Η επιστροφή του εξωτερικού ελλείμματος

Η επιστροφή του εξωτερικού ελλείμματος

Δομική ανισορροπία ή συγκυριακό φαινόμενο η εκτόξευσή του από τα 2,7 δισ. το 2019 στα 13,5 δισ. ευρώ το 10μηνο του 2022;

3' 59" χρόνος ανάγνωσης

Tα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ την περασμένη εβδομάδα, που έδειξαν αύξηση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου κατά 27,5% τον Νοέμβριο, επιβεβαίωσαν για άλλη μια φορά την επιστροφή ενός παλιού προβλήματος που πλήρωσε ακριβά η ελληνική οικονομία.

Τα λεγόμενα δίδυμα ελλείμματα, δημοσιονομικό και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, συμβάδισαν σε μια καταστροφική πορεία από το 2000, που κατέληξε στα μνημόνια το 2010. Το 2008 το έλλειμμα του ισοζυγίου ήταν 14% του ΑΕΠ. Από το 2020 το φαινόμενο επανεμφανίσθηκε, με το σχετικό ποσοστό να διαμορφώνεται τα τελευταία τρία χρόνια στην περιοχή του 6%-7% του ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σκαρφάλωσε από τα 2,7 δισ. ευρώ το 2019 στα 10,9 δισ. ευρώ το 2020, στα 12,2 δισ. ευρώ το 2021 και στα 13,5 δισ. ευρώ ήδη από το 10μηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου του 2022.

Και ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα, που επίσης επανεμφανίσθηκε από το 2020, ήταν αποτέλεσμα ενός συγκυριακού προβλήματος, της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, που επέβαλαν τη χρηματοδότηση μέτρων στήριξης από το κράτος, η διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εν μέρει μόνο εξηγείται από την ίδια συγκυρία, δηλαδή την αύξηση της τιμής των καυσίμων που εισάγονται. Η αλματώδης αύξηση των εισαγωγών είναι επίσης αποτέλεσμα της ανάκαμψης της οικονομίας, δηλαδή της αύξησης της κατανάλωσης και των επενδύσεων, την οποία δεν μπόρεσε να υποστηρίξει η εγχώρια παραγωγή. Στην ουσία πρόκειται για ένα πρόβλημα παραγωγικού μοντέλου και ανταγωνιστικότητας που δεν λύθηκε στα οκτώ μνημονιακά χρόνια και στα τέσσερα μετά.

Η επιστροφή του εξωτερικού ελλείμματος-1

• «Δομική ανισορροπία» ή άδικα πήγαν τα μνημόνια

Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank Τάσος Αναστασάτος υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια «δομική ανισορροπία» και μιλάει για ένα αναπτυξιακό υπόδειγμα που δεν μεταρρυθμίστηκε ώστε να υποκαταστήσει τις εισαγωγές, την ώρα που η κατανάλωση στην Ελλάδα αντιπροσωπεύει το 70% του ΑΕΠ, έναντι 52% στην Ε.Ε. Οπως χαρακτηριστικά σημειώνει η πρόσφατη μελέτη της Eurobank για τις επενδύσεις («Το αναδυόμενο μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας»), «παρά τις εκατοντάδες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων προσαρμογής και της ενισχυμένης μεταπρογραμματικής εποπτείας, ενδεχομένως εξαιτίας του γεγονότος ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις παρέμειναν ατελείς και μερικώς μόνο εφαρμόστηκαν, η ελληνική οικονομία δεν έχει μετασχηματίσει επαρκώς το αναπτυξιακό της υπόδειγμα, ώστε να είναι σε θέση να μεγεθύνεται χωρίς ελλείμματα που υπονομεύουν τη μακροχρόνια διατηρησιμότητα της ανάπτυξης».

Περισσότερη έμφαση στον συγκυριακό χαρακτήρα του φαινομένου δίνει ο Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, διευθυντής της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος. «Η αναπτυξιακή έκρηξη», λέει, «μετά το άνοιγμα της οικονομίας, με τη στήριξη των δημοσίων δαπανών, οδήγησε σε αύξηση των εισαγωγών καταναλωτικών προϊόντων, καθώς και ενδιάμεσων και επενδυτικών αγαθών. Στον βαθμό που θα ομαλοποιηθεί η πορεία αυτή, θα δούμε και μείωση στο έλλειμμα».

Ο ίδιος αναγνωρίζει ότι στη ρίζα του προβλήματος του εξωτερικού ελλείμματος βρίσκεται το παραγωγικό πρότυπο της χώρας, προσθέτει όμως ότι για να αλλάξει το παραγωγικό πρότυπο χρειάζονται χρόνια.

Πρόκειται για ένα πρόβλημα παραγωγικού μοντέλου και ανταγωνιστικότητας που δεν λύθηκε στα οκτώ μνημονιακά χρόνια και στα τέσσερα μετά.

• Φως από τον διπλασιασμό των εξαγωγών

Πράγματι, η εικόνα δεν είναι ίδια με τα δίδυμα ελλείμματα του παρελθόντος. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι εξαγωγές αγαθών διπλασιάστηκαν, μια «σιωπηλή επανάσταση» σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας Ακη Σκέρτσο. Συγκεκριμένα, από 20,2 δισ. ευρώ το 2010 αυξήθηκαν σε 39,3 δισ. ευρώ το 2021 και στα 44,4 δισ. ευρώ το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2022. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούν να μην είναι σε θέση να καλύψουν τις εισαγωγές, που αυξήθηκαν επίσης από 47,5 δισ. ευρώ το 2010 σε 66 δισ. ευρώ το 2021 και σε 76,6 δισ. ευρώ το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Εξάλλου, ένα μέρος της ονομαστικής αυτής αύξησης των εξαγωγών είναι αποτέλεσμα της αύξησης των τιμών. Η δυναμική αυτή των εξαγωγών, άλλωστε, έχει αρχίσει και εξασθενεί. Με βάση τα εθνικολογιστικά στοιχεία, οι εξαγωγές αγαθών κατά το τρίτο τρίμηνο μειώθηκαν σε όγκο κατά 0,3%.

• Εισαγωγές για καλό σκοπό: επενδύσεις

Επίσης, στις διαφορές με την περίοδο του 2010, οι εισαγωγές σήμερα αφορούν έως ένα βαθμό μηχανολογικό εξοπλισμό που συνδέεται με την αύξηση των επενδύσεων και συνεπώς θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι «υγιείς» εισαγωγές. «Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών περιλαμβάνει αρκετές κεφαλαιουχικές δαπάνες, ενώ στο παρελθόν τα κεφαλαιουχικά αγαθά αφορούσαν κυρίως τις κατασκευές», λέει ο Νίκος Μαγγίνας, επικεφαλής οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας.

«Επομένως», καταλήγει, «το άνοιγμα του ελλείμματος του ισοζυγίου είναι σήμερα περισσότερο απόρροια των υψηλών τιμών των εισαγωγών, και στον βαθμό που υπάρχει συνεισφορά της δημοσιονομικής πολιτικής, αυτή φαίνεται ήδη ότι είναι αναστρέψιμη. Η οικονομία, βεβαίως, παραμένει ρηχή και εξαρτημένη από τις εισαγωγές, αλλά ο πυρήνας αυτού του ελλείμματος είναι περισσότερο συγκυριακός παρά διαρθρωτικός».

Πιο επιφυλακτικό στο σημείο αυτό είναι το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, το οποίο στην πρόσφατη τριμηνιαία έκθεσή του σημείωνε σχετικά ότι ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα «είναι σε τροχιά εξισορρόπησης, αυτό δεν έχει προκαλέσει και εξισορρόπηση του δεύτερου, όπως θα συνέβαινε θεωρητικά».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT