Η Τράπεζα της Ελλάδος κατεβάζει τον πήχυ της ανάπτυξης για το 2022

Η Τράπεζα της Ελλάδος κατεβάζει τον πήχυ της ανάπτυξης για το 2022

Στο 3,2% από 3,8% που εκτιμούσε τον Απρίλιο – Στο 7,6% ο πληθωρισμός

3' 49" χρόνος ανάγνωσης

Η συνέχιση της δυναμικής ανάκαμψης είναι η πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία σε ένα δυσμενές διεθνές περιβάλλον, όπου η πανδημία, η ενεργειακή κρίση, η αλματώδης άνοδος του πληθωρισμού και η αύξηση της αβεβαιότητας επιτείνουν σημαντικά κάποια από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μετά τη δεκαετή κρίση χρέους και τα οποία μπορούν να επιδράσουν αρνητικά στις προοπτικές της, τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος προχωρώντας σε υποβάθμιση της εκτίμησής της για την ανάπτυξη φέτος.

Οπως επισημαίνεται στην έκθεση για τη νομισματική πολιτική, η ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2022 τοποθετείται στο 3,2% από 3,8% που εκτιμούσε η ΤτΕ τον Απρίλιο, επίπεδο που μπορεί να διαμορφωθεί χαμηλότερα, καθώς οι κίνδυνοι υπερισχύουν σε σχέση με τα θετικά ενδεχόμενα. Σε αυτούς τοποθετούνται η περαιτέρω κλιμάκωση της γεωπολιτικής αστάθειας, η επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού κλίματος, η διαταραχή στην προσφορά ενέργειας και η συνακόλουθη περαιτέρω αύξηση των τιμών της.

Το 2023 ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να επιταχυνθεί στο 4,1%, ενώ και για το 2024 εκτιμάται στο 3,6%, υπό την προϋπόθεση ότι η γεωπολιτική κρίση θα αποκλιμακωθεί έως το τέλος του 2022 και οι τιμές της ενέργειας θα μειωθούν. Στο δυσμενές σενάριο, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι θα είναι 1,8% το 2022, 0,3% το 2023 και 4,9% το 2024.

Ανοδος πληθωρισμού

Ο πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί σε 7,6% το 2022, κυρίως λόγω της ανοδικής πορείας των ενεργειακών αγαθών, αλλά και των ανατιμήσεων στα είδη διατροφής, ενώ θα αποκλιμακωθεί το 2023 και περαιτέρω το 2024. Σύμφωνα με την ΤτΕ, η αύξηση του μέσου πληθωρισμού σε επίπεδα πάνω από αυτά της Ευρωζώνης ενδέχεται να επιδεινώσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, με αρνητικές επιπτώσεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Στο πλαίσιο αυτό απαιτείται εγρήγορση, ώστε να μην εισέλθει η οικονομία σε φάση δευτερογενών πληθωριστικών πιέσεων, τροφοδοτούμενων από την άνοδο των μισθών.

Δεδομένων των αυξημένων αβεβαιοτήτων και κινδύνων, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει συνεπώς να εφαρμόσει συνετή δημοσιονομική πολιτική, να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις αλλά και να διευκολύνει τις επενδύσεις που συνδέονται με τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, ώστε να θωρακίσει την ελληνική οικονομία, διαμηνύει η ΤτΕ, ενώ είναι απαραίτητο να διαφυλαχθούν τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του χαρτοφυλακίου του δημοσίου χρέους, προκειμένου να διατηρηθούν η εμπιστοσύνη των επενδυτών, το σχετικά χαμηλό κόστος χρηματοδότησης και η απρόσκοπτη πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίων.

Μείωση ελλειμμάτων

Οι όποιες πρόσθετες παρεμβάσεις θα πρέπει να είναι στοχευμένες προς τις ευάλωτες ομάδες και προσωρινές.

Πολύ σημαντικό, κατά την Τράπεζα της Ελλάδος, είναι να μην υπάρξει χαλάρωση του ρυθμού μείωσης των ελλειμμάτων, καθώς ένα τέτοιο ενδεχόμενο ενέχει τον κίνδυνο να κλονιστεί η εμπιστοσύνη των αγορών στη δέσμευση της δημοσιονομικής πολιτικής για προσωρινές και όχι μόνιμες παρεμβάσεις δημοσιονομικής χαλάρωσης και κατ’ επέκταση για επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα. «Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να διαταράξει την πτωτική πορεία του λόγου δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ και, σε συνδυασμό με τη δυσμενή διεθνή συγκυρία, να μεταθέσει χρονικά την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα», υπογραμμίζει η ΤτΕ.

Στην έκθεση τονίζεται ότι υπάρχουν μια σειρά πολιτικές που θα πρέπει να εφαρμοστούν ώστε να διαφυλαχθεί η δημοσιονομική αξιοπιστία.

Συγκεκριμένα, θα πρέπει να αποφευχθούν μόνιμα μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης, ενώ οι όποιες πρόσθετες παρεμβάσεις θα πρέπει να είναι στοχευμένες προς τις ευάλωτες ομάδες, να έχουν προσωρινό χαρακτήρα και να μην υπονομεύουν τους φιλόδοξους περιβαλλοντικούς στόχους που έχουν τεθεί.

Επίσης, τα ταμειακά διαθέσιμα θα πρέπει να διατηρηθούν σε υψηλό επίπεδο για να παραμείνει περιορισμένος ο κίνδυνος αναχρηματοδότησης του χρέους. Σύμφωνα με την ΤτΕ, χάρη στο ευνοϊκό προφίλ αποπληρωμών του χρέους, η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητά του δεν απειλείται, αν και ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ όσο και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά. Μακροπρόθεσμα, όμως, η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους του επίσημου τομέα με όρους αγοράς αυξάνει την έκθεση του ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο. Συνεπώς, μεσοπρόθεσμα, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει και πάλι να εστιάσει στη σταδιακή μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος και την επαναφορά, από το 2023, πρωτογενών πλεονασμάτων.

Αξιοποίηση πόρων

Παράλληλα, κρίσιμη χαρακτηρίζεται η αξιοποίηση των πόρων από τον μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της Ε.Ε. 2021-2027 και το Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς έχει κομβικό ρόλο στην αντιμετώπιση της επενδυτικής αβεβαιότητας στο νέο περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού και γεωπολιτικής αστάθειας. Τα επόμενα έτη τόσο οι δημόσιες όσο και οι ιδιωτικές επενδύσεις που θα υλοποιηθούν με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση αναμένεται να συμβάλουν καθοριστικά στην οικονομική ανάπτυξη και να ενισχύσουν το μακροπρόθεσμο παραγωγικό δυναμικό της οικονομίας.

Επιπλέον, σύμφωνα με την ΤτΕ, είναι αναγκαία η επανεκκίνηση του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων –ύστερα από δύο χρόνια καθυστερήσεων λόγω πανδημίας–, καθώς και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων που συνδέονται με το Ταμείο Ανάκαμψης. Κάτι τέτοιο θα επιτρέψει να συνεχιστεί η πορεία της οικονομίας προς ένα πιο εξωστρεφές, ευέλικτο και ανθεκτικό στις διαταραχές παραγωγικό υπόδειγμα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT