Βρετανία: Προϋπολογισμός σκληρής λιτότητας

Βρετανία: Προϋπολογισμός σκληρής λιτότητας

Δημοσιονομική πειθαρχία, μειώσεις δαπανών και αυξήσεις φόρων

3' 37" χρόνος ανάγνωσης

Επιθετικές αυξήσεις φόρων και ριζικές μειώσεις δαπανών στοιχειοθετούν τον προϋπολογισμό σκληρής λιτότητας που παρουσίασε χθες ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών Τζέρεμι Χαντ, επικαλούμενος την ανάγκη να επανορθώσει το όποιο πλήγμα έχει καταφέρει στη δημοσιονομική αξιοπιστία της Βρετανίας η πολιτική της τέως πρωθυπουργού Λιζ Τρας. Η σκληρή λιτότητα αναμένεται να επιταχύνει το επόμενο έτος την ύφεση, στην οποία έχει ήδη διολισθήσει η βρετανική οικονομία όπως παραδέχθηκε ο κ. Χαντ ενώπιον του Κοινοβουλίου. Ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών υπογράμμισε, ωστόσο, πως δεν μπορεί να αποφευχθεί το πικρό χάπι της δημοσιονομικής πειθαρχίας για να διασφαλίσει η χώρα την ηρεμία στις αγορές, ενώ υποσχέθηκε να προστατεύσει τις πιο ευάλωτες εισοδηματικά τάξεις.

Ανάμεσα στις πλέον επιθετικές, αν και εν πολλοίς αναμενόμενες αυξήσεις φόρων ήταν εκείνη στα υπερκέρδη των ενεργειακών εταιρειών. Από 1ης Ιανουαρίου και για την επόμενη πενταετία ο συντελεστής φορολόγησης των κερδών του κλάδου φθάνει πλέον στο 35%, από το 25% στο οποίο βρισκόταν έως τώρα. Παράλληλα, ένας προσωρινός φόρος 45% επιβάλλεται στις εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Στόχος όλων αυτών των αυξήσεων είναι να συγκεντρώσουν τα ταμεία του βρετανικού κράτους κεφάλαια ύψους 14 δισ. στερλινών.

Μια δύσκολη χρονιά

Σε ό,τι αφορά το ΑΕΠ της Βρετανίας αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 1,4% το επόμενο έτος, ενώ μόλις τον περασμένο Μάρτιο η πρόβλεψη του ανεξάρτητου Γραφείου Προϋπολογισμού προέβλεπε ανάπτυξη 1,8%. Εκτοτε η βρετανική οικονομία έχει υποστεί ομοβροντία πληγμάτων, αρχής γενομένης από την ενεργειακή κρίση που έχει οδηγήσει σε πληθωρισμό 11,1% αλλά και στα γενικότερα παρεπόμενα του πολέμου και στην αναταραχή που προκάλεσε στις αγορές η απόπειρα της τέως πρωθυπουργού να επιβάλει μια επιθετική ατζέντα μειώσεων φόρων. Η κ. Τρας παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία μόλις 45 ημέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, καθώς οι πειραματισμοί της με τις ακραίες φοροαπαλλαγές οδήγησαν σε λίγες ημέρες τη στερλίνα σε ιστορικό χαμηλό έναντι του δολαρίου και εγκυμονούσαν τον κίνδυνο να καταρρεύσει η αγορά στέγης. Εν μέσω της αναταραχής, η Τράπεζα της Αγγλίας αναγκάστηκε να παρέμβει με μαζικές αγορές ομολόγων για να αποτρέψει την κατάρρευση της αγοράς.

Οπως τόνισε ο Τζέρεμι Χαντ, οι προβλέψεις του Γραφείου Προϋπολογισμού σκιαγραφούν «τον οδυνηρό αντίκτυπο που είχε στη βρετανική οικονομία η κακή διεθνής συγκυρία». Το εν λόγω Γραφείο προβλέπει τώρα πως το 2024 το βρετανικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1,3% και κατά 2,6% το 2025, όταν οι προηγούμενες προβλέψεις του μιλούσαν για ανάπτυξη 2,1% το 2024 και 1,8% το 2025. Η οικονομία της Βρετανίας είναι η μοναδική ανάμεσα σε όλες τις οικονομίες του G7 που δεν έχει ακόμη ανακάμψει στα προ πανδημίας επίπεδά της, ενώ έχει προηγηθεί μία δεκαετία σχεδόν πλήρους στασιμότητας στην αύξηση των εισοδημάτων.

Το ΑΕΠ αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 1,4% το 2023, ενώ μόλις τον περασμένο Μάρτιο προβλεπόταν ανάπτυξη 1,8%.

Αύξηση κόστους δανεισμού

Εν μέσω του υψηλού πληθωρισμού και της διαρκούς υποβάθμισης του βιοτικού επιπέδου στη χώρα, από τις μεγαλύτερες πηγές ανησυχίας για τους πολίτες της Βρετανίας είναι η αναπόφευκτη εκτόξευση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους τους και ειδικότερα η μεγάλη αύξηση που αναμένεται να σημειώσουν οι δόσεις των στεγαστικών δανείων αντανακλώντας τις επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων από την Τράπεζα της Αγγλίας. Γνωρίζοντας τη σοβαρότητα του προβλήματος, ο υπουργός Οικονομικών είχε προειδοποιήσει τους δανειολήπτες πριν από τις χθεσινές ανακοινώσεις ότι δεν μπορεί παρά απλώς να επιβραδύνει μερικώς την αύξηση του κόστους δανεισμού, δείχνοντας στους επενδυτές ότι το χρέος της Βρετανίας βρίσκεται σε πτωτική πορεία. Σημειωτέον ότι τώρα ανέρχεται σε 2,35 τρισ. στερλίνες, ποσό αντίστοιχο των 2,91 τρισ. δολ. Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού, η χώρα θα επιτύχει μείωση του χρέους στο επιδιωκόμενο ποσοστό του ΑΕΠ το οικονομικό έτος 2027-2028.

Χρηματοπιστωτικός τομέας

Στο μεταξύ, ο κ. Χαντ επιχειρεί να καταστήσει το Λονδίνο και πάλι ελκυστικό ως παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κέντρο, καθώς χαλαρώνει τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας για τις ασφαλιστικές εταιρείες, ενώ την ίδια στιγμή μειώνει τη φορολογία στις τράπεζες και υπόσχεται να αναθεωρήσει όλους τους κανόνες που διέπουν τον κλάδο, αλλά έχουν επιβληθεί από την Ε.Ε. Οπως τόνισε, οι αλλαγές αυτές στοχεύουν στο «να κάνουν τη Βρετανία το πλέον καινοτόμο, δυναμικό και ανταγωνιστικό παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κέντρο». Υπενθυμίζεται πως ανάμεσα στα επιχειρήματα που είχαν προβάλει προ ετών οι υποστηρικτές του Brexit ήταν πως η απόσχιση της χώρας από την Ε.Ε. θα της έδινε τη δυνατότητα να απελευθερώσει τον χρηματοπιστωτικό τομέα της από τις αυστηρές ρυθμίσεις της. Ηδη το Κοινοβούλιο της χώρας εγκρίνει νόμο που θα διευκολύνει τον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και τις αγορές να ακολουθήσουν και να ανταγωνιστούν άλλα μεγάλα διεθνή χρηματοπιστωτικά κέντρα, όπως η Νέα Υόρκη, το Παρίσι και η Σιγκαπούρη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT