Το αυξημένο ενεργειακό κόστος και οι επιπτώσεις που αυτό επιφέρει σε όλους τους τελικούς καταναλωτές, σε συνδυασμό με τις μακροπρόθεσμες ενεργειακές προκλήσεις, έχει αυξήσει το ενδιαφέρον για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή μέτρων και πολιτικών που δύνανται να αντισταθμίσουν αυτή την έκθεση στις υψηλές τιμές ενέργειας τόσο στις επιχειρήσεις όσο και σε επίπεδο νοικοκυριών.
Το μείγμα αυτών των μέτρων και πολιτικών είναι αρκετά διαφορετικό ανά τομέα τελικής κατανάλωσης ενέργειας και σε πολλές περιπτώσεις στηρίζεται σε κρατικές παρεμβάσεις. Οι τελευταίες έχουν τη μορφή είτε επιδοτήσεων στους λογαριασμούς ενέργειας είτε προγραμμάτων, όπως η επιχορήγηση της απόκτησης ενεργειακά αποδοτικού εξοπλισμού, η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων για ιδιοκατανάλωση και κάλυψη μέρους των ηλεκτρικών αναγκών, καθώς και επεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας μέσω κυρίως της ενεργειακής αναβάθμισης και ανακαίνισης των κτιρίων.
Συγχρόνως αναπτύσσεται δυναμικά και ένας νέος μηχανισμός της αγοράς, που αφορά την ανάπτυξη διμερών συμβάσεων αγοραπωλησίας ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ. Ενα πλαίσιο που δεν είναι άγνωστο στους παραγωγούς ΑΠΕ, καθώς σε μεγάλο βαθμό αυτός είναι ο υφιστάμενος μηχανισμός μέσω του οποίου λαμβάνουν μια σχεδόν εγγυημένη τιμή αποζημίωσης για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τους σταθμούς τους, έχοντας όμως ως αντισυμβαλλόμενο επί της ουσίας το κράτος.
Πλέον, τον ρόλο του κράτους καλείται να αναλάβει ο ιδιωτικός τομέας, με τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικούς κλάδους από αυτόν της ενέργειας να μπορούν να αποτελέσουν τον αντισυμβαλλόμενο τέτοιου είδους διμερών συμβάσεων.
Το ρυθμιστικό πλαίσιο για τις συμβάσεις αυτές –αν και όχι πλήρως ανεπτυγμένο– είναι ήδη λειτουργικό και προάγει τον σχεδιασμό, τη διαπραγμάτευση και τελικά την υπογραφή τέτοιων συμβάσεων. Επισημαίνεται, βέβαια, η ανάγκη οι όποιες έκτακτες νομοθετικές παρεμβάσεις υλοποιούνται για τον περιορισμό των οικονομικών επιπτώσεων από το αυξημένο ενεργειακό κόστος να εξαιρούν τους αντισυμβαλλόμενους τέτοιων συμβάσεων, καθώς σε κάθε άλλη περίπτωση μειώνεται δραστικά η αποτελεσματικότητά τους και οδηγούμαστε σε μια a priori αναστολή υλοποίησής τους.
Στο αρχικό στάδιο ανάπτυξης τέτοιων συμβάσεων απαιτείται προσεκτικός σχεδιασμός από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.
Οι συμβάσεις αυτές έχουν δύο κύρια χαρακτηριστικά: αυτό μιας μακροχρόνιας συμφωνίας, συνήθως δεκαετούς διάρκειας, και αυτό μιας τιμής εκκαθάρισης που ικανοποιεί τόσο τους επενδυτές – παραγωγούς του εκάστοτε σταθμού ΑΠΕ, ώστε να προχωρήσουν στην υλοποίηση του έργου, όσο και τους καταναλωτές, καθώς τους προστατεύει από το υψηλό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας.
Η πλευρά των καταναλωτών καλείται αρχικά να σταθμίσει προσεκτικά τόσο το ρίσκο της τεχνικής και αδειοδοτικής ωριμότητας του προσφερόμενου έργου όσο και το ρίσκο που αναλαμβάνει ανάλογα με το προσφερόμενο προϊόν και την τιμή του σε σχέση με την αποτελεσματική αντιστάθμιση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης. Ειδικότερα, οι καταναλωτές καλούνται να κατανοήσουν και να επιλέξουν τις προτεραιότητες που θέτουν, καθώς και να εξετάσουν αν αυτή η σύμβαση θα αποτελεί συμπληρωματική δράση σε άλλα μέτρα που προτίθενται να αναλάβουν.
Σε μια εγχώρια αγορά ανάπτυξης αιολικών και φωτοβολταϊκών σταθμών ηλεκτρικής ενέργειας –που εκτιμάται να κυμαίνεται σε επενδύσεις άνω του 1,5 δισ. ευρώ ετησίως μέχρι το 2030– με την πλειοψηφία αυτών να μην υποστηρίζεται κρατικά, η αγορά ιδιωτικών διμερών συμβάσεων αγοραπωλησίας ΑΠΕ θα αρχίσει να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη δυναμική. Για αυτόν τον λόγο, στο αρχικό στάδιο ανάπτυξης τέτοιων συμβάσεων απαιτείται προσεκτικός σχεδιασμός από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, στάθμιση όλων των παραμέτρων, αξιολόγηση του επιμέρους ρίσκου, καθώς και ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης και συνεκτικής στρατηγικής για την έκθεση στο ενεργειακό κόστος.
Ο κ. Γιάννης Βουγιουκλάκης είναι Strategy Director, PwC Ελλάδας.