Άρθρο Γ. Ατσαλάκης στην «Κ»: Ο πληθωρισμός θα «κολλήσει» σε υψηλό ποσοστό

Άρθρο Γ. Ατσαλάκης στην «Κ»: Ο πληθωρισμός θα «κολλήσει» σε υψηλό ποσοστό

Η διαχείριση του πληθωρισμού είναι ίσως από τα δυσκολότερα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσουν οι κυβερνήσεις. Ο πληθωρισμός δημιουργεί αβεβαιότητα και όταν εξελιχθεί σε στασιμοπληθωρισμό είναι η συνταγή για κοινωνική και πολιτική αστάθεια

3' 31" χρόνος ανάγνωσης

Η διαχείριση του πληθωρισμού είναι ίσως από τα δυσκολότερα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσουν οι κυβερνήσεις. Ο πληθωρισμός δημιουργεί αβεβαιότητα και όταν εξελιχθεί σε στασιμοπληθωρισμό είναι η συνταγή για κοινωνική και πολιτική αστάθεια. Σήμερα συνυπάρχουν δύο είδη πληθωρισμού που δημιουργούνται από διαφορετικές αιτίες: α) ο πληθωρισμός ζήτησης και β) ο πληθωρισμός κόστους παραγωγής. Η συνύπαρξη ταυτόχρονα δύο ειδών πληθωρισμού ξανασυνέβη το 1973, όπου και τότε υπήρχε έξαρση των τιμών της ενέργειας που οδήγησε σε στασιμοπληθωρισμό.

Ο πληθωρισμός ζήτησης δημιουργείται εξαιτίας της αφθονίας χρήματος που διέθεσαν τα κράτη, χωρίς να προέλθει από την παραγωγική διαδικασία. Δηλαδή, χρήματα που προήλθαν από την «εκτύπωση χρήματος» ή αλλιώς την ποσοτική χαλάρωση, και τις πιστώσεις τα οποία χρήματα «κάλυψαν» τόσο την κρίση του 2008 όσο και την κρίση της πανδημίας κ.λπ.

Η αντιμετώπιση του πληθωρισμού ζήτησης απαιτεί την κλασική συνταγή του περιορισμού της αφθονίας του χρήματος, ώστε να περιοριστούν οι πιστώσεις για να μειωθεί η ζήτηση και στη συνέχεια να μειωθούν οι τιμές. Αυτό το κατορθώνουν οι κεντρικές τράπεζες αυξάνοντας τα επιτόκια δανεισμού για να αποτρέψουν τη λήψη δανείων. Τα επιτόκια θα αυξάνονται έως ότου γίνει ξεκάθαρο ότι θα επιτευχθεί ο στόχος του πληθωρισμού στο 2%, σύμφωνα με την ΕΚΤ.

Δυστυχώς, οι αυξήσεις των επιτοκίων δεν επηρεάζουν τον άλλον πληθωρισμό, δηλαδή τον πληθωρισμό κόστους παραγωγής, ο οποίος οφείλεται στις αυξημένες τιμές της ενέργειας. Οι αυξημένες τιμές της ενέργειας οφείλονται στην αδυναμία πρόβλεψης της αύξησης της ζήτησης φυσικού αερίου κατά τη διάρκεια της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια. Πρόχειρες αποφάσεις ωθούσαν στην ταχεία απόσυρση πηγών ενέργειας που τροφοδοτούσαν σταθερά και συνεχώς το ηλεκτρικό δίκτυο (π.χ. λιγνίτης, πετρέλαιο, αέριο κ.λπ.) και την αντικατάστασή τους με πηγές ενέργειας που δεν μπορούν να τροφοδοτούν σταθερά και συνεχώς (επί εικοσιτετραώρου βάσεως) το ηλεκτρικό δίκτυο. Τόσο η αιολική όσο και η ηλιακή ενέργεια παράγουν κατά μέσον όρο μόνο το 30%-35% της εγκατεστημένης ισχύος και ποτέ δεν μπορούν να παράγουν σταθερή και συνεχή ενέργεια όλο το εικοσιτετράωρο. Οταν παράγεται ηλεκτρική ενέργεια από τις ανανεώσιμες πηγές που παράγουν μόνο το 30% της εγκατεστημένης ισχύς, η απώλεια του 70% δημιουργεί ένα τεράστιο κόστος επένδυσης, το οποίο καθιστά την επένδυση μη αποτελεσματική και μη βιώσιμη. Γι’ αυτόν τον λόγο η παραγωγή αιολικής και ηλιακής ενέργειας επιδοτείται από τα κράτη, αλλιώς οι επενδύσεις θα ήταν ασύμφορες. Είναι σαν να φανταστούμε ότι δημιουργούμε ένα εργοστάσιο και παράγει μόνο το 30% της παραγωγικής του δυναμικότητας. Οι παραγόμενες ποσότητες του 30% πρέπει να επωμιστούν το κόστος επένδυσης του υπολοίπου 70% της παραγωγικής δυναμικότητας που δεν χρησιμοποιείται. Στην οικονομική πραγματικότητα κανείς δεν επενδύει σε εργοστάσια που παράγουν μόνο το 30% της δυναμικότητάς τους. Η χρήση μπαταριών για να καλύπτονται τα κενά παραγωγής, όταν δεν φυσάει άνεμος ή δεν υπάρχει ηλιοφάνεια, και όταν αυτό θα είναι εφικτό, θα αυξήσει ακόμα περισσότερο το ήδη υψηλό κόστος παραγωγής ενέργειας.

Για να καλυφθούν τα κενά για σταθερή και συνεχή παραγωγή που απαιτεί το δίκτυο ηλεκτροδότησης όλα τα κράτη στράφηκαν προς το φυσικό αέριο, με αποτέλεσμα η αυξημένη ζήτησή του σε μια καρτελοποιημένη αγορά να εξακοντίσει τις τιμές του και να παρασύρει και όλες τις άλλες πηγές ενέργειας σε απίστευτη άνοδο τιμών από τις αρχές του 2021.

Δυστυχώς, εδώ η συνταγή για τον πληθωρισμό ζήτησης, δηλαδή μείωση του χρήματος που κυκλοφορεί, δεν έχει αποτέλεσμα. Οι τιμές της ενέργειας μπορούν να μειωθούν είτε με την αύξηση της παραγωγής, που βραχυχρόνια είναι πολύ δύσκολο, είτε με μείωση της ζήτησης ενέργειας, η οποία θα προέλθει από την ύφεση που θα οδηγηθούν οι οικονομίες από την αύξηση των επιτοκίων για να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός ζήτησης. Χωρίς όμως αύξηση της παραγωγής ενέργειας, ο στόχος μείωσης του πληθωρισμού στο 2% θα είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί και ίσως να μπορεί να επιτευχθεί μόνο έπειτα από πολλά χρόνια. Γι’ αυτόν τον λόγο ακόμη και εάν μειωθεί ο πληθωρισμός λόγω της ύφεσης, θα «κολλήσει» σε ένα αρκετά υψηλότερο ποσοστό από το 2%. Σε αυτό συνηγορούν όχι μόνο οι ελλείψεις σε φυσικό αέριο, αλλά και οι ελλείψεις που παρουσιάζονται σε εργατικό δυναμικό, σε αποθέματα κοβαλτίου, λιθίου, χαλκού, νικελίου, ακόμη και σιδήρου καθώς και στις σπάνιες γαίες, απαραίτητα υλικά για το οικοσύστημα της πράσινης ενέργειας που όλοι θα πρέπει να αγκαλιάσουμε, αλλά με βιώσιμο τρόπο. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις βρίσκονται υπό χρεοκοπία.

* Ο κ. Γιώργος Ατσαλάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT