Ενδείξεις για «φρένο» στις αυξήσεις των επιτοκίων μετά τον Μάρτιο

Ενδείξεις για «φρένο» στις αυξήσεις των επιτοκίων μετά τον Μάρτιο

Διαφαίνεται στροφή της πολιτικής της ΕΚΤ υπό την πίεση της επιβράδυνσης

3' 44" χρόνος ανάγνωσης

Μπορεί η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, να επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία ότι η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής θα συνεχίσει στην ίδια πορεία (staying the course), ωστόσο οι αναλυτές εκτιμούν ότι θα είναι δύσκολο να διατηρηθεί η επιθετικότητα για μεγάλο διάστημα ακόμη.

Οι περισσότεροι αξιωματούχοι, σε δηλώσεις τους το τελευταίο διάστημα, είναι ξεκάθαροι ότι στη συνεδρίαση της επόμενης εβδομάδας θα ακολουθήσει νέα αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, ωστόσο πολλοί αποφεύγουν να «δεσμευθούν» για το τι θα γίνει στη συνέχεια, και αν θα διατηρηθούν οι «σημαντικές αυξήσεις» ή θα μειωθεί ο ρυθμός τους.

Αβεβαιότητα

Το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ Φάμπιο Πανέτα δήλωσε την περασμένη εβδομάδα πως η ΕΚΤ δεν πρέπει να δεσμευθεί σε συγκεκριμένη αύξηση επιτοκίων πέραν του Φεβρουαρίου, καθώς αν και υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία για τον πληθωρισμό, υπάρχει πολύ μεγάλη αβεβαιότητα για την οικονομία. Κάποιοι αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένων των διοικητών των κεντρικών τραπεζών της Ολλανδίας και της Σλοβακίας, Κλάας Κνοτ και Πέτερ Καζιμίρ, έχουν «ζητήσει» αύξηση κατά 50 μονάδες βάσης και τον Μάρτιο, ενώ άλλοι, συμπεριλαμβανομένου του Ελληνα κεντρικού τραπεζίτη Γιάννη Στουρνάρα, καθώς και του Ιταλού ομολόγου του Ιγνάσιο Βίσκο, έχουν ζητήσει αυξημένη προσοχή και σταδιακές κινήσεις.

Το βέβαιο είναι πως το μέγεθος των αυξήσεων των επιτοκίων που θα ακολουθήσουν θα εξαρτηθεί από τις προοπτικές του πληθωρισμού. Δεδομένου ότι τον Μάρτιο το προσωπικό της ΕΚΤ θα παρουσιάσει τις νέες προβλέψεις του για την οικονομία, αυτές θα είναι καθοριστικές για τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου. Επιπλέον, αν και η ΕΚΤ έχει κινηθεί πίσω από τη Fed σε ό,τι αφορά τον τρέχοντα κύκλο σύσφιγξης, εκτιμάται πως η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ σύντομα, ίσως και αυτή την εβδομάδα, θα μειώσει τον ρυθμό των αυξήσεων, με τις εκτιμήσεις για ύφεση στις ΗΠΑ φέτος να έχουν ενισχυθεί το τελευταίο διάστημα. Συνεπώς, η «στροφή» και της ΕΚΤ δεν μπορεί να καθυστερήσει.

Μάλιστα, η επιθετικότητα της ΕΚΤ θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στο ΑΕΠ, οι οποίες δεν έχουν εκδηλωθεί ακόμη, όπως εκτιμούν οι οικονομολόγοι. Αυτό σημαίνει ότι πέραν του Μαρτίου οι αυξήσεις επιτοκίων είναι πολύ αβέβαιες.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα προχωρήσει και τον Φεβρουάριο σε αύξηση των επιτοκίων, το πιθανότερο κατά 50 μονάδες βάσης.

Ο επικεφαλής οικονομολόγος της HSBC, Φάμπιο Μπαλμπόνι, χαρακτηρίζει τον τρέχοντα κύκλο αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ «τη μεγαλύτερη και πιο επιθετική σύσφιγξη στην Ιστορία», καθώς από τον περασμένο Ιούλιο τα επιτόκια έχουν αυξηθεί κατά 250 μονάδες βάσης, ενώ εκτιμά ότι έως τον Μάρτιο οι αυξήσεις συνολικά θα φτάσουν τις 350 μ.β. Αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία αλλά και στον πληθωρισμό, με τον Μπαλμπόνι να εκτιμά ότι η πρόσφατη αισιοδοξία για την πορεία ανάπτυξης της Ευρωζώνης είναι υπερβολική. Οπως επισημαίνει, ήδη το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις κινείται στο 3% κατά μέσο όρο, γεγονός που θα επιβαρύνει τις επενδύσεις, ενώ η αύξηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων περιορίζει σημαντικά τον δημοσιονομικό χώρο των κυβερνήσεων για στήριξη της ανάπτυξης.

Συνολικά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της HSBC, το ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα κινηθεί 3%-4% χαμηλότερα ως αποτέλεσμα των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ και μόνο, με το μεγαλύτερο χτύπημα στην οικονομία να σημειώνεται προς τα τέλη του 2023. Αυτό είναι σημαντικό, δεδομένου ότι η μακροπρόθεσμη τάση ανάπτυξης της Ευρωζώνης είναι μόλις στο 1%-1,5%. Από την άλλη πλευρά, οι 350 μ.β. αύξησης των επιτοκίων θα οδηγήσουν σε συνολική μείωση 1%-1,5% του πληθωρισμού.

Συνεπώς, η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ από μόνη της θα διατηρήσει την ανάπτυξη αρκετά κάτω από τη δυναμική της, στο 0,8% και πολύ χαμηλότερα από το 1,9% που εκτιμά για φέτος η ΕΚΤ στο βασικό της σενάριο. Παρόλο που η οικονομία ήταν εξαιρετικά ανθεκτική το δεύτερο εξάμηνο του 2022 και η πρόσφατη πτώση των τιμών του φυσικού αερίου προσφέρει ανοδικά περιθώρια για την ανάπτυξη στο επόμενο διάστημα, οι κίνδυνοι για το 2024 και μετά είναι σημαντικοί.

Το δίλημμα

«Με τις αυξήσεις επιτοκίων να επιβαρύνουν περισσότερο το ΑΕΠ από τον πληθωρισμό, η ΕΚΤ μπορεί σύντομα να αντιμετωπίσει ένα δίλημμα», τονίζει ο Μπαλμπόνι. Με τον δομικό πληθωρισμό πάνω από 5% ενδέχεται να πιεστεί να μειώσει τον πληθωρισμό προς τον στόχο του 2% σχετικά γρήγορα, όπως σημειώνει. Ομως, με την επιβράδυνση της ανάπτυξης, ορισμένες χώρες έχουν ήδη αρχίσει να εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους με τη νομισματική πολιτική.

«Αυτό συμβαδίζει με την άποψή μας ότι ενώ η ΕΚΤ είναι πιθανό να παραμείνει επιθετική βραχυπρόθεσμα όσον αφορά τις αυξήσεις των επιτοκίων, είναι απίθανο να συνεχίσει τις αυξήσεις μετά τον Μάρτιο. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι θα πρέπει να δεχθεί πως ο πληθωρισμός θα κινείται πάνω από τον στόχο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, όποιος περιμένει μειώσεις επιτοκίων, θα απογοητευθεί».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT