Άρθρο του Γ. Στούμπου στην «Κ»: Οι κεντρικοί τραπεζίτες παίρνουν το όπλο τους: προσδεθείτε

Άρθρο του Γ. Στούμπου στην «Κ»: Οι κεντρικοί τραπεζίτες παίρνουν το όπλο τους: προσδεθείτε

Η Deutsche Bank, σε πρόσφατη έκθεσή της (26 Απριλίου), έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου προβλέποντας ύφεση στις ΗΠΑ. Την ονόμασε «ήπια», αλλά ύφεση, χωρίς περιστροφές. Η πρόβλεψή της βασίζεται στις επιπτώσεις της πανδημίας, του πολέμου στην Ουκρανία και στην αύξηση του πληθωρισμού

4' 58" χρόνος ανάγνωσης

Η Deutsche Bank, σε πρόσφατη έκθεσή της (26 Απριλίου), έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου προβλέποντας ύφεση στις ΗΠΑ. Την ονόμασε «ήπια», αλλά ύφεση, χωρίς περιστροφές. Η πρόβλεψή της βασίζεται στις επιπτώσεις της πανδημίας, του πολέμου στην Ουκρανία και στην αύξηση του πληθωρισμού. (Τον Απρίλιο έφθασε στο 8,5% στις ΗΠΑ, στο 7% στην Αγγλία και στο 7,5% στην Ευρωζώνη. Η Ελλάδα κατέγραψε ποσοστό 10,2%). O οικονομικός αναλυτής της Goldman Sachs, Daan Struyven, διαφοροποιείται, προβλέποντας ότι το πληθωριστικό φαινόμενο έχει φθάσει στην κορύφωσή του, αρχίζοντας σταδιακά να αποκλιμακώνεται το δεύτερο εξάμηνο το 2022 και συνεχίζοντας το 2023, σε τιμές που θα παραμείνουν, όμως, σημαντικά υψηλότερες από την περίοδο πριν από την πανδημία. Η ύφεση, κατά την εκτίμησή του, «μπορεί να αποφευχθεί». Η UBS είναι ακόμη πιο αισιόδοξη, προβλέποντας ότι η οικονομική επέκταση θα συνεχιστεί και το 2022 με χαμηλότερο ρυθμό, αλλά θα βελτιωθεί σημαντικά το 2023.

Αξίζει να αποσαφηνιστεί ότι οι πληθωριστικές πιέσεις στην Αμερική και την Ευρώπη έχουν διαφορετική αφετηρία. Στην Ευρώπη προέρχονται κυρίως από την ενεργειακή κρίση, ενώ στην Αμερική πρωτίστως από την εμπροσθοβαρή δημοσιονομική χαλάρωση εξαιτίας της πανδημίας. Και οι δύο κεντρικές τράπεζες στοχεύουν να μειώσουν τον πληθωρισμό σε αυτό που θεωρείται φυσιολογικό επίπεδο. Ωστόσο, ο υψηλότερος πυρήνας πληθωρισμού στις ΗΠΑ και η ασκούμενη μισθολογική πίεση λόγω του χαμηλού ποσοστού ανεργίας θα αναγκάσουν τη Fed να αυστηροποιήσει τις χρηματοοικονομικές συνθήκες και να αυξήσει τα επιτόκια γρηγορότερα από την ΕΚΤ. Η τελευταία θα είναι πιο διστακτική, αναμένοντας –και ελπίζοντας σε– αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων μετά το τέλος του πολέμου και την αναπροσαρμογή των τιμών ενέργειας. Ενα είναι σίγουρο, η συνταγή COVID δεν μπορεί να επαναληφθεί όπως ο καθηγητής του Columbia, Jeffrey Sachs, δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του στην «Καθημερινή». Η αύξηση ρευστότητας με διατήρηση σχεδόν μηδενικών επιτοκίων ανήκει στο παρελθόν.

Το παράδοξο είναι ότι ενώ η πανδημία και η ενεργειακή κρίση δημιούργησαν τις συνθήκες για πιθανή οικονομική συρρίκνωση, οι κεντρικές τράπεζες είναι αυτές που, εν δυνάμει τουλάχιστον, θα «επιφέρουν» αυτό το αποτέλεσμα. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν ένα βασικό μέλημα, τη συγκράτηση του πληθωρισμού. Οταν η άνοδος του πληθωρισμού θεωρείται εφήμερη, η λήψη ήπιων μέτρων νομισματικής και δημοσιοοικονομικής πολιτικής κρίνεται επαρκής. Οταν, όμως, οι πληθωριστικές πιέσεις αποκτούν διάρκεια και διαφαίνεται ο κίνδυνος να μετακυλιστούν στο εργατικό κόστος, στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών και, κατ’ επέκταση, στην τελική τους τιμή, τότε δημιουργείται ένας γόρδιος δεσμός που καλούνται να λύσουν. Αυτό που πρέπει να αποφευχθεί είναι η πυροδότηση μιας δίνης μισθών – τιμών, που θα έχει ως αποτέλεσμα την εδραίωση του πληθωρισμού. Οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ, της Ζώνης του Ευρώ και της Αγγλίας έχουν εκφραστεί με τον πλέον επίσημο τρόπο, καθιστώντας απόλυτα σαφές ότι είναι διατεθειμένες να βγάλουν από το οπλοστάσιό τους τα μπαζούκας – μια έκφραση που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον όταν ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Mario Draghi, ανακοίνωσε την πρόθεσή του να «κάνει ό,τι χρειαστεί» για να αντιμετωπίσει την κρίση του ευρώ το 2012. Με άλλα λόγια, έναν πληθωρισμό που επιμένει, έχει διάρκεια και άμεσες επιπτώσεις σε όλους τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, τον προτάσεις ως τον κύριο στόχο, αψηφώντας –αν και γνωρίζοντας– τις παράπλευρες επιπτώσεις.

Αυτό ακριβώς είναι το δίλημμα των κεντρικών τραπεζών. Εναν επίμονο πληθωρισμό (stubborn inflation) τον αντιμετωπίζεις με μια επιθετική πολιτική επιτοκίων που γνωρίζεις πολύ καλά ότι θα επηρεάσει τις αναπτυξιακές σου προοπτικές. Στην καλύτερη περίπτωση ο ρυθμός ανάπτυξης θα συρρικνωθεί, στη χειρότερη σχεδόν θα μηδενιστεί, ίσως να αποκτήσει και αρνητικό πρόσημο. Οι παράπλευρες απώλειες είναι αναμενόμενες τόσο στο επίπεδο της ανεργίας όσο και στο επίπεδο των επενδύσεων.

Σε κάθε περίπτωση, η πρόκληση των κεντρικών τραπεζών είναι ένας αγώνας ενάντια στον χρόνο. Θα προσπαθήσουν να περιορίσουν τον πληθωρισμό πριν να είναι πολύ αργά. Αυτή η μάχη πρέπει να είναι άμεση και αποφασιστική. Ηδη οι κεντρικές τράπεζες της Αμερικής, της Αγγλίας και της Ζώνης του Ευρώ έχουν αρχίσει να αυξάνουν τα επιτόκια και έχουν προαναγγείλει περαιτέρω αυξήσεις. Ηδη οι εξαγγελίες αυτές έχουν αρχίσει να επηρεάζουν επενδυτικές αποφάσεις, χρηματιστηριακές αξίες και, σταδιακά, θα επηρεάσουν καταναλωτικές συμπεριφορές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Είμαστε λοιπόν στο ξεκίνημα μιας ανοδικής πορείας των επιτοκίων με πολλούς αγνώστους όσον αφορά την προοπτική αποκλιμάκωσής τους.

Η αύξηση ρευστότητας με διατήρηση σχεδόν μηδενικών επιτοκίων ανήκει στο παρελθόν.

Η διαχείριση αυτής της κρίσης δεν θα είναι εύκολη υπόθεση για τις κεντρικές τράπεζες, για αρκετούς λόγους. Η πολιτική των επιτοκίων προκαλεί την αντίδραση τόσο των παραγωγών όσο και των καταναλωτών. Οσο σαφής είναι η άσκηση νομισματικής πολιτικής, τόσο ασαφείς είναι οι αντιδράσεις που επιφέρει. Η διάρκεια των πληθωριστικών πιέσεων θα καθορίσει και τις προσδοκίες για επάνοδο στην κανονικότητα. Οι προσδοκίες, σε αυτή την περίπτωση, είναι βασικό κριτήριο οικονομικών αποφάσεων για κυβερνήσεις, επιχειρήσεις και εργαζομένους.

Επιπλέον, η θεραπευτική αγωγή δεν θα έχει τα ίδια αποτελέσματα σε όλες τις οικονομίες, ακόμη και αυτές που ανήκουν στην Ευρωζώνη. Υπάρχουν θεσμικές αδυναμίες καθώς και ιδιαιτερότητες στις αγορές εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών που επηρεάζουν την ενσωμάτωση των πληθωριστικών πιέσεων με διαφορετικό τρόπο σε κάθε εθνική οικονομία. Επίσης, υπάρχουν οικονομίες που είναι πιο ευάλωτες στον εισαγόμενο πληθωρισμό συγκριτικά με άλλες. Η διάρθρωση της παραγωγής είναι άλλος ένας παράγοντας που μπορεί να ευνοήσει ή να επηρεάσει αρνητικά τον χρόνο τιθάσευσης του πληθωρισμού. Και μην ξεχνάμε, όπως έλεγε ο Milton Friedman, ότι «ο πληθωρισμός λειτουργεί ως μη νομοθετημένη φορολογία», πλήττοντας ιδιαίτερα τα χαμηλά εισοδήματα.

Μπαίνουμε λοιπόν σε αχαρτογράφητα νερά, όπως επισημαίνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος σε πρόσφατες ομιλίες του. Η Ελλάδα θα ακολουθήσει την πολιτική επιτοκίων όπως αυτή ορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το κύριο ερώτημα είναι πώς θα ασκηθεί η δημοσιονομική πολιτική ως συμπληρωματική της πρώτης. Αποτελεσματικός έλεγχος της αγοράς, λελογισμένες αυξήσεις μισθών ή επιδοτήσεων για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και διασφάλιση μιας υπεύθυνης πιστωτικής πολιτικής που θα παρέχει την απαραίτητη ρευστότητα στην αγορά, είναι το τρίπτυχο που απαιτείται και θα προσδώσει αξιοπιστία και αισιοδοξία. Είναι επίσης σίγουρο ότι η κρίση θα τελειώσει. Το τέλος αυτό θα πρέπει να γίνει η αρχή ενός ενάρετου οικονομικού κύκλου αντί για την απαρχή μιας νέας δημοσιονομικής περιπέτειας, ιδιαίτερα για τη χώρα μας.

* O κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT