Τα θεμέλια μιας νέας τάξης πραγμάτων θέτει η ενεργειακή κρίση με μοχλό τα ανακλαστικά της εκάστοτε χώρας στην αντιμετώπισή της, αλλά και με τις μακροχρόνιες σχέσεις που τη δεσμεύουν. Η Ιταλία τα καταφέρνει πολύ καλύτερα από τη Γερμανία χάρη στους μακροχρόνιους δεσμούς της με χώρες της Αφρικής, πολλές από τις οποίες της προσέφεραν εναλλακτικούς ενεργειακούς πόρους. Την ίδια στιγμή, σε δεινή θέση φαίνεται να περιέρχεται η Γερμανία έπειτα από δεκαετίες στενής συνεργασίας με τη Ρωσία, που τώρα την καθιστούν εξαιρετικά ευάλωτη.
Τις εβδομάδες αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο διευθύνων σύμβουλος της ιταλικής ενεργειακής Eni, Κλάουντιο Ντεσκάλτζι, επισκέφθηκε μεγάλο αριθμό από τις αφρικανικές χώρες που εξάγουν φυσικό αέριο. Στο πλαίσιο της περιοδείας του αυτής συναντήθηκε με αξιωματούχους της Αλγερίας, της Ανγκόλας, της Αιγύπτου και του Κονγκό συχνά συνοδευόμενος από ανώτερους αξιωματούχους της ιταλικής κυβέρνησης. Η κρατικά ελεγχόμενη Eni και μέσω αυτής η Ιταλία πέτυχε, έτσι, να αναπτύξει περαιτέρω τις υφιστάμενες σχέσεις συνεργασίας με τις χώρες αυτές και να διασφαλίσει πρόσθετες εισαγωγές φυσικού αερίου, που θα υποκαταστήσουν σε μεγάλο βαθμό το αέριο της Ρωσίας. Οπως τονίζει ο Μάρτιν Μέρφι, ειδικός θεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στην εταιρεία ερευνών Wood Mackenzie, η Ρωσία ήταν και για την Ιταλία ο σημαντικότερος προμηθευτής της σε αέριο επί πολλά χρόνια. Η χώρα είχε, όμως, ευρύτερο φάσμα προμηθευτών και μακροχρόνιες σχέσεις με την Αφρική.
Εν μέρει λόγω της μακράς εμπειρίας της από οικονομικές κρίσεις, κατόρθωσε να ελιχθεί και δεν θα χρειαστεί να επιβάλει δελτίο στα καύσιμα. Και η κυβέρνησή της θριαμβολογεί. Οπως επισημαίνει ο Αλμπέρτο Τσιό, πρώην υπουργός Βιομηχανίας της Ιταλίας και πρώην μέλος του Δ.Σ. της Eni, «το ότι χαίρει εκτίμησης ο διευθύνων σύμβουλος της ιταλικής Eni, Ντεσκάλτζι, σε πολλές αφρικανικές χώρες αποτελεί σαφώς ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Ιταλίας». Η Ρώμη επέδειξε μια ευελιξία που δεν μπόρεσαν να μιμηθούν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Η Ιταλία κατανάλωσε πέρυσι 29 δισ. κυβικά μέτρα ρωσικού αερίου που ήταν το 40% των εισαγωγών της στο είδος. Τώρα υποκαθιστά σταδιακά περίπου τα 10,5 δισ. κ.μ. από άλλες χώρες. Το μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών της θα προέλθει από την Αλγερία, που θα αυξήσει τις εξαγωγές αερίου στην Ιταλία κατά σχεδόν 20% στα 25,2 δισ. κ.μ. και θα αποτελεί εφεξής τον κυριότερο προμηθευτή ενέργειας για τη Ρώμη, καθώς θα αντιπροσωπεύει το 35% των εισαγωγών της. Και το μερίδιο της Ρωσίας στις εισαγωγές ενέργειας στην Ιταλία έχει ελαχιστοποιηθεί. Από την επόμενη άνοιξη, άλλωστε, θα αρχίσει να εισάγει LNG από Αίγυπτο, Κατάρ, Κονγκό, Νιγηρία και Ανγκόλα.
Το Βερολίνο ετοιμάζεται να επιβάλει δελτίο στα καύσιμα, αναγκάστηκε να κρατικοποιήσει ενεργειακές εταιρείες και οδεύει ολοταχώς προς την ύφεση.
Η Γερμανία βρίσκεται ενδεχομένως στη χειρότερη μοίρα από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Αν και πανίσχυρη οικονομία και μακροχρόνια συνυφασμένη με την έννοια του συνετού σχεδιασμού, η Γερμανία βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστη στην ενεργειακή κρίση. Απογυμνωμένη από το φθηνό φυσικό αέριο που της χορηγούσε επί πολλές δεκαετίες η Μόσχα, ετοιμάζεται να επιβάλει δελτίο στα καύσιμα, αναγκάστηκε να κρατικοποιήσει μία από τις βαρύτατα χειμαζόμενες ενεργειακές εταιρείες και οδεύει ολοταχώς προς την ύφεση χωρίς έξοδο κινδύνου. Πέρυσι εισήγαγε 58 δισ. κ.μ. ρωσικού αερίου, που ισοδυναμούσαν με το 58% της κατανάλωσής της και τώρα βλέπει να έχει διακοπεί η ροή του καυσίμου. Δεν έχει κατορθώσει να υποκαταστήσει αυτές τις εισαγωγές με άλλους προμηθευτές και έχει αναγκαστεί να αγοράζει αέριο από την ελεύθερη αγορά καταβάλλοντας, όμως, οκταπλάσιες τιμές.
Οι προσπάθειες της Γερμανίας για απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο προς το παρόν έχουν επικεντρωθεί στην ενοικίαση πέντε πλωτών τερματικών σταθμών για εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία δεν διαθέτει τερματικούς σταθμούς του είδους καθώς είχε επί πολλές δεκαετίες βασιστεί στους αγωγούς που της μετέφεραν αέριο από τη Ρωσία. Η Ιταλία, αντιθέτως, διαθέτει τρεις τερματικούς σταθμούς που είναι σε λειτουργία και προσφάτως αγόρασε άλλους δύο.
Οι δύο χώρες βρίσκονται πράγματι σε εντελώς αντίθετη κατάσταση αφού η ενεργειακή κρίση πλήττει άνισα και ανόμοια τη Γηραιά Ηπειρο. Οι χειρότερα πληγείσες χώρες είναι η Γερμανία, η Ουγγαρία και η Αυστρία, ενώ εκείνες με τη μικρότερη εξάρτηση από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες και επομένως με τις μεγαλύτερες αντιστάσεις είναι η Γαλλία, η Σουηδία και η Βρετανία. Η ενεργειακή κρίση ανάγκασε τις κυβερνήσεις να συνειδητοποιήσουν τους κινδύνους που εγκυμονεί η υπερβολική εξάρτηση από έναν κυρίαρχο προμηθευτή. Θυμίζει μάλιστα την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970, που ανάγκασε τον δυτικό κόσμο να επανεξετάσει την εξάρτησή του από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής, ενώ πολλαπλασίασε τις προσπάθειες πολλών χωρών να εκμεταλλευθούν τον δικό τους ορυκτό πλούτο και τις εξώθησε να αναζητούν εναλλακτικούς προμηθευτές στη Βενεζουέλα και στο Μεξικό.