Νέες αυξήσεις επιτοκίων σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Βρετανία

Νέες αυξήσεις επιτοκίων σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Βρετανία

Το κόστος δανεισμού θα φθάσει στα υψηλότερα επίπεδα από την κρίση του 2008

3' 35" χρόνος ανάγνωσης

Οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου, η ΕΚΤ, η Federal Reserve και η Τράπεζα της Αγγλίας, συνεδριάζουν και οι τρεις σχεδόν ταυτοχρόνως αυτή την εβδομάδα, και όλα δείχνουν πως θα προχωρήσουν και οι τρεις σε νέες αυξήσεις επιτοκίων.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς, το κόστος δανεισμού θα φθάσει στα υψηλότερα επίπεδα μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Για την αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα, οι επενδυτές εκτιμούν ότι στη συνεδρίαση αυτής της εβδομάδας θα επιβραδύνει τον ρυθμό αύξησης των επιτοκίων και θα περιοριστεί να τα αυξήσει κατά 0,25 εκατοστιαίες μονάδες. Και πάλι βέβαια τα επιτόκια του δολαρίου θα βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα από το 2007, όταν άρχιζε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Η Τράπεζα της Αγγλίας και η ΕΚΤ αναμένεται να προχωρήσουν σε αύξηση κατά μισή εκατοστιαία μονάδα, φθάνοντας τα επιτόκια της στερλίνας και του ευρώ στα υψηλότερα επίπεδα από το 2008 και την κατάρρευση της Lehman Brothers. Ειδικότερα, για την ΕΚΤ η αύξηση κατά 50 μονάδες βάσης θεωρείται απολύτως βέβαιη και ο προβληματισμός της αγοράς επικεντρώνεται στο ποιο θα είναι το επόμενο βήμα της και αν πρόκειται να προχωρήσει σε νέα κίνηση στη δεύτερη συνεδρίαση του 2023, τον Μάρτιο.

Οικονομικοί αναλυτές επισημαίνουν πως οι συνεχιζόμενες αυξήσεις ενσπείρουν ανησυχία στους επενδυτές, που ενδεχομένως έχουν υποτιμήσει τις ενδείξεις ότι ο πληθωρισμός παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Μέχρι στιγμής οι επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων έχουν μεν οδηγήσει σε μερική αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων, αλλά οι αυξήσεις των τιμών παραμένουν ανησυχητικά υψηλές καθώς στις ΗΠΑ ο πληθωρισμός βρίσκεται στο 6,5% και στην Ευρωζώνη στο 9,2%. Ο δομικός πληθωρισμός, άλλωστε, αυτός από τον οποίο αφαιρούνται οι ευμετάβλητες τιμές των τροφίμων και της ενέργειας, παραμένει αυξημένος. Στις αγορές επικρατεί η πεποίθηση πως ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει σταδιακά στον στόχο του 2% που έχουν υιοθετήσει τόσο η ΕΚΤ όσο και η Τράπεζα της Αγγλίας. Οπως επισημαίνει το Reuters, η τρέχουσα συγκυρία θα αποτελέσει την πρώτη μεγάλη δοκιμασία της προσέγγισης των κεντρικών τραπεζών στη νομισματική πολιτική τους. Θα φανεί εν ολίγοις κατά πόσον αυτή η προσέγγιση αποδίδει αφ’ ης στιγμής αρχίσουν να εκτοξεύονται οι τιμές και πόσο πιστά θα την εφαρμόσουν οι κεντρικές τράπεζες αν αποβεί περαιτέρω επιζήμια για τις οικονομίες τους.

Υιοθετώντας συγκεκριμένο στόχο για τον πληθωρισμό, οι κεντρικοί τραπεζίτες θεωρούν πως διασφαλίζουν κάποια αξιοπιστία και ενθαρρύνουν τον προγραμματισμό νοικοκυριών και επιχειρήσεων έτσι ώστε να ανακόπτει τον πληθωρισμό και να τον διατηρεί μέσα σε συγκεκριμένα όρια. Αυτή την πεποίθησή τους φάνηκε να υποστηρίζουν και οι εξελίξεις, καθώς η πολιτική ενός συγκεκριμένου στόχου για τον πληθωρισμό μεταφέρθηκε σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες από τη Νέα Ζηλανδία το 1990 σε όλη την Ευρώπη και τις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία το 2012 και το 2013. Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες μέχρι το τέλος του πρώτου έτους της πανδημίας το 2020 ο πληθωρισμός παρέμεινε πραγματικά υπό έλεγχο. Αυτή η πολιτική τους όμως συνέπεσε με παράγοντες που βοήθησαν, όπως η παγκοσμιοποίηση, η υψηλή τεχνολογία και οι δημογραφικές εξελίξεις. Από την εκδήλωση της πανδημίας και στη συνέχεια με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οι ίδιες δυνάμεις φαίνεται πως τώρα πιέζουν τις τιμές στην αντίθετη κατεύθυνση. Εν ολίγοις, αυτό το κοινό πλαίσιο νομισματικής πολιτικής τίθεται σε δοκιμασία καθώς έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπο με μια σειρά από αντιξοότητες αλλά και με συνεχή σοκ στην πλευρά της προσφοράς, τα οποία ενδέχεται να μην μπορέσει να τα αντιμετωπίσει.

Σχεδόν όλες οι μετρήσεις καταδεικνύουν πως οι προσδοκίες για υψηλό πληθωρισμό είναι πολύ αυξημένες.

Το νέο σκηνικό

Μιλώντας στο Reuters ο Κλάουντιο Μπόριτς, επικεφαλής του τμήματος νομισματικών και οικονομικών θεμάτων στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, τονίζει πως «στο μέλλον μάλλον θα αντιμετωπίσουμε μια περίοδο με πληθωρισμό διαρθρωτικά υψηλότερο σε σύγκριση με τις δύο τελευταίες δεκαετίες». Ο ίδιος υπογραμμίζει πως η στροφή στην τοπική παραγωγή περιόριζε τον πληθωρισμό, αλλά τώρα ο αντίκτυπος αυτής της αλλαγής τείνει να εξανεμιστεί και στο μεταξύ το διεθνές εμπόριο, η κλιματική αλλαγή και οι δημογραφικές εξελίξεις ενισχύουν τις πληθωριστικές πιέσεις. Επιπλέον υπάρχει ο παράγοντας των προσδοκιών της κοινωνίας για τις εξελίξεις στο μέτωπο του πληθωρισμού. Οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό συχνά αποτελούν ένα είδος αυτοεκπληρούμενης προφητείας καθώς οδηγούν σε συμπεριφορές που εξωθούν ανοδικά τις τιμές. Και όπως τονίζει η Τζένιφερ Μακ Κέον, κορυφαία οικονομολόγος της Capital Economics, «σχεδόν όλες οι μετρήσεις καταδεικνύουν πως οι προσδοκίες για υψηλό πληθωρισμό είναι πολύ αυξημένες σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα και αφορούν αυξήσεις των τιμών πολύ μεγαλύτερες από τον στόχο του 2% που έχουν οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT