Μήνυμα από οίκους στην Αθήνα για δημοσιονομική πειθαρχία

Μήνυμα από οίκους στην Αθήνα για δημοσιονομική πειθαρχία

Σε διαρκή εποπτεία από τους οίκους αξιολόγησης και τις αγορές θα βρίσκεται η Ελλάδα το επόμενο διάστημα, καθώς η ενεργειακή κρίση είναι πιθανό να επεκταθεί και το 2023, πιέζοντας τα δημοσιονομικά σε μια εκλογική χρονιά κατά την οποία η κυβέρνηση έχει στοχεύσει στην επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας

4' 35" χρόνος ανάγνωσης

Σε διαρκή εποπτεία από τους οίκους αξιολόγησης και τις αγορές θα βρίσκεται η Ελλάδα το επόμενο διάστημα, καθώς η ενεργειακή κρίση είναι πιθανό να επεκταθεί και το 2023, πιέζοντας τα δημοσιονομικά σε μια εκλογική χρονιά κατά την οποία η κυβέρνηση έχει στοχεύσει στην επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.

Κριτής οι αγορές

Επειτα από την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία, ο πραγματικός κριτής της ελληνικής οικονομίας είναι οι αγορές. Καθώς η επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας το 2023 αποτελεί έναν από τους βασικoύς στόχους της κυβέρνησης, ο οποίος βέβαια δεν είναι εφικτός πριν από τις εκλογές, οι αγορές και οι οίκοι αξιολόγησης παρακολουθούν στενά τις κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης, ειδικά σε μια περίοδο όπου υπάρχει σχετική δημοσιονομική ελευθερία λόγω της αναστολής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Η εμβάθυνση της ενεργειακής κρίσης έχει οδηγήσει σε νέα μέτρα στήριξης τα οποία αρχικά δεν είχαν προϋπολογισθεί και που προς το παρόν «καλύπτονται» από την υπεραπόδοση των εσόδων, ωστόσο –με το τέλος της κρίσης να μη διαφαίνεται στον ορίζοντα– είναι δύσκολο να εκτιμηθεί πόση περαιτέρω στήριξη θα χρειαστεί, ειδικά το 2023.

«Οι δημοσιονομικές επιδόσεις είναι βασικό στοιχείο στην ανάλυσή μας για την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας στο πλαίσιο μιας πιθανής επόμενης αναβάθμισης», όπως σημειώνει στην «Κ» ο Μάρκο Μρσνικ, ανώτερος διευθυντής της S&P για την Ευρώπη και επικεφαλής αναλυτής για την Ελλάδα. «Θα μπορούσαμε να αναβαθμίσουμε περαιτέρω την Ελλάδα εάν συνεχιστούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις παράλληλα με ισχυρότερες από τις αναμενόμενες οικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις», όπως προσθέτει, επισημαίνοντας πως «στην S&P προβλέπουμε πως το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα φτάσει το 4,2% του ΑΕΠ φέτος και το 2,2% το 2023». Ο οίκος παράλληλα προειδοποιεί πως ο εκτροχιασμός του προϋπολογισμού αποτελεί έναν από τους παράγοντες που θα οδηγήσουν σε υποβάθμιση, κάτι που θα καθυστερήσει την επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα.

«Η δημοσιονομική ισορροπία είναι κρίσιμη στις αξιολογήσεις, ενώ ο εκτροχιασμός του προϋπολογισμού θα φέρει υποβάθμιση».

Η πολύ ισχυρή πορεία της ανάπτυξης και του τουρισμού, καθώς και η υπεραπόδοση των εσόδων και η άνοδος του πληθωρισμού έχουν λειτουργήσει ως ασπίδες για τα δημοσιονομικά της Ελλάδας, παρέχοντας χώρο για τα μέτρα στήριξης για την ενέργεια το 2022. Ωστόσο η στήριξη αυτή έχει όρια και ακόμη δεν έχει προϋπολογιστεί κάποιο πακέτο για το 2023 όπου και η κυβέρνηση έχει θέσει στόχο πρωτογενές πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ, έπειτα από πρωτογενές έλλειμμα 2% φέτος.

Οπως μάλιστα προειδοποιούν οικονομολόγοι, υπάρχει κίνδυνος αναβολής της επιστροφής στην επενδυτική βαθμίδα για το 2024. Οπως σημειώνει στην «Κ» ο Ρικάρντο Αμάρο, οικονομολόγος της Oxford Economics, φαίνεται ότι η ενεργειακή κρίση θα παραμείνει οξεία προς τον χειμώνα και πιθανόν να επιδεινωθεί, επομένως περαιτέρω μέτρα στήριξης πιθανότατα είναι δικαιολογημένα, αλλά δεδομένων των δημοσιονομικών περιορισμών της Ελλάδας, η πολύ στοχευμένη (και όχι γενική) στήριξη είναι η πιο σωστή πολιτική. «Ωστόσο», όπως προειδοποιεί ο κ. Αμάρο, «τα μέτρα στήριξης και η επιδείνωση των οικονομικών προοπτικών σημαίνουν ότι οι δημοσιονομικές επιδόσεις είναι πιθανό να “χτυπηθούν” το 2023». Και όπως υπογραμμίζει, «αυτά δεν είναι ευπρόσδεκτα νέα για τους οίκους αξιολόγησης, οι οποίοι θα συνεχίσουν να δίνουν σημαντικό βάρος στη μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή τροχιά και τα δημοσιονομικά σχέδια της Ελλάδας, και συγκεκριμένα στο αν η δέσμευση για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και για δημοσιονομική σύνεση παραμένει ανέπαφη μετά τις επερχόμενες εκλογές». Οπως προσθέτει, «οι πρόσφατες εξελίξεις απαιτούν κάποια προσοχή σε ό,τι αφορά την επίτευξη του στόχου της επενδυτικής βαθμίδας και ο κίνδυνος καθυστέρησης αυτού του οροσήμου για το 2024 σίγουρα αυξάνεται».

Οπως σημειώνει στην «Κ» ο Ντένις Σεν, διευθυντής της Scope Ratings και επικεφαλής αναλυτής για την Ελλάδα, ο δείκτης ελληνικού χρέους αναμένεται να κινηθεί σε μια ταχύτερη από την αναμενόμενη πτωτική πορεία, από το υψηλό του 206,3% του ΑΕΠ το 2020 στο 171,3% έως το τέλος του 2022, πριν ενδεχομένως να μετριαστεί περαιτέρω στο 146,5% έως το 2027. Σε αυτή τη βάση, ακόμη και με την κλίμακα των μέτρων που εξαγγέλλονται και διατίθενται από την κυβέρνηση για την παρούσα ενεργειακή κρίση, ο οίκος θεωρεί ότι η Ελλάδα διατηρεί ένα «μαξιλάρι» όσον αφορά τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο, πριν ξεκινήσουν οι ανησυχίες για ουσιαστική δημοσιονομική διολίσθηση.

Η χρήση των πόρων

Η Scope αναμένει ότι το 2022 το πρωτογενές έλλειμμα της Ελλάδας θα κλείσει στο 0,75% του ΑΕΠ –εντός στόχου 2%– πριν επιστρέψει σε ισοσκελισμένο πρωτογενή λογαριασμό έως το έτος 2023. Επομένως, είναι δυνατή περαιτέρω οικονομική στήριξη λόγω της απουσίας της δυναμικής που εκτροχιάζει τη δημοσιονομική εξυγίανση και την εποικοδομητική τροχιά αξιολόγησης της Ελλάδας. «Ωστόσο, αν και η Ελλάδα έχει δημοσιονομικό χώρο, παρακολουθούμε στενά τη δημοσιονομική της θέση μετά και την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία και αυτοί οι πόροι του προϋπολογισμού δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται άσκοπα ώστε να αποφευχθεί η αλλαγή των προσδοκιών για συνετή δημοσιονομική πολιτική στο μέλλον», προειδοποιεί ο Σεν.

Οι επιδοτήσεις

Προς το παρόν, οι αγορές δεν έχουν δείξει κάποια ανησυχία σχετικά με τον κίνδυνο εκτροχιασμού της δημοσιονομικής πορείας της χώρας, ενώ στην εξίσωση της Ελλάδας έχει προστεθεί και η αύξηση του πολιτικού κινδύνου λόγω της υπόθεσης των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων. Μπορεί οι δύο (S&P και DBRS) από τους τέσσερις οίκους να βαθμολογούν την Ελλάδα ένα σκαλοπάτι μακριά από την επενδυτική βαθμίδα, ωστόσο η κρίσιμη αυτή απόσταση θα χρειαστεί μήνες δημοσιονομικών εξετάσεων για την Ελλάδα προτού καλυφθεί. Αν και η στήριξη που έχει προσφέρει η ελληνική κυβέρνηση μέχρι τώρα ήταν σίγουρα δαπανηρή, πρέπει να αξιολογηθεί λαμβάνοντας υπόψη δύο πτυχές. Πρώτον, η απουσία οποιασδήποτε στήριξης θα είχε ως αποτέλεσμα ασθενέστερες οικονομικές επιδόσεις, οι οποίες από μόνες τους θα μείωναν και τις δημοσιονομικές επιδόσεις. Επιπλέον, ενώ οι δημόσιες δαπάνες έχουν αυξηθεί, ο υψηλότερος πληθωρισμός παρέχει μια προσωρινή ώθηση σε ορισμένες ροές εσόδων – π.χ. τα έσοδα από τον ΦΠΑ αυξήθηκαν λόγω των υψηλότερων τιμών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT