ΔΕΘ: δημοσιονομικές ισορροπίες και πολιτικές ακροβασίες

ΔΕΘ: δημοσιονομικές ισορροπίες και πολιτικές ακροβασίες

Η ΔΕΘ του 2022 θα είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση. Το 2023 θα είναι μια πολύ δύσκολη χρονιά. Σε αυτό συνηγορούν τρεις συνθήκες: η ενεργειακή κρίση λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, το επακόλουθο κύμα πληθωρισμού και οι πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας

2' 56" χρόνος ανάγνωσης

Η ΔΕΘ του 2022 θα είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση. Το 2023 θα είναι μια πολύ δύσκολη χρονιά. Σε αυτό συνηγορούν τρεις συνθήκες: η ενεργειακή κρίση λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, το επακόλουθο κύμα πληθωρισμού και οι πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας. Η πρωθυπουργική ομιλία στη Θεσσαλονίκη θα αφορά αυξήσεις μισθών και συντάξεων, και εξαγγελίες νέων επιδοματικών μέτρων. Οι αντιπολιτευόμενες πολιτικές δυνάμεις θα υπερθεματίσουν σε όλους τους τομείς παροχών και αυξήσεων, επιβεβαιώνοντας το παράδοξο ότι εκτός κυβέρνησης χρήματα υπάρχουν πολύ περισσότερα απ’ ό,τι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι μπορούν να εντοπίσουν.

Πέρα όμως από το πολιτικό παιγνίδι υπάρχει και μια οικονομική πραγματικότητα που υπαγορεύει τη λήψη νέων μέτρων. Η αύξηση εισοδημάτων είναι επιβεβλημένη. Οι ενεργειακές δαπάνες και οι δαπάνες διαβίωσης αυξάνονται συνεχώς, δυσανάλογα σε σχέση με τους μισθούς και τις συντάξεις. Πληθωρισμός της τάξης του 10% σηματοδοτεί την απαρχή μιας σταδιακής φτωχοποίησης με δυσοίωνες και αβέβαιες προοπτικές, ιδιαίτερα για τα σταθερώς χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.

Η ΔΕΘ θα είναι το εναρκτήριο λάκτισμα. Μέρος των μέτρων θα υλοποιηθεί άμεσα, ιδίως αυτά που αφορούν τις επιβαρύνσεις από το κόστος της ενέργειας και τα οποία θα περιλαμβάνουν τη χορήγηση νέας επιταγής ακρίβειας, τη συνέχιση του επιδόματος θέρμανσης και της πολιτικής των fuel pass. Είναι σαφές, όμως, ότι η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να υλοποιήσει και μια σειρά μέτρων που αποβλέπουν στη διαμόρφωση των οικονομικών και εισοδηματικών συνθηκών για το 2023, έτος εκλογών, όπως αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, μείωση των συντελεστών φορολόγησης για φυσικά πρόσωπα καθώς και για τα εταιρικά κέρδη, κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους.

Φοβούμενη δημοσιονομικό εκτροχιασμό, η κυβέρνηση έχει προαναγγείλει τον τρόπο υπολογισμού των αυξήσεων και επιδοτήσεων. Συγκεκριμένα, διά στόματος υπουργού Οικονομικών, το ύψος των αυξήσεων θα είναι συνάρτηση δύο μεγεθών: του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ και του δείκτη τιμών καταναλωτή. Ενας απλός προτεινόμενος υπολογισμός είναι το άθροισμα των δύο αυτών μεγεθών να διαιρείται διά του δύο.

Οσον αφορά την ενέργεια, έχει λάβει μέτρα που κινούνται σε δύο κατευθύνσεις. Πρώτον, εξασφαλίζει την επάρκεια εφοδιασμού σε φυσικό αέριο (Ρεβυθούσα, Αλεξανδρούπολη) και ηλεκτρική ενέργεια (ενίσχυση ΑΠΕ και επαναλειτουργία λιγνιτικών μονάδων). Δεύτερον, έχει δημιουργήσει το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης τροφοδοτούμενο από τα υπερ-έσοδα /κέρδη των εταιρειών παραγωγής ενέργειας (ήδη τις πρώτες 41 ημέρες λειτουργίας του εισέπραξε 1,2 δισ. ευρώ). Σύμφωνα με τις εξαγγελίες της κυβέρνησης, τουλάχιστον για τους επόμενους μήνες, στόχος της είναι η επιδότηση της ενέργειας για νοικοκυριά και επιχειρήσεις να φτάνει στο 90%.

Η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει τα θετικά και αρνητικά στοιχεία που χρήζουν ορθής ανάγνωσης. Το ΑΕΠ θα αυξηθεί σε υψηλότερα επίπεδα απ’ ό,τι αρχικά είχε εκτιμηθεί μετά την έναρξη του πολέμου. Λαμβάνοντας υπόψη έναν αποπληθωρισμό της τάξης του 7% με 8%, το ΑΕΠ φέτος μπορεί να αυξηθεί ακόμη και κατά 5% σε πραγματικές τιμές. Οι τουριστικές εισπράξεις, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, η αύξηση των εξαγωγών, η υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η εισροή ξένων επενδύσεων ρίχνουν ένα πιο αισιόδοξο φως για το μέλλον, λαμβάνοντας υπόψη τη διεθνή κατάσταση.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το άνοιγμα του διχτυού προστασίας λόγω του πολέμου και του πληθωρισμού ήταν αναγκαίο, απαραίτητο και έχει καταστεί εφικτό. Αλλο τόσο αναγκαίο και απαραίτητο είναι το σταδιακό «κλείσιμο» αυτής της πολιτικής όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν.

Το εύρος και η διάρκεια αυτής της πολιτικής πρέπει να καθοριστούν από τη συνάρτηση των πραγματικών αναγκών και του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου. Η συνέχιση των παροχών δεν αποτελεί εργαλείο αναπτυξιακής πολιτικής ούτε συνεισφέρει σε μια υγιή δημοσιονομική εικόνα. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω επενδύσεων –δημόσιων και ιδιωτικών– με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και υψηλών εισοδημάτων.

* Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίαςκαι στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT