Ζαν Τιρόλ στην «Κ»: «Βαρίδι» για το μέλλον οι επιδοτήσεις ρεύματος

Ζαν Τιρόλ στην «Κ»: «Βαρίδι» για το μέλλον οι επιδοτήσεις ρεύματος

Η αύξηση δημόσιου και ιδιωτικού χρέους στην Ευρώπη προκαλεί ανησυχία, λέει στην «Κ» ο νομπελίστας οικονομολόγος Ζαν Τιρόλ

13' 41" χρόνος ανάγνωσης

«Αλήθεια, κανείς δεν θα πληρώσει;» διερωτάται για τις επιδοτήσεις των λογαριασμών ενέργειας ο πρόεδρος της Σχολής Οικονομικών της Τουλούζης, βραβευθείς με Νομπέλ Οικονομίας το 2014, Ζαν Τιρόλ. Μιλώντας στην «Κ», προειδοποιεί ότι η οριζόντια κάλυψη των τιμολογίων επιβαρύνει τις μελλοντικές γενιές για να χρηματοδοτήσει την τρέχουσα κατανάλωση και συγχρόνως εγκλωβίζει πολιτικά τις κυβερνήσεις για το διάστημα που θα ακολουθήσει. Με το βλέμμα και στις πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία, ο Τιρόλ εμφανίζεται ανήσυχος για το χρέος στην Ευρωζώνη και εκφράζει την αγωνία του για το σενάριο του στασιμοπληθωρισμού, μέσα από ένα σπιράλ αυξήσεων σε τιμές και μισθούς. Τονίζει δε ότι, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, η ανάγκη για αύξηση των επιτοκίων δεν είναι τόσο έντονη στην Ευρώπη. Ο νομπελίστας οικονομολόγος θεωρεί ότι η πράσινη οικονομία είναι αναγκαία, όμως θα έχει κόστος και δεν θα διευκολύνει την ανάπτυξη. «Το κράτος παρεμβαίνει για να διορθώσει τις αστοχίες της αγοράς, δεν την αντικαθιστά ως ένας μέτριος διαχειριστής επιχειρήσεων», σχολιάζει χαρακτηριστικά, ερωτηθείς για τις προδιαγραφές μιας επιτυχημένης μεταρρύθμισης στον δημόσιο τομέα. Οσο για το μέλλον της παγκοσμιοποίησης; Αντιδρά με μια αφοπλιστική πλην πηγαία απάντηση: «Δεν ξέρω». Ομως, «ας μη γελιόμαστε, ακόμη και μια επιβράδυνση θα συνοδευτεί από μια πτώση του βιοτικού μας επιπέδου».

Σημειώστε ότι ο Γάλλος οικονομολόγος θα απευθύνει στο Auditorium Theo Angelopoulos του Γαλλικού Ινστιτούτου, την Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου, διάλεξη με θέμα «Η οικονομική επιστήμη στην υπηρεσία του κοινού καλού». Αφορμή είναι η έκδοση στα ελληνικά του ομώνυμου βιβλίου του, από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

– Υπάρχει ανησυχία ότι οι δαπάνες του κράτους για τη στήριξη πολιτών και επιχειρήσεων μπροστά στην πανδημία, στην ενεργειακή κρίση και στον πληθωρισμό θα γεννήσουν μία άλλη κρίση, χρέους. Τελικά, ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό;

– Η αύξηση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους στις ευρωπαϊκές χώρες προκαλεί ανησυχία. Αντιμετωπίσαμε διαδοχικά τη χρηματοπιστωτική κρίση, την κρίση της Ευρωζώνης, την ύφεση της COVID-19 και τώρα την κρίση της Ουκρανίας. Κάθε φορά χάνουμε και λίγο χώρο για ελιγμούς. Ο πληθωρισμός και τα πρόσθετα κόστη που συνδέονται με τον νέο ψυχρό πόλεμο (ενέργεια, επανεξοπλισμός, λιγότερο διαφοροποιημένες αλυσίδες εφοδιασμού) θα έχουν το κόστος τους. Ας ελπίσουμε ότι αυτά τα σοκ θα είναι προσωρινά, αλλά δεν μπορούμε να το εγγυηθούμε πλήρως. Πάνω απ’ όλα, πρέπει να καταπολεμήσουμε την κλιματική αλλαγή – έχουμε χρονοτριβήσει 30 χρόνια τώρα και πλέον στεκόμαστε με την πλάτη στον τοίχο.

Τα κράτη βγαίνουν συστηματικά από κρίσεις με περισσότερο χρέος, η απογοήτευση ενισχύεται και η ανισότητα μεγεθύνεται. Υπάρχουν όμως και καλά νέα. Γνωρίζαμε, για παράδειγμα, ότι μια μέρα θα υπήρχε μια μεγάλη παγκόσμια πανδημία (και θα υπάρξουν άλλες), αλλά η τεχνολογική πρόοδος κατέστησε δυνατή την παραγωγή εμβολίων σε λίγους μήνες – προηγουμένως θα χρειαζόταν μια δεκαετία. Πολλοί θάνατοι και lockdowns έχουν αποφευχθεί και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ερευνας είχαν επενδύσει νωρίτερα στη θεμελιώδη επιστήμη που επέτρεψε την ταχεία ανάπτυξη εμβολίων.

Ετσι, ενώ η τρέχουσα κατάσταση θα μπορούσε να είναι η τέλεια καταιγίδα, υπάρχει επίσης ελπίδα, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα επενδύουμε στο μέλλον μας και δεν θα δανειζόμαστε για να χρηματοδοτήσουμε την τρέχουσα κατανάλωση. Οι λαϊκιστές είναι συχνά πρόθυμοι να αφήσουν το έλλειμμα του προϋπολογισμού να διολισθήσει, περιορίζοντας επενδύσεις που θα καθησύχαζαν τους επενδυτές ότι οι χώρες μας είναι φερέγγυες. Ανησυχούσα λιγότερο για το ιταλικό χρέος υπό τον Ντράγκι. Η επιστροφή των δημαγωγικών πολιτικών θα μπορούσε να δημιουργήσει αρνητικές προσδοκίες. Φυσικά, η ΕΚΤ θα εξακολουθούσε να είναι σε θέση να νομισματοποιήσει το ιταλικό χρέος για να σώσει την Ιταλία, αλλά αυτό θα τροφοδοτούσε τον πληθωρισμό και μακροπρόθεσμα το ευρώ ως σύνολο θα μπορούσε να χάσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών.

Πρέπει να επενδύσουμε μαζικά στην εκπαίδευση, στην έρευνα και στην ανάπτυξη, στην πρόληψη των χρόνιων ασθενειών, στη μείωση των ανισοτήτων και ασφαλώς στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Αυτήν τη στιγμή υπάρχει προφανώς πόλεμος στην Ευρώπη. Δεν βλέπω τους συμπολίτες μας έτοιμους να κάνουν τις απαραίτητες προσπάθειες. Αυτή είναι η πραγματική μου ανησυχία, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν τα μέσα για να βγούμε από την κρίση.

Μάλλον το έχουμε παρακάνει με την τιμολογιακή ασπίδα και θα είναι πολιτικά πολύ δύσκολο να βγούμε από αυτό.

– Δημοσιονομικοί κανόνες της Ευρωζώνης. Ποια είναι ενδεχομένως η δική σας συνδρομή σε μια συζήτηση η οποία δεν έχει ακόμη αρχίσει σε θεσμικό επίπεδο;

– Παρά τις ορισμένες βελτιώσεις που είδαμε μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, οι δημοσιονομικοί κανόνες είναι μάλλον σκληροί. Εν μέρει επειδή δεν υπάρχει μαγικός αριθμός εδώ – ένα χρέος στο 40% μπορεί να μην είναι βιώσιμο για μια χώρα και μια άλλη μπορεί εύκολα να αντέξει ένα χρέος 150%. Η βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων: τον ρυθμό ανάπτυξης (ένα χρέος είναι πολύ πιο εύκολο να εξυπηρετηθεί εάν το επιτόκιο είναι χαμηλότερο από τον ρυθμό ανάπτυξης), το ποιος κατέχει το χρέος (οι επενδυτές ανησυχούν λιγότερο εάν ένα μεγάλο ποσοστό του χρέος βρίσκεται στο εσωτερικό, καθώς η χώρα είναι λιγότερο πιθανό να χρεοκοπήσει τους πολίτες και τις τράπεζές της), την ικανότητα αύξησης της δημοσιονομικής πίεσης εάν χρειαστεί, τη λήξη του χρέους (οι βραχυπρόθεσμες προθεσμίες είναι πιο δύσκολο να καλυφθούν), την ονομαστική αξία του νομίσματος του χρέους, μεταξύ άλλων. Επίσης, τα ανοίγματα εκτός ισολογισμού, όπως οι εγγυήσεις για αμοιβαίο χρέος της Ευρωζώνης ή για κρατικές επιχειρήσεις, είναι μερικές φορές δύσκολο να αξιολογηθούν – αντιθέτως, οι συντάξεις, μια άλλη υποχρέωση εκτός ισολογισμού, είναι πιο εύκολο να προβλεφθούν.

Εν μέρει επειδή δεν είμαστε τόσο καλοί στο να πούμε τι είναι ή τι δεν είναι μια επένδυση. Οι δαπάνες για την εκπαίδευση μπορεί να είναι μια τρομερή επένδυση για το μέλλον μας, αλλά μπορεί επίσης να είναι καθαρή κατανάλωση, ανάλογα με το αν η αντίστοιχη δημόσια υπηρεσία βελτιώνεται σε αναλογία με τον προϋπολογισμό της εκπαίδευσης.

Ο έλεγχος των δημόσιων οικονομικών είναι μια πολύπλοκη άσκηση και καμία πολιτική δεν θα το λύσει. Ανεξάρτητα εσωτερικά όργανα όπως τα Ελεγκτικά Συνέδρια (Cour des comptes στη Γαλλία) είναι χρήσιμα, αλλά οι συστάσεις τους συχνά συνοδεύονται από πολύ λίγα αποτελέσματα. Τα σενάρια για προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων στα δημόσια οικονομικά, που προετοιμάζονται από ανεξάρτητες επιτροπές προϋπολογισμού και ακολουθούνται από δημοκρατικό διάλογο, μπορεί να είναι εποικοδομητικά – όπως και η δημιουργία ανεξάρτητων δημόσιων παρατηρητηρίων που προσπαθούν να μετρήσουν τη μακροπρόθεσμη δημόσια απόδοση. Αλλά –τελικά– μια εύρυθμη, ώριμη δημοκρατία με ενημερωμένους πολίτες είναι το καλύτερο φάρμακο κατά της οικονομικής ολίσθησης.

– Η αδυναμία της αγοράς να συγκρατήσει τις τιμές μπροστά στις τρέχουσες συνθήκες επαναφέρει τη συζήτηση για τον βαθμό παρέμβασης του κράτους. Εχουμε παραδείγματα ακόμη και για κρατικοποιήσεις επιχειρήσεων στον ευαίσθητο τομέα της ενέργειας. Ποια είναι η γνώμη σας;

– Είναι αλήθεια ότι αντιμετωπίζουμε ένα άνευ προηγουμένου σοκ στις τιμές της ενέργειας. Πρέπει να προστατεύσουμε τους φτωχούς ενόψει της τεράστιας αύξησης της τιμής της ενέργειας. Ωστόσο, δεν είμαι σίγουρος ότι οι δημοκρατίες μας το κάνουν με τον σωστό τρόπο. Η τιμολογιακή ασπίδα που τέθηκε σε εφαρμογή σε πολλές χώρες (στη Γαλλία δεν αυξήθηκε η τιμή του φυσικού αερίου στην κατανάλωση και η τιμή του ηλεκτρισμού αυξήθηκε πολύ λίγο) ισοδυναμεί με το να στέλνει στους πολίτες το εξής μήνυμα: «Οι τιμές του φυσικού αερίου, του ηλεκτρισμού και του πετρελαίου έχουν εκτοξευθεί, είμαστε συλλογικά εξαθλιωμένοι, αλλά δεν θα υποστείτε καμία αύξηση στον λογαριασμό σας». Αλήθεια, κανείς δεν θα πληρώσει; Ξεχνάμε τις μελλοντικές γενιές που θα επιβαρυνθούν από το χρέος το οποίο θα προκύψει. Είμαστε εκτός γραμμής, ακόμη κι αν καταλαβαίνω την απόφαση σε πολιτικούς όρους.

Επίσης ξεχνάμε εντελώς τον οικολογικό στόχο. Η τιμολογιακή ασπίδα, η οποία κοστίζει πολλά χρήματα στο κράτος –24 δισ. ευρώ σε έναν χρόνο στη Γαλλία– είναι μια πρόσθετη επιδότηση στα ορυκτά καύσιμα και δεν απευθύνεται σε απόρους, αφού όλοι επωφελούνται από αυτήν. Η προτιμώμενη λύση του οικονομολόγου θα ήταν να δώσει μια επιταγή στα νοικοκυριά που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, αλλά να κρατήσει ένα «σινιάλο τιμής» έτσι ώστε να ενθαρρύνει την εξοικονόμηση στα ορυκτά καύσιμα. Ιδανικά, να συνδυάσει και τα δύο, καθώς είναι σαφές ότι η αποζημίωση δεν φτάνει ποτέ με τέλειο τρόπο στον στόχο της. Μάλλον το έχουμε παρακάνει με την τιμολογιακή ασπίδα και θα είναι πολιτικά πολύ δύσκολο να βγούμε από αυτό.

Απειλή ο στασιμοπληθωρισμός

– Η τρέχουσα κρίση των τιμών είναι ένα θέμα για το οποίο έχουν εκφραστεί πολλές και διαφορετικές απόψεις. Ποια είναι η δική σας ανάλυση; Είναι παροδικός ο υψηλός πληθωρισμός;

– Κάποιο μέρος του πληθωρισμού είναι αισίως παροδικό: τα σοκ στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, η αποδιοργάνωση των αλυσίδων εφοδιασμού και η κινεζική κρίση COVID. Επιπλέον, αντιμετωπίζουμε την πληθωριστική πίεση που προέκυψε από τις προηγούμενες πολιτικές τόνωσης. Ομως αυτό που πρέπει να αποφύγουμε είναι οι πληθωριστικές προσδοκίες και το σπιράλ τιμών-μισθών, ώστε να αποτραπεί η εμπειρία του στασιμοπληθωρισμού που είχαμε μετά το πετρελαϊκό σοκ του 1973. Η αύξηση των επιτοκίων στις αρχές της δεκαετίας του 1980 για να σπάσει το πληθωριστικό σπιράλ της δεκαετίας του ’70 ήταν κοινωνικά πολύ κοστοβόρο και μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι δεν θα χρειαστεί να ξαναζήσουμε ένα τέτοιο επεισόδιο. Θα ήταν πολύ επικίνδυνη σήμερα η προσαρμογή των μισθών στις τιμές. Η Ευρώπη υποφέρει από αναπόφευκτη απώλεια αγοραστικής δύναμης. Το ερώτημα είναι πώς θα κατανεμηθεί η ζημία μεταξύ εργαζομένων, εταιρειών και μεταξύ των σημερινών και των μελλοντικών φορολογουμένων. Η τιμαριθμική αναπροσαρμογή, ο πληθωρισμός και η ύφεση θα ήταν ένας πολύ ακριβός τρόπος για να γίνει αυτό.

Στις ΗΠΑ υπάρχει ένα πολύ ισχυρό μομέντουμ, μια πολύ σφιχτή αγορά, και μια ανάγκη να επιβραδυνθεί η δραστηριότητα μέσω της αύξησης των επιτοκίων. Στην Ευρώπη, η αγορά είναι λιγότερο τεταμένη και οι χώρες μας έχουν χάσει αγοραστική δύναμη. Η ανάγκη για αύξηση των επιτοκίων δεν είναι τόσο έντονη. Τούτου λεχθέντος, η τρέχουσα διαφοροποίηση μεταξύ του πληθωρισμού στην Ευρώπη και των πολύ χαμηλών ονομαστικών επιτοκίων είναι πραγματικά εντυπωσιακή.

Υπάρχουν περιπτώσεις κατάχρησης ισχύος

– Θεωρείτε ότι μέρος των αυξήσεων οφείλεται και στην απληστία ορισμένων επιχειρήσεων –μονοπώλια ή ολιγοπώλια– που εκμεταλλεύονται τη συγκυρία;

– Μπορεί πράγματι να υπάρχουν περιπτώσεις κατάχρησης ισχύος. Αλλά το υποκείμενο φαινόμενο δεν σχετίζεται με την ισχύ των εταιρειών στην αγορά. Πάρτε την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Το «οριακό μέσο παραγωγής» είναι συχνά μια τουρμπίνα αερίου. Με απλά λόγια, όταν καταναλώνω μία κιλοβατώρα, αυτή η κιλοβατώρα θα τροφοδοτείται από αέριο, από τις διαθέσιμες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, από πυρηνική ενέργεια και από μονάδες υδραυλικής ενέργειας που ήδη δούλευαν σε πλήρη παραγωγή. Η τιμή του φυσικού αερίου έχει αυξηθεί πολύ τον τελευταίο χρόνο (κατά 10 φορές). Από μόνη της, η αντίδραση των τιμών χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας αποτυπώνει απλώς τη σπανιότητα της ηλεκτρικής ενέργειας. Φυσικά οι «υπο-οριακές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής» (ανανεώσιμες, πυρηνικές και υδραυλικές) αποφέρουν πολύ μεγάλα απροσδόκητα κέρδη (σε αντίθετη περίπτωση θα είχαν ανεπιθύμητες απώλειες εάν υπήρχε υπερβάλλουσα ηλεκτρική ενέργεια). Η Ευρώπη λοιπόν τις φορολογεί.

– Ένας από τους μεγάλους ασθενείς στην Ελλάδα θεωρείται το κράτος της. Ποια θα λέγατε ότι είναι τα στοιχεία που καθορίζουν την επιτυχία μιας μεταρρύθμισης στη δημόσια διοίκηση;

– Η έννοια του κράτους έχει αλλάξει. Το σύγχρονο κράτος θα πρέπει να διορθώνει τις αστοχίες της αγοράς. Θα πρέπει να ρυθμίζει τις τράπεζες, να εγγυάται δίκαιο ανταγωνισμό και να διαχειρίζεται φορολογικές εξωτερικές επιδράσεις – βλ. εκπομπές CO2, μεταξύ άλλων. Θα πρέπει να παρέχει ένα οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τα κίνητρα των ατόμων και των εταιρειών να ευθυγραμμίζονται όσο το δυνατόν περισσότερο με το κοινό καλό. Θα πρέπει να δημιουργεί ένα σύνολο ασφαλιστικών μηχανισμών που να προστατεύει τους πολίτες από αναποδιές στη ζωή (από τη γέννηση σε μη προνομιούχα οικογένεια έως την έλλειψη πρόσβασης σε καλή εκπαίδευση, την κακή υγεία ή το ατύχημα, την απώλεια εργασίας), αλλά και να θεσπίζει κίνητρα (για παράδειγμα, να μην ασφαλίζει ιδιοκτήτες κατοικιών που έχουν εν γνώσει τους κτίσει σε περιοχή με υψηλό ρίσκο πλημμύρας). Με λίγα λόγια, το κράτος θα πρέπει να προωθεί μια αρμονική κοινωνία.

Αντίθετα, το σύγχρονο κράτος δεν είναι πλέον πάροχος θέσεων εργασίας μέσω της δημόσιας διοίκησης και παραγωγός αγαθών και υπηρεσιών μέσω των δημοσίων επιχειρήσεων. Αντίθετα, το κράτος θέτει ιδανικά τους κανόνες και παρεμβαίνει για να διορθώσει τις αστοχίες της αγοράς, αντί να αντικαταστήσει την αγορά ως ένας μέτριος διαχειριστής επιχειρήσεων.

Στις λειτουργίες του, το κράτος θα πρέπει να είναι επιδέξιο και αντιδραστικό. Στο βιβλίο μου «Οικονομικά για το κοινό καλό» περιγράφω κάποιες αρχές και πειράματα ανά τον κόσμο. Είναι σημαντικό να χρησιμοποιείται η συγκριτική αξιολόγηση τόσο στο εσωτερικό όσο και με τις ξένες χώρες για την αξιολόγηση της απόδοσης και τον εντοπισμό προβλημάτων. Το κράτος θα πρέπει να επιτρέπει πειράματα και καινοτομίες, να εμπιστεύεται τη διοίκηση σχολείων, νοσοκομείων, δημόσιας χρηματοδότησης και άλλων εγχειρημάτων, αξιολογώντας εκ των υστέρων την απόδοσή τους και ενεργώντας βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών. Θα πρέπει να ορίζει στόχους και όχι διαδρομές για την επίτευξή τους (θυμηθείτε την ανακάλυψη του εμβολίου Covid: δεν ξέραμε ποια από τις εναλλακτικές τεχνολογικές προσεγγίσεις θα λειτουργούσε· ευτυχώς τα κράτη παρέμειναν ταπεινά και δεν στοιχημάτισαν σε μία προσέγγιση που πίστευαν ότι ήταν πιο πιθανή να πετύχει). Τέλος, δεν ενδείκνυνται οριζόντιες περικοπές προϋπολογισμού: περικόψτε τους προϋπολογισμούς εκεί που είναι λιγότερο χρήσιμοι. Ομοίως, η κατανομή των πόρων σε πολλούς αποδέκτες μπορεί να είναι σπάταλη: πρέπει να σπείρουμε όπου το έδαφος είναι γόνιμο.

Και μια τελευταία παρατήρηση: συχνά συναντά κανείς την άποψη ότι «δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για μεταρρύθμιση του κράτους». Ωστόσο, ορισμένες χώρες όπως ο Καναδάς, η Σουηδία και η Γερμανία έχουν δείξει ότι ευρείες μεταρρυθμίσεις του κράτους μπορούν να εφαρμοστούν σε δύσκολες στιγμές.

– Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής προσθέτουν ακόμη μία παράμετρο, και μάλιστα επιτακτική, στη διαδικασία της ανάπτυξης. Σας ανησυχεί ότι τα περιβαλλοντικά μέτρα θα μετριάσουν τους μελλοντικούς ρυθμούς μεγέθυνσης των οικονομιών στην Ευρώπη;

– Η καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη θα έχει αναπόφευκτα κόστος, ακόμη και αν υπάρχει αβεβαιότητα για το επίπεδό του. Η ιδέα της αυξημένης ανάπτυξης που βασίζεται σε εκατομμύρια πράσινες θέσεις εργασίας είναι ένα όνειρο θερινής νυκτός.

Ανάλογοι περιορισμοί, καθώς και μια πρωτοποριακή πράσινη Έρευνα και Ανάπτυξη, είναι αναπόφευκτα εάν θέλουμε να σώσουμε τον πλανήτη μας. Με βεβαιότητα θα επηρεάσουν βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα την οικονομική ανάπτυξη. Διαφορετικά όμως οδηγούμαστε σε μια οικονομική, περιβαλλοντική, κοινωνική και γεωπολιτική καταστροφή. Ωστόσο, η ελαχιστοποίηση του κόστους της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής είναι επίσης ζωτικής σημασίας, πρώτον με το να σταματήσουμε τη συλλογική μας αναβλητικότητα και δεύτερον χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μέσα.

Και μεταξύ των κατάλληλων μέσων, είναι σημαντική η τιμή του άνθρακα. Είναι πολύ αποτελεσματική για τρεις λόγους.

Πρώτον, παρέχει ένα κίνητρο για τις εταιρείες που μπορούν να αποφύγουν την εκπομπή ενός τόνου άνθρακα με ένα κόστος 10 ευρώ να το κάνουν κατά προτεραιότητα σε σχέση με εταιρείες που θα έπρεπε να ξοδέψουν 1.000 ευρώ για να επιτύχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Αυτό καθιστά δυνατή την εστίαση πρώτα στις λιγότερο κοστοβόρες φιλικές προς το κλίμα δράσεις. Αυτό είναι απαραίτητο γιατί οι πόροι που χρειάζονται για την οικολογική μετάβαση είναι πολύ λίγοι. Αυτό δεν ισχύει μόνο για εταιρείες αλλά και για ιδιώτες και για το κράτος. Χωρίς τιμή άνθρακα, η μετάβαση θα κοστίσει πολύ περισσότερο!

Δεύτερον, η απουσία αξιόπιστης μακροπρόθεσμης τιμής άνθρακα αποθαρρύνει τις πράσινες επενδύσεις και την Έρευνα και Ανάπτυξη στην πράσινη ενέργεια. Αν δεν χορηγήσουμε τεράστιες επιδοτήσεις σε εταιρείες, οι απαραίτητες επενδύσεις δεν είναι κερδοφόρες.

Τρίτον, ο φόρος άνθρακα είναι ένα απλό μέτρο: όταν επιλέγουμε μεταξύ των ντοματών, οι εκπομπές άνθρακα που απαιτήθηκαν θα περιλαμβάνονται στην τιμή τους. Διαφορετικά, στην προσπάθεια να σεβαστούμε περιβάλλον, θα πρέπει να υπολογίσουμε τις εκπομπές που αντιστοιχούν στη μεταφορά με φορτηγά, στην καλλιέργεια θερμοκηπίου κ.ο.κ για να βάλουμε μια τιμή στον άνθρακα – δεν έχουμε τις απαραίτητες πληροφορίες.

– Διακρίνετε έντονα σημάδια προστατευτισμού στο διεθνές εμπόριο; Ή συμφωνείτε με την άποψη που διατύπωσε ο Πασκάλ Λαμί στην «Κ» περί slowbalization, δηλαδή περί απλής επιβράδυνσης της παγκοσμιοποίησης.

– Δεν ξέρω. Κατά τη διάρκεια της κρίσης Covid, ήμουν της άποψης ότι το διεθνές εμπόριο θα παρέμενε ισχυρό μόλις θα ελεγχόταν ο ιός. Οι αλυσίδες εφοδιασμού αποδείχθηκαν σχετικά ανθεκτικές κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Και οι επενδύσεις στις αλυσίδες εφοδιασμού έχουν βυθιστεί, επομένως η διαθεσιμότητά τους θα σήμαινε ότι η παγκοσμιοποίηση θα συνεχιστεί (με ορισμένες ποιοτικές προσαρμογές ώστε να προστατεύονται καλύτερα οι χαμένοι της).

Τώρα δεν είμαι τόσο βέβαιος. Το κύριο επιχείρημα για την έλευση της επιβράδυνσης της παγκοσμιοποίησης (slowbalization) είναι οι γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ της Δύσης και του αυταρχικού μπλοκ (ιδίως Ρωσίας και Κίνας). Η έλλειψη εμπιστοσύνης θα σημαίνει ότι οι χώρες θα είναι λιγότερο πρόθυμες να αγοράσουν βασικές εισροές από χώρες ή να επενδύσουν χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία σε περιοχές που δεν θεωρούνται φιλικές. Η παγκοσμιοποίηση απαιτεί ένα ειρηνικό περιβάλλον. Για να προστατευθούν, οι χώρες μπορεί να αποφασίσουν να παράγουν στο σπίτι τους ή να προμηθεύονται μόνο από φιλικές χώρες (οι Αμερικανοί το αποκαλούν “friendshoring”). Το διεθνές εμπόριο είναι πιθανό να μειωθεί. Και όμως, ακόμα κι αν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, το διεθνές εμπόριο είναι θεμελιώδης παράγοντας ανάπτυξης, ειδικά για τις φτωχές χώρες. Αλλά από την πλευρά μας, ας μη γελιόμαστε: αν αποδειχθεί αναπόφευκτη, ακόμη και η επιβράδυνση της παγκοσμιοποίησης θα συνοδευτεί από μια πτώση του βιοτικού μας επιπέδου.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT