Ασπίδα, αλλά όχι πανάκεια οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ στην αγορά ομολόγων

Ασπίδα, αλλά όχι πανάκεια οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ στην αγορά ομολόγων

Τα μέσα που διαθέτει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τη μείωση του κινδύνου κατακερματισμού στην Ευρωζώνη και τις απότομες και αδικαιολόγητες αυξήσεις των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων και των spreads, ενώ αυξάνει τα επιτόκια, σίγουρα βοηθούν στην αποφυγή μιας νέας κρίσης χρέους, ωστόσο δεν αποτελούν πανάκεια

4' 0" χρόνος ανάγνωσης

Τα μέσα που διαθέτει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τη μείωση του κινδύνου κατακερματισμού στην Ευρωζώνη και τις απότομες και αδικαιολόγητες αυξήσεις των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων και των spreads, ενώ αυξάνει τα επιτόκια, σίγουρα βοηθούν στην αποφυγή μιας νέας κρίσης χρέους, ωστόσο δεν αποτελούν πανάκεια. Οι ευέλικτες επανεπενδύσεις του προγράμματος PEPP και κυρίως το νέο εργαλείο TPI, δεν προστατεύουν τις χώρες από υψηλότερα κόστη δανεισμού, αντίθετα το βέβαιο είναι πως τα ιστορικά χαμηλά στις αποδόσεις των ομολόγων που είδαμε το 2020-2021 και εν μέσω της νομισματικής χαλάρωσης, ανήκουν στο παρελθόν και έχουμε εδώ και μήνες μπει στην εποχή του ακριβότερου κόστους χρηματοδότησης. Οι οίκοι αξιολόγησης προειδοποιούν, παράλληλα, πως τα εργαλεία της ΕΚΤ δεν διασφαλίζουν τη στήριξη της πιστοληπτικής αξιολόγησης των χωρών, καθώς αυτή θα συνεχίσει να εξαρτάται από τα θεμελιώδη μεγέθη της κάθε χώρας.

Για την Ελλάδα ωστόσο, η οποία και αποτελεί εξαίρεση στην Ευρωζώνη καθώς δεν έχει επενδυτική βαθμίδα, τα εργαλεία της ΕΚΤ έχουν ειδική σημασία. Αποτελούν το μόνο μέσο που εξασφαλίζει ότι δεν θα αποτελέσει για τους επενδυτές χώρα υψηλού ρίσκου και άρα στόχο «επίθεσης» σε περιόδους αναταραχής, κάτι που θα μεταφραζόταν σε πιέσεις και πολύ υψηλότερη αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων της σε σχέση με άλλες χώρες. Ετσι, το «μαξιλάρι» αυτό της ΕΚΤ είναι απαραίτητο μέχρι να ανακτηθεί η επενδυτική βαθμίδα. Αλλά δεν αρκεί. Πρέπει να συνοδεύεται με δημοσιονομική σύνεση και βιωσιμότητα σε συνδυασμό με διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, τη στιγμή μάλιστα που οι προκλήσεις και η ανάγκη εφαρμογής μέτρων στήριξης που δημιουργεί η ενεργειακή κρίση, αποτελούν πρόσθετο «πονοκέφαλο».

Τόσο η Moody’s όσο και η Fitch «χαιρετίζουν» το γεγονός ότι η ΕΚΤ ενίσχυσε το οπλοστάσιό της με το TPI το οποίο είναι απεριόριστο σε μέγεθος, ενώ θα ενεργοποιείται αν και εφόσον το κρίνει το διοικητικό της συμβούλιο, αρκεί οι χώρες να τηρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις που αφορούν τη δημοσιονομική πειθαρχία – μεταξύ άλλων αγνώστων προς το παρόν κριτηρίων. Ωστόσο συνεχίζουν να προβλέπουν πως οι αποδόσεις των ομολόγων της Ευρωζώνης θα κινηθούν υψηλότερα την επόμενη διετία, κάτι που θα πιέσει ιδιαίτερα τα δημοσιονομικά των πιο ευάλωτων χωρών. Αλλωστε, η ίδια η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ έχει καταστήσει σαφές ότι η τράπεζα θα ανεχθεί αυξήσεις στο κόστος χρηματοδότησης που αντικατοπτρίζουν την επιδείνωση των θεμελιωδών μεγεθών. «Το TPI θα μπορούσε να βοηθήσει στην αποφυγή του επιπέδου μετάδοσης που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους της ζώνης του ευρώ (που επηρέασε επίσης εταιρείες και νοικοκυριά) και να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επιχειρήσεων σε περιόδους οικονομικής ή πολιτικής πίεσης σε μεμονωμένα κράτη-μέλη, σημειώνει η Moody’s. Ωστόσο προειδοποιεί πως το TPI δεν θα προστατεύσει τα κράτη της ζώνης του ευρώ από το υψηλότερο κόστος δανεισμού. «Ανεξάρτητα από την εισαγωγή του εργαλείου, η ομαλοποίηση της πολιτικής της ΕΚΤ θα αυξήσει σταδιακά το κόστος δανεισμού και θα οδηγήσει σε υψηλότερες πληρωμές τόκων με την πάροδο του χρόνου. Για τα υπερχρεωμένα κράτη, η αυξανόμενη επιβάρυνση των επιτοκίων περιορίζει περαιτέρω το πεδίο μείωσης του χρέους εν μέσω επιβράδυνσης της ονομαστικής ανάπτυξης και επιδεινώνει την προσιτότητα του χρέους. Παράλληλα, η αύξηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων θα οδηγήσει επίσης σε αύξηση του κόστους δανεισμού για εταιρείες και τράπεζες, επιβαρύνοντας τις επενδύσεις και τις χρηματοοικονομικές συνθήκες», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά.

Το νέο εργαλείο εξασφαλίζει ότι η Ελλάδα δεν θα αποτελέσει για τους επενδυτές χώρα υψηλού ρίσκου και άρα στόχο «επίθεσης».

Ανάλογες είναι και οι θέσεις του οίκου Fitch ο οποίος τονίζει ότι το TPI «δεν αποτελεί στήριγμα για την πιστοληπτική αξιολόγηση των ευάλωτων χωρών, καθώς αυτή θα εξακολουθήσει να καθοδηγείται από ευρύτερα θεμελιώδη πιστωτικά στοιχεία». Οπως σημειώνει και η Fitch, η ΕΚΤ δείχνει αποφασισμένη να αποφευχθεί το επίπεδο κατακερματισμού που παρατηρήθηκε, για παράδειγμα, το 2011-2012 ή τον Μάρτιο του 2020 και το TPI θα μειώσει τον κίνδυνο οι απότομες αυξήσεις στο κόστος δανεισμού να επηρεάσουν αρνητικά τη δυναμική του χρέους στις υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης, ωστόσο οι αποδόσεις των ομολόγων της Ευρωζώνης κατά την περίοδο 2022-2024 θα συνεχίζουν να είναι πολύ υψηλότερες από ό,τι ήταν το προηγούμενο διάστημα.

Η σημασία του TPI

Η Scope Ratings ωστόσο τονίζει πως η ύπαρξη του TPI έχει ξεχωριστή σημασία για την Ελλάδα καθώς είναι η μόνη χώρα που δεν έχει επενδυτική βαθμίδα, οπότε το πρόγραμμα αποτελεί ένα μόνιμο μέσο στήριξης της ελληνικής αγοράς. Μαζί με την πρώτη γραμμή άμυνας των ευέλικτων επανεπενδύσεων του PEPP, η ανακοίνωση του TPI βοηθάει έτσι την ελληνική πιστοληπτική ικανότητα με τρεις σημαντικούς τρόπους, όπως σημειώνει στην «Κ» ο Ντένις Σεν, διευθυντής της Scope και επικεφαλής αναλυτής για την Ελλάδα:

Πρώτον, η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται στο πρόγραμμα παρά τη χαμηλή της αξιολόγηση. Δεύτερον, υπάρχει δυνατότητα για απεριόριστη αγορά ελληνικών ομολόγων, ακόμη και αν οι αγορές της ΕΚΤ θα αποστειρώνονται ώστε να μην έρχονται σε αντίθεση με τις μελλοντικές κατευθύνσεις για αυστηρότερη νομισματική πολιτική. Τρίτον, η ΕΚΤ θα αγοράζει ομόλογα λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες των χωρών της ζώνης του ευρώ αντί να δεσμεύεται από την κλείδα κεφαλαίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT