Στο ένα τρισ. δολ. έχει φτάσει έως τώρα το κόστος της ενεργειακής κρίσης, μεγάλο μέρος του οποίου κάλυψαν οι κυβερνήσεις με τη βοήθεια ύψους 700 δισ. δολ. που χορήγησαν σε επιχειρήσεις και καταναλωτές. Σύμφωνα, όμως, με το οικονομικό ινστιτούτο Bruegel, η Γηραιά Ηπειρος θα παραμείνει σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης για χρόνια, τόσο ως προς την επάρκεια ενέργειας όσο και ως προς την οικονομική κατάσταση των χωρών-μελών της.
Μετά το τέλος αυτού του χειμώνα, η Ευρώπη θα πρέπει να αναπληρώσει και πάλι τους ταμιευτήρες της, αλλά χωρίς καθόλου ρωσικό φυσικό αέριο, που σημαίνει ότι θα αντιμετωπίσει εντεινόμενο ανταγωνισμό στην προσπάθειά της να διασφαλίσει προμηθευτές του καυσίμου. Η Γερμανία έχει ήδη θέσει σε λειτουργία τον πρώτο πλωτό τερματικό σταθμό υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και περιμένει να παραλάβει και άλλους δύο μέσα στο νέο έτος. Η προσφορά αναμένεται, πάντως, να παραμείνει περιορισμένη έως το 2026, οπότε θα διατεθεί στην παγκόσμια αγορά πρόσθετη παραγωγή από πολλούς άλλους προμηθευτές, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και του Κατάρ. Στη διάρκεια των θερινών μηνών οι ευρωπαϊκές χώρες έσπευσαν να γεμίσουν τους ταμιευτήρες ενέργειας παρά τις ιλιγγιώδεις τιμές και κατόρθωσαν, έτσι, να εξασφαλίσουν επάρκεια. Στο μεταξύ, όμως, οι χαμηλές χειμερινές θερμοκρασίες αρχίζουν να δοκιμάζουν τις αντοχές των ενεργειακών αποθεμάτων της Ευρώπης.
Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας προειδοποιεί ότι μέσα στο επόμενο έτος η Γηραιά Ηπειρος είναι πιθανό να αντιμετωπίσει έλλειμμα φυσικού αερίου 27 δισ. κ.μ.
Την περασμένη εβδομάδα, η ρυθμιστική αρχή ενέργειας της Γερμανίας προειδοποίησε πως δεν είναι αρκετή η εξοικονόμηση φυσικού αερίου, καθώς παρατηρείται τελευταίως αύξηση της κατανάλωσης. Εχουν προηγηθεί πιέσεις προς καταναλωτές και επιχειρήσεις για να μειώσουν την κατανάλωση ενέργειας. Με συστηματικές προσπάθειες σε πολλά επίπεδα, η Ε.Ε. έχει κατορθώσει μέσα στο έτος να μειώσει τη ζήτηση για φυσικό αέριο κατά 50 δισ. κυβικά μέτρα,. Σύμφωνα, όμως, με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας, μέσα στο επόμενο έτος θα αντιμετωπίσει έλλειμμα φυσικού αερίου τουλάχιστον 27 δισ. κ.μ. στην περίπτωση που μηδενίζεται η προσφορά από τη Ρωσία και η Κίνα εισάγει ξανά τις μεγάλες ποσότητες LNG που εισήγαγε το 2021. Το Ινστιτούτο Ενεργειακής Οικονομίας της Κίνας υπολογίζει πως η δεύτερη οικονομία στον κόσμο θα αυξήσει τις εισαγωγές ενέργειας κατά 7% το επόμενο έτος μετά την εντυπωσιακή πτώση της ζήτησης που κατέγραψε η χώρα το 2022 και η οποία αντιπροσώπευε το 5% της παγκόσμιας προσφοράς. Και στο μεταξύ, δεν είναι μόνον η Κίνα πρόβλημα για την Ευρώπη, μια και πολλές άλλες ασιατικές οικονομίες σχεδιάζουν να αγοράσουν περισσότερο φυσικό αέριο. Η Ιαπωνία, για παράδειγμα, που στη διάρκεια του έτους ήταν πρώτη σε εισαγωγές LNG, σχεδιάζει τώρα να συγκεντρώσει τα δικά της στρατηγικά αποθέματα και η ιαπωνική κυβέρνηση προτίθεται να επιδοτήσει τις εισαγωγές.
Εξίσου δυσχερής θα είναι η κατάσταση και από οικονομικής απόψεως. Οπως τονίζει το Bruegel, οι κεντρικές τράπεζες θα εξακολουθήσουν να αυξάνουν τα επιτόκια, ενώ οι ευρωπαϊκές οικονομίες είναι ήδη σε ύφεση και αρχίζει να εξαντλείται η δυνατότητα των κυβερνήσεων για παροχή στήριξης σε εκατομμύρια νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Ο Μάρτιν Ντέβενις, διευθυντικό στέλεχος της συμβουλευτικής S-RM, επισημαίνει ότι «αν τα αθροίσεις όλα, κρατικές ενισχύσεις, επιδοτήσεις και ό,τι άλλο, το ποσό που προκύπτει είναι τρελό». Γι’ αυτό και ο ίδιος προεξοφλεί πως «το επόμενο έτος θα είναι πολύ πιο δύσκολο για τις κυβερνήσεις να διαχειριστούν αυτήν την κρίση». Τα δημοσιονομικά περιθώρια των κυβερνήσεων είναι ήδη πολύ στενά. Περίπου τα μισά κράτη-μέλη της Ε.Ε. εμφανίζουν δημόσιο χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ τους. Οι τιμές των προθεσμιακών συμβολαίων φυσικού αερίου κυμάνθηκαν στη διάρκεια της χρονιάς κατά μέσον όρο στα 135 ευρώ η μεγαβατώρα, μετά την εκτόξευσή του στα 345 ευρώ τον Ιούλιο. Οπως επισημαίνουν οικονομολόγοι της Bloomberg Economics, αν οι τιμές του αερίου επιστρέψουν σε επίπεδα γύρω στα 210 ευρώ η μεγαβατώρα, το κόστος των εισαγωγών μπορεί να φτάσει στο 5% του ΑΕΠ των ευρωπαϊκών χωρών. Κάτι τέτοιο μπορεί να μετατρέψει την, προς το παρόν, ήπια ύφεση σε βαθύτατη ύφεση, με αποτέλεσμα να υπαναχωρήσουν οι κυβερνήσεις από κάθε πρόγραμμα στήριξης.