδου (ο κλάδος θα προσθέσει περίπου 2% στην αύξηση του ΑΕΠ φέτος) και τις επενδύσεις που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης».
Ο οικονομολόγος χαρακτηρίζει εσφαλμένη την αντίληψη ότι ο πληθωρισμός είναι αναμφισβήτητα καλός για τα δημόσια οικονομικά και τη βιωσιμότητα του χρέους. «Αν και αυτό μπορεί να ισχύει βραχυπρόθεσμα, υπάρχουν επίσης ορισμένες παρενέργειες», επισημαίνει. «Για παράδειγμα, οι φόροι (ιδιαίτερα οι άμεσοι, όπως ο ΦΠΑ) ενισχύονται από τον υψηλό πληθωρισμό. Αλλά με την πάροδο του χρόνου οι δαπάνες τείνουν να καλύψουν τη διαφορά, καθώς οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα απαιτούν αποζημίωση για τον υψηλό πληθωρισμό στις μισθολογικές συμφωνίες τους, και τα κοινωνικά επιδόματα και οι συντάξεις θα πρέπει επίσης να αυξηθούν. Το κόστος των δημόσιων επενδύσεων αυξάνεται επίσης και ο κίνδυνος από την άποψη της επιβάρυνσης υψηλότερου κόστους για τα έργα που χρηματοδοτούνται από το NGEU εναπόκειται στην κυβέρνηση, το οποίο ασκεί πρόσθετη πίεση στα δημόσια οικονομικά», εξηγεί ο κ. Μπαλμπόνι. Οσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους, και πάλι ο αντίκτυπος εξαρτάται από το είδος του πληθωρισμού. Ο εισαγόμενος πληθωρισμός (όπως ο τρέχων) τείνει να συμπιέζει τους αποπληθωριστές του ΑΕΠ, εκτός εάν μετακυλίεται στην εγχώρια οικονομία. Και από τη στιγμή που θα περάσει, ο αρνητικός αντίκτυπος σε όρους πραγματικού ΑΕΠ μπορεί να είναι ήδη εμφανής. Επομένως, δεν υπάρχουν τεράστια οφέλη από τον υψηλό πληθωρισμό όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους, και σε κάθε περίπτωση θα ήταν προσωρινά.

«Για άλλη μια φορά, όμως, η Ελλάδα είναι απομονωμένη από ορισμένες από τις αρνητικές επιπτώσεις, λόγω της πολύ μεγάλης διάρκειας του χρέους της και των χαμηλών αναγκών αναχρηματοδότησης, γεγονός που μειώνει το ρίσκο μετακύλισης. Αυτό, σε συνδυασμό με τη δέσμευση της κυβέρνησης για δημοσιονομική πειθαρχία, θα συμβάλει στη διατήρηση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ σε μια σταθερή πτωτική τροχιά», καταλήγει ο οικονομολόγος. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT