Εσπασε το φράγμα των 700 δισ. ευρώ το κόστος της ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη, φτάνοντας πλέον στα 705 δισ. ευρώ. Για να στηρίξουν τις οικονομίες τους που πλήττονται από την ενεργειακή κρίση, οι χώρες της Γηραιάς Ηπείρου έχουν δαπανήσει τους τελευταίους περίπου 15 μήνες ποσό αντίστοιχο με όσα κεφάλαια δέσμευσαν για να τις στηρίξουν εν μέσω της ύφεσης λόγω της πανδημίας. Και ο χειμώνας μόλις που αρχίζει. Μακράν πρώτη, η «πλούσια» Γερμανία.
Εν ολίγοις, είναι δυσβάσταχτος ο λογαριασμός για την Ευρώπη, η οποία προκειμένου να εξασφαλίσει τον ενεργειακό εφοδιασμό της και να στηρίξει επιχειρήσεις και νοικοκυριά από τις αυξήσεις των τιμών, έχει δαπανήσει έως τώρα το ιλιγγιώδες αυτό ποσό, που υπερβαίνει τα 700 δισ. ευρώ. Και στο μεταξύ η αύξηση του συνολικού ποσού προδίδει πως οι χώρες εντείνουν τις παρεμβάσεις τους ενόψει της κατακόρυφης πτώσης της θερμοκρασίας. Σύμφωνα με τη δεξαμενή σκέψης και οικονομικό ινστιτούτο Bruegel, που εδρεύει στις Βρυξέλλες, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης από τον Σεπτέμβριο του 2021 έως σήμερα έχουν δεσμεύσει και διαθέσει περίπου 600 δισεκατομμύρια ευρώ σε μέτρα στήριξης, προκειμένου να προστατεύσουν τους καταναλωτές από το αυξανόμενο κόστος. Το αντίστοιχο ποσό τον περασμένο μήνα ήταν κατά 50 δισ. ευρώ μικρότερο, που σημαίνει ότι μέσα στον τελευταίο μήνα οι χώρες της Ε.Ε. δαπάνησαν άλλα 50 δισ. ευρώ. Τα μέτρα που έλαβαν, άλλωστε, οι εκτός Ε.Ε. Ηνωμένο Βασίλειο και Νορβηγία προσθέτουν 105 δισεκατομμύρια ευρώ σε αυτό το ποσό. Τα τελευταία στοιχεία αναμένεται να αυξήσουν την πίεση στην Ε.Ε. ώστε να συμφωνήσει τελικά σε ένα ανώτατο όριο τιμής για το φυσικό αέριο πριν από τα Χριστούγεννα. Οι συζητήσεις πρόκειται να ενταθούν, καθώς οι θερμοκρασίες αναμένεται να είναι «ασυνήθιστα κρύες» σε όλο το βόρειο τμήμα της ηπείρου την επόμενη εβδομάδα, σύμφωνα με την εταιρεία διαστημικής τεχνολογίας και παρατήρησης της Γης Maxar.
Η δαπάνη είναι σχεδόν ισοδύναμη με το πρόγραμμα της κοινής έκδοσης ομολόγων της Ε.Ε. για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Οπως τόνισε η Σιμόν Ταλιαπιέτρα, εκ των συντακτών της σχετικής έκθεσης, «οι τιμές της ενέργειας στην Ευρώπη αναμένεται να παραμείνουν υψηλότερες για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και οι ανησυχίες για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα θα ενταθούν. Αναπόφευκτα οι κυβερνήσεις θα υφίστανται όλο και μεγαλύτερες πιέσεις για να περιορίσουν σε στοχευμένα μέτρα τη στήριξη που προσφέρουν σε οικογένειες και επιχειρήσεις». Η ίδια υπογραμμίζει, επίσης, πως «γίνεται έτσι όλο και πιο αισθητός ο κίνδυνος κατακερματισμού για την ευρωπαϊκή αγορά στην περίπτωση που οι δημοσιονομικά ισχυρότερες χώρες παρέχουν περισσότερη υποστήριξη στις βιομηχανίες τους από άλλες». Οπως εξάλλου φαίνεται και στον σχετικό πίνακα, η Γερμανία έχει διαθέσει τα περισσότερα, τόσο σε απόλυτο ποσό όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ της, κάτι που έχει προβληματίσει τους εταίρους της στην Ε.Ε. Η Ιταλία είναι υπεύθυνη για το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης των σχετικών δαπανών σε σύγκριση με τον περασμένο μήνα. Η κυβέρνηση της νέας πρωθυπουργού, Τζόρτζια Μελόνι, διαθέτει τα δύο τρίτα του προϋπολογισμού των 30 δισεκατομμυρίων ευρώ για το επόμενο έτος για να προσφέρει ανακούφιση σε οικογένειες και επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν υψηλές τιμές ενέργειας.
Τα κεφάλαια αυτά τα προσθέτει στα περίπου 75 δισεκατομμύρια ευρώ που έχουν ήδη δαπανηθεί για τη στήριξη της οικονομίας, με τα περισσότερα να στοχεύουν σε μέτρα ανακούφισης. Περιλαμβάνουν φορολογικές ελαφρύνσεις για εταιρείες και οικογένειες και φορολογικές περικοπές που αποσκοπούν στη μείωση των τιμών της βενζίνης.
Οι υπουργοί Ενέργειας πρόκειται να πραγματοποιήσουν την τελευταία από μια σειρά έκτακτων συναντήσεων αυτόν τον μήνα, σε μια προσπάθεια να συμφωνήσουν ένα πακέτο μέτρων για τον περιορισμό των επιπτώσεων από τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου. Το πακέτο έχει όμως τεθεί σε αναμονή, καθώς οι χώρες προσπάθησαν να επιλύσουν τις βαθύτατες διαφωνίες τους ως προς το επίπεδο στο οποίο θα έπρεπε να καθοριστεί το πλαφόν. Η Πολωνία, για παράδειγμα, δεν θα συμφωνούσε σε ανώτατο όριο άνω των 30 δολαρίων το βαρέλι, ενώ η Κύπρος θέλει αποζημίωση για τη ναυτιλιακή δραστηριότητα που θα έχανε λόγω του ανώτατου ορίου.
Ταυτόχρονα, οι χώρες αναζητούν συμφωνία αναφορικά με το πλαφόν που θα επιβάλουν στις τιμές του ρωσικού πετρελαίου, μια κίνηση που έχει στόχο να περιορίσει τα έσοδα της Μόσχας.