Οι έμμεσοι φόροι και η ακρίβεια ροκανίζουν το εισόδημα των νοικοκυριών

Οι έμμεσοι φόροι και η ακρίβεια ροκανίζουν το εισόδημα των νοικοκυριών

Η εκτόξευση των τιμών στα καύσιμα αλλά και γενικότερα σε όλη την αγορά έχει δημιουργήσει δυναμική στα έσοδα, τα οποία μήνα με τον μήνα καταγράφουν υπέρβαση από τους στόχους του προϋπολογισμού

3' 41" χρόνος ανάγνωσης

Η εκτόξευση των τιμών στα καύσιμα αλλά και γενικότερα σε όλη την αγορά έχει δημιουργήσει δυναμική στα έσοδα, τα οποία μήνα με τον μήνα καταγράφουν υπέρβαση από τους στόχους του προϋπολογισμού. Η δυναμική αυτή είχε καταγραφεί από το οικονομικό επιτελείο στο πρόγραμμα σταθερότητας του Απριλίου, όπου ο στόχος για τα έσοδα αυξήθηκε, κυρίως από τους έμμεσους φόρους. Είναι ενδεικτικό ότι στο πεντάμηνο του έτους (όπου και υπάρχουν αναλυτικά στοιχεία) οι εισπράξεις από τον ΦΠΑ ανήλθαν στα 12,044 δισ. ευρώ έναντι εκτιμήσεων του προϋπολογισμού 11,2 δισ. ευρώ. Μάλιστα, το 2021 τα έσοδα στο ίδιο διάστημα ήταν της τάξης των 9,77 δισ. ευρώ, με την αγορά όμως να υπολειτουργεί λόγω της πανδημίας. Σε σύγκριση όμως με το 2019 τα έσοδα από τους έμμεσους φόρους καταγράφουν αύξηση 600 εκατ. ευρώ.

Οι ανατιμήσεις σε όλο το φάσμα της αγοράς, που αναγκάζουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να πληρώνουν περισσότερα, έχουν οδηγήσει στην αύξηση μεν των εισπράξεων του Δημοσίου, αλλά και στη μείωση δε του διαθέσιμου εισοδήματος. Οι ανατιμήσεις στα προϊόντα που φθάνουν ακόμα και στο 30% έχουν ροκανίσει το εισόδημα των φορολογουμένων, κατάσταση που αναμένεται να συνεχισθεί και πέραν του τρέχοντος έτους.

Οι υπερεισπράξεις από τους έμμεσους φόρους επιστρέφουν κατά κάποιον τρόπο στα νοικοκυριά, κυρίως στα ασθενέστερα, μέσω του fuel pass και του power pass. Ουσιαστικά μέσω των έμμεσων φόρων το οικονομικό επιτελείο εισπράττει αυξημένους φόρους, οι οποίοι μέσω επιδομάτων στήριξης γυρίζουν πίσω στους φορολογουμένους. Ωστόσο, το ζήτημα είναι εάν γυρίζουν τα χρήματα σε αυτούς που τα έχουν πραγματικά ανάγκη ή σε αυτούς που έχουν υποστεί μεγαλύτερη «ζημιά» από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις συνέπειες που έχει προκαλέσει. Η αλήθεια είναι ότι οι μισθωτοί όλων των κατηγοριών έχουν απολέσει μεγάλο τμήμα του εισοδήματός τους σε σύγκριση με άλλους κλάδους. Και αυτό καθώς δεν μπορούν να αποκρύψουν ούτε ένα ευρώ από το ελληνικό Δημόσιο, σε αντίθεση με τους επαγγελματίες οι οποίοι κατά μέσον όρο δηλώνουν εισοδήματα που δεν ξεπερνούν τις 10.000 ευρώ και φορολογούνται με συντελεστή 9%, ακόμα και οι επιχειρήσεις που φορολογούνται με συντελεστή 22%.

Το τελευταίο διάστημα η φοροδιαφυγή και το λαθρεμπόριο οργιάζουν. Οι επιχειρήσεις της εστίασης, τα καφέ αλλά και επαγγέλματα που παραδοσιακά είναι επιρρεπή στη φοροδιαφυγή (γιατροί, δικηγόροι, με βάση στοιχεία της ΑΑΔΕ) όχι μόνο υφαρπάζουν τον ΦΠΑ, αλλά τα εισοδήματα που εισπράττουν περνούν στη «σκιώδη οικονομία», καθώς δεν δηλώνονται πουθενά. Μάλιστα εκτιμάται ότι η παραοικονομία στη χώρα ανέρχεται στο 20% του ΑΕΠ.

Η Ελλάδα έχει από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στις χώρες του ΟΟΣΑ και κατέχει την πρώτη θέση στην Ευρωζώνη μαζί με τη Φινλανδία.

Η αδυναμία τιθάσευσης της φοροδιαφυγής οδηγεί σε στρεβλώσεις στο σύστημα, με αποτέλεσμα οι πραγματικά δικαιούχοι των μέτρων στήριξης είτε να αποκλείονται είτε να παίρνουν λιγότερα από άλλες επαγγελματικές τάξεις που κερδίζουν πολύ περισσότερα.

Από την άλλη πλευρά, οι υψηλοί συντελεστές που εφαρμόζονται στους έμμεσους φόρους δημιουργούν τις τάσεις για φοροδιαφυγή αλλά και τη συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος. Μπορεί από τη μια στην άμεση φορολογία τα ασθενέστερα στρώματα να καταβάλλουν λιγότερους φόρους (σε αντίθεση με τη μεσαία τάξη που συνεχίζει να πληρώνει υψηλούς φόρους), ωστόσο αυτά χάνονται στην έμμεση φορολογία. Τα έσοδα από έμμεσους φόρους αποτελούν σήμερα περίπου το 56,4% των φορολογικών εσόδων, ενώ οι άμεσοι φόροι το 35,4% (το υπόλοιπο ποσοστό εσόδων είναι από διάφορες άλλες πηγές). Η Ελλάδα έχει από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στις χώρες του ΟΟΣΑ (βρίσκεται στην πρώτη πεντάδα και στην πρώτη θέση στην Ευρωζώνη μαζί με τη Φινλανδία).

Σε χώρες όπου η οικονομία είναι ανεπτυγμένη επικρατούν κυρίως οι άμεσοι φόροι και ιδιαίτερα οι φόροι εισοδήματος, ενώ σε χώρες όπου η οικονομία είναι αναπτυσσόμενη επικρατούν οι έμμεσοι φόροι, όπως και στην Ελλάδα. Αυτό συμβαίνει διότι στις ανεπτυγμένες οικονομίες τα εισοδήματα είναι υψηλά, με συνέπεια η τάση των φορολογούμενων πολιτών για φοροδιαφυγή να είναι μικρότερη. Ετσι η φορολογία εισοδήματος είναι πιο αποδοτική. Αντίθετα, στις αναπτυσσόμενες οικονομίες η απόδοση της φορολογίας εισοδήματος είναι μικρή και στηρίζεται κυρίως στους έμμεσους φόρους. Και ως γνωστόν, το βασικό μειονέκτημα στην έμμεση φορολογία είναι ότι δεν υπολογίζεται η φοροδοτική ικανότητα του ατόμου ή η φοροδιαφυγή, με αποτέλεσμα οι χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις να πλήττονται σε μεγαλύτερο βαθμό από τις υψηλότερα εισοδηματικές τάξεις, δηλαδή δεν υπάρχει δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών ανάμεσα στους πολίτες.

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Taxfoundation, για έναν μισθωτό στην Ελλάδα, ο οποίος υφίσταται επιβάρυνση 40,1% στις αποδοχές του –που είναι η 14η υψηλότερη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ–, η συνολική επιβάρυνση, αν συνυπολογιστεί και η δαπάνη για ΦΠΑ, φθάνει στο 44,8%, όταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 40,1%.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT