Στην αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού στοχεύουν οι βελτιώσεις που έφερε το υπουργείο Οικονομικών, επιδιώκοντας την επιτάχυνση ένταξης 34,6 χιλιάδων υποθέσεων ρύθμισης με συνολικές οφειλές 20,4 δισ. ευρώ, αλλά και την ένταξη νέων οφειλών που μέχρι σήμερα εξαιρούνταν.
Πρόκειται για υποθέσεις που βρίσκονται στο αρχικό στάδιο της υποβολής αίτησης και οι οποίες λιμνάζουν με αβέβαιο μέλλον, έναντι 12,9 χιλ. υποθέσεων αξίας 6,3 δισ. ευρώ που είτε έχουν ολοκληρωθεί είτε βρίσκονται στο στάδιο της διαπραγμάτευσης. Από τις τελευταίες, οφειλές μόλις 1,5 δισ. ευρώ έχουν τελεσφορήσει, δηλαδή έχουν γίνει αποδεκτές τόσο από τους οφειλέτες όσο και τους πιστωτές.
Ο εξωδικαστικός μηχανισμός επιτρέπει τη ρύθμιση οφειλών τόσο προς το Δημόσιο όσο και τις τράπεζες ή τα funds και τις εταιρείες διαχείρισης, και αποτελεί μέρος του πτωχευτικού νόμου που τέθηκε σε ισχύ το 2021. Βασίζεται στην πρόταση ρύθμισης που προκύπτει από έναν αλγόριθμο, χωρίς δηλαδή την παρέμβαση των πιστωτών ή του ανθρώπινου παράγοντα και χωρίς να απαιτείται δικαστική επικύρωση.
Αίτηση για να ρυθμίσουν τα χρέη τους μπορούν να υποβάλουν τόσο τα φυσικά όσο και τα νομικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως τζίρου ή ύψους οφειλών. Μοναδική προϋπόθεση, το χρέος να είναι άνω των 10.000 ευρώ. Ο όρος ότι για να κάνεις αίτηση στον εξωδικαστικό μηχανισμό δεν πρέπει να έχεις το 90% των συνολικών οφειλών σε έναν χρηματοδοτικό φορέα, που εξαιρούσε μέχρι σήμερα μεγάλο μέρος οφειλών από το πεδίο εφαρμογής της εξωδικαστικής διαδικασίας, καταργείται. Ο νόμος απαγορεύει την υποβολή αίτησης για ένταξη στη διαδικασία τρεις μήνες πριν από την ημερομηνία του πλειστηριασμού.
Εκτός από όσους έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές είτε από δάνεια είτε από χρέη προς το Δημόσιο, στον εξωδικαστικό μηχανισμό μπορούν να υποβάλουν αίτηση και οφειλέτες με ενήμερα δάνεια. Προϋπόθεση είναι να έχουν υποστεί αποδεδειγμένα μείωση του εισοδήματός τους τουλάχιστον κατά 20%. Η υποχρέωση αυτή ισχύει μόνο όταν όλες οι οφειλές κάποιου είναι ενήμερες, δηλαδή όταν κάποιος έχει ενήμερο το δάνειό του, αλλά οφείλει στο Δημόσιο, δεν απαιτείται να έχει υποστεί μείωση εισοδήματος 20% για να κάνει αίτηση στον εξωδικαστικό μηχανισμό.
Η ρύθμιση
Η αυτοματοποιημένη λύση προκύπτει βάσει ενός αλγορίθμου, που υπολογίζει την ικανότητα αποπληρωμής των χρεών που έχει η επιχείρηση ή το φυσικό πρόσωπο με βάση τα εισοδήματά του και τις υποχρεώσεις του προς το σύνολο των πιστωτών, συνεκτιμώντας και τις ανάγκες διαβίωσης με βάση τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης όταν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο ή τις ανάγκες για ρευστότητα εάν πρόκειται για επιχείρηση. Η αυτοματοποιημένη λύση περιλαμβάνει τη δόση που πρέπει να πληρώνει ο οφειλέτης σε κάθε πιστωτή και το ενδεχόμενο «κούρεμα». Η δόση για τις οφειλές από δάνεια με υποθήκη υπολογίζονται με βάση το euribor +2,50%, για τα δάνεια χωρίς υποθήκη με euribor +3% και για τις οφειλές προς το Δημόσιο με euribor +3%.
Το «κούρεμα»
Οι ρυθμίσεις που παράγονται από την ηλεκτρονική πλατφόρμα μπορεί να περιλαμβάνουν:
Αίτηση μπορούν να υποβάλουν και οφειλέτες με ενήμερα δάνεια.
α) Μερική διαγραφή («κούρεμα») οφειλών, η οποία μπορεί να ανέλθει:
• Εως 75% επί της βασικής οφειλής και έως 95% επί των προσαυξήσεων των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο (ΑΑΔΕ, e-ΕΦΚΑ και οφειλές προς δήμους).
• Εως 80% επί της βασικής οφειλής και έως 100% επί των τόκων των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς τις τράπεζες και τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις
ή/και
β) Μακροχρόνια αποπληρωμή οφειλών:
• Εως 240 δόσεις για το Δημόσιο (ΑΑΔΕ και e-ΕΦΚΑ).
• Εως 420 δόσεις για τις τράπεζες και τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις.
Στην πράξη, το «κούρεμα» της οφειλής με βάση τις μέχρι σήμερα ρυθμίσεις είναι πολύ χαμηλότερο και συγκεκριμένα 22% το μέσο ποσοστό διαγραφής για τις οφειλές προς το Δημόσιο και 31,5% για τις οφειλές από δάνεια. Αυτό γιατί για την παροχή «κουρέματος» ελέγχονται και οι πρόσθετες προϋποθέσεις της νομοθεσίας, όπως, για παράδειγμα, η οικονομική θέση του συνοφειλέτη ή συνεγγυητή, εάν η εμπορική αξία της περιουσίας είναι μικρότερη του ύψους της οφειλής, εάν δεν υφίσταται υπολειπόμενο εισόδημα μετά και την κάλυψη των εύλογων δαπανών διαβίωσης κ.λπ.
«Κλειδί» για τη συμφωνία η αξία της περιουσίας του οφειλέτη
Βασική παράμετρο που «αγνοούν» συνήθως οι οφειλέτες είναι ότι οι πιστωτές λαμβάνουν υπόψη τους την αξία της ρευστοποιήσιμης περιουσίας του οφειλέτη προκειμένου να συναινέσουν στη ρύθμιση που προκύπτει. Η παράμετρος αυτή ερμηνεύει και το πολύ υψηλό ποσοστό απόρριψης των αιτήσεων, τόσο από τους πιστωτές όσο και από τους ίδιους τους οφειλέτες, που σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών φθάνει το 46% και το 44% αντίστοιχα. Γι’ αυτό στις τροποποιήσεις που κατατέθηκαν στη Βουλή προβλέπεται η αιτιολόγηση της απόρριψης της αίτησης και από τις δύο πλευρές.
Ετσι, εφόσον η οφειλή είναι υψηλότερη, ο οφειλέτης θα πρέπει να πληρώσει κατ’ ελάχιστον την αξία της ρευστοποιήσιμης περιουσίας του (ανεξαρτήτως αν το ποσό αυτό καλύπτεται από τα δηλωμένα εισοδήματά του). Για τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, η αξία ρευστοποίησης προσδιορίζεται ως το μέγιστο ανάμεσα στη φορολογητέα αξία και την εμπορική αξία μειωμένη κατά 3% λόγω των εξόδων της διαδικασίας ρευστοποίησης. Επομένως, η ελάχιστη μηνιαία δόση της ρύθμισης του δανείου που προκύπτει από τον αλγόριθμο, υπολογίζεται βάσει των εισοδημάτων και της αξίας της περιουσίας του οφειλέτη, των συνοφειλετών και των εγγυητών του. Η συμφωνία αναδιάρθρωσης, όπως ονομάζεται η συμφωνία ρύθμισης, υπογράφεται εφόσον εξασφαλίσει τη συναίνεση του οφειλέτη και της πλειονότητας των συμμετεχόντων πιστωτών. Αρα η πρόταση δεν είναι δεσμευτική ούτε για τον πιστωτή, δηλαδή την τράπεζα ή την εταιρεία διαχείρισης ούτε και για τον οφειλέτη. Είναι όμως δεσμευτική εφόσον συμφωνηθεί από τις τράπεζες και τις εταιρείες διαχείρισης για το Δημόσιο, εφόσον φυσικά τα χρέη που ρυθμίζονται περιλαμβάνουν και οφειλές Δημοσίου. Από τη συμφωνία τεκμαίρεται ότι η ρύθμιση καθιστά το φυσικό πρόσωπο αξιόχρεο και αντίστοιχα την επιχείρηση του οφειλέτη βιώσιμη, αποτρέποντας έτσι την πτώχευση.
Η σύμβαση αναδιάρθρωσης υπογράφεται εντός διμήνου από την υποβολή της αίτησης και δεσμεύει όλους τους συμμετέχοντες πιστωτές (υπάρχει δυνατότητα για παράταση κατόπιν αιτήματος των μερών ή σε περίπτωση σφάλματος). Εάν περάσει το χρονικό αυτό διάστημα χωρίς συμφωνία, η διαδικασία περατώνεται ως άκαρπη, χωρίς όμως να αποκλείεται η κατάθεση νέας αίτησης, έπειτα από 12 μήνες.
Με την επίτευξη σύμβασης αναδιάρθρωσης δεν επιτρέπεται σε καταλαμβανόμενο πιστωτή η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης και αναστέλλονται αυτοδικαίως τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη για την ικανοποίηση απαιτήσεως που ρυθμίσθηκε.
Επιπλέον, σε σχέση με το Δημόσιο και τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης: χορηγείται αποδεικτικό φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, αναστέλλεται η ποινική δίωξη για το αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους και ασφαλιστικών εισφορών, επέρχεται η αυτοδίκαιη κατάργηση προηγούμενων ρυθμίσεων για τις οφειλές που υπάγονται στη σύμβαση αναδιάρθρωσης και αναστέλλεται η παραγραφή των ρυθμιζόμενων οφειλών καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της ρύθμισης.
Οι τρεις βασικοί κανόνες
Οι κανόνες ρύθμισης υπακούουν στις εξής αρχές:
1. Ικανότητα αποπληρωμής, δηλαδή ο οφειλέτης πρέπει να πληρώνει βάσει των εισοδημάτων του, καθώς και αυτών των εγγυητών του.
2. Μη χειροτέρευση θέσης του πιστωτή, δηλαδή ότι κανένας πιστωτής δεν μπορεί να λάβει λιγότερα χρήματα από όσα θα λάμβανε σε περίπτωση ρευστοποίησης της περιουσίας του οφειλέτη και των εγγυητών του.
3. Σύμμετρη ικανοποίηση πιστωτών, δηλαδή ότι τα χρήματα του οφειλέτη πρέπει να μοιραστούν αναλογικά, έτσι ώστε να καλύψουν όλους τους πιστωτές (δημόσιο και χρηματοπιστωτικό τομέα).