Ο πόλεμος άλλαξε τον ενεργειακό χάρτη

Ο πόλεμος άλλαξε τον ενεργειακό χάρτη

Η διαφοροποίηση των αγορών μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι επιδιώξεις της Μόσχας και της Δύσης

8' 38" χρόνος ανάγνωσης

Ο ρωσοουκρανικός πόλεμος μεταβάλλει ήδη δραστικά την παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων. Αποτελεί συστημικού χαρακτήρα σύγκρουση, που ασχέτως αποτελέσματος επί του πεδίου θα μεταβάλει την τάση πολυπολικότητας της παγκόσμιας κατανομής ισχύος, που προέκυψε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης. Μολονότι μια στρατιωτική αντιπαράθεση Ρωσίας – ΝΑΤΟ φαίνεται να αποκλείεται εξαιτίας της πυρηνικής ισορροπίας του τρόμου, στο οικονομικό επίπεδο αυτό που λαμβάνει χώρα στις σχέσεις Ρωσίας – Δύσης και ειδικότερα Ρωσίας – Ε.Ε., από την επομένη κιόλας της ρωσικής εισβολής, ισοδυναμεί με έναν άνευ προηγουμένου και σχεδόν ολοκληρωτικό οικονομικό πόλεμο από την πλευρά των ΗΠΑ, της Ε.Ε. και μεγάλου μέρους των συμμάχων τους στο G7.

Το ότι η Ε.Ε. δεν ήταν έτοιμη γι’ αυτόν τον οικονομικό πόλεμο φάνηκε από τo γεγονός ότι οι ρωσικές διακοπές φυσικού αερίου που κλιμακώθηκαν μεταξύ Ιουλίου – Σεπτεμβρίου 2022 δεκαπενταπλασίασαν τις τιμές φυσικού αερίου (Φ.Α.) και ηλεκτρικού ρεύματος μέσα στο προηγούμενο έτος. Το συνολικό κόστος από αυτές τις αυξήσεις, που επιμερίστηκε μεταξύ κυβερνήσεων, επιχειρήσεων και καταναλωτών έφτασε, σύμφωνα με έκθεση του ΔΝΤ που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2022, στο 1 τρισ. ευρώ ή το 6% του ΑΕΠ της Ε.Ε.. Είναι ωστόσο ενδεικτικό της αποφασιστικότητας των Ευρωπαίων, ότι παρά το κόστος αυτό δεν δίστασαν προς στιγμή να συμπαραταχθούν γεωπολιτικά και εξοπλιστικά με την Ουκρανία, διαβλέποντας ότι τυχόν ήττα του Κιέβου θα ισοδυναμούσε –με δεδομένη τη δορυφοριοποίηση της Λευκορωσίας και του Καζακστάν από τη Ρωσία– με την ανασύσταση μιας νέας ρωσικής αυτοκρατορίας με ισχυρές τάσεις αναθεωρητισμού, ακόμη και των ανατολικών συνόρων της Ε.Ε.

Δεν αποτελεί υπερβολή να υπογραμμίσουμε ότι ο στόχος των ΗΠΑ – Ε.Ε. είναι να μετατρέψουν την 11η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη σε έναν οικονομικό παρία, σε μια γιγαντιαία «Βόρεια Κορέα», που θα αποκοπεί από το δίκτυο της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Για τη Ρωσία, στον πυρήνα αυτής της παγκοσμιοποίησης βρίσκονταν ο ρόλος της ως της εξαγωγικής ενεργειακής «υπερδύναμης». Σε τι ωστόσο ανταποκρινόταν αυτός ο «τίτλος»;

Κατά τα τελευταία είκοσι έτη η Ρωσία έχει υπάρξει συστηματικά η μεγαλύτερη χώρα εξαγωγός Φ.Α. στον κόσμο, η τρίτη μεγαλύτερη εξαγωγός άνθρακα, ενώ μετά το 2003 η Ρωσία αναδεικνυόταν συστηματικά ως η δεύτερη εξαγωγός αργού (μετά τη Σαουδική Αραβία), η δεύτερη εξαγωγός πετρελαιοειδών (μετά τις ΗΠΑ) και η μεγαλύτερη πετρελαιοεξαγωγική δύναμη παγκοσμίως, εάν συνυπολογιστούν οι εξαγωγές αργού και προϊόντων, που το 2021 έφτασαν τα 7,5 εκατομμύρια βαρέλια/ημέρα (ΕΚ.Β./Η.).

Από αυτά τα 7,5 ΕΚ.Β./Η., περίπου το ήμισυ κατέληγε στις αγορές του ΟΟΣΑ – Ευρώπης. Εως το 2021 η Ρωσία παρήγαγε συνολικά 10,5 ΕΚ.Β./Η. ή το 14% της παγκόσμιας παραγωγής, η μεγαλύτερη συνεισφορά μετά τις ΗΠΑ και τη Σαουδική Αραβία, ενώ εξήγαγε το 12,8% των παγκοσμίων εξαγωγών αργού (4,7 ΕΚ.Β./Η.) και το 15% των παγκοσμίων εξαγωγών πετρελαιοειδών (2,8 ΕΚ.Β./Η.). Η Ρωσία εξήγαγε περισσότερα πετρελαιοειδή απ’ ό,τι εξήγαγαν όλες οι χώρες της Ευρώπης μαζί, καλύπτοντας παράλληλα το 20% των αναγκών σε καύσιμα για τις ευρωπαϊκές χώρες του ΟΟΣΑ.

Στόχος ΗΠΑ και Ε.Ε. είναι να μετατρέψουν την 11η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη σε έναν οικονομικό παρία.

Βάσει στοιχείων του BP Statistical Review of World Energy, το 2021 η Ρωσία εξήγαγε συνολικά 241,3 δις κυβικά μέτρα/έτος (ΔΚΜ/Ε) φυσικού αερίου αναλογώντας στο 19,76% των παγκοσμίων εξαγωγών Φ.Α., την τρίτη καλύτερη επίδοση της ιστορίας της, εκ των οποίων τα 146,7 ΔΚΜ/Ε ή μόλις το 60,8% κατευθυνόταν στην Ε.Ε. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2008, έναν χρόνο πριν από τη μεγάλη ρωσοευρωπαϊκή κρίση Φ.Α., βρισκόταν στο 81,81% (126,33 ΔΚΜ/Ε στην Ε.Ε. έναντι παγκοσμίων εξαγωγών 154,41 ΔΚΜ/Ε), καθώς ακόμη η Ρωσία δεν είχε ξεκινήσει τις εξαγωγές προς την Κίνα (που άρχισαν το 2020) και δεν εξήγαγε καθόλου υγροποιημένο φυσικό αέριο (ΥΦΑ), κάτι που έγινε συστηματικά μετά το 2010.

Η στρατηγική διαφοροποίησης αγορών και κυρίως των οδεύσεων που η Ρωσία ακολούθησε όλη τη δεκαετία που προηγήθηκε της εισβολής της στην Ουκρανία αποδείχθηκε ιδιαιτέρως δυσχερής στην περίπτωση του Φ.Α. Νέοι αγωγοί Φ.Α. ή εργοστάσια υγροποίησης χρειάζονται χρόνια για να κατασκευαστούν και πρέπει να διασφαλισθεί πριν από την κατασκευή τους η εξαγωγή του Φ.Α. μέσω μακροπρόθεσμων συμβάσεων αγοραπωλησίας, που γίνονται ολοένα και πιο σπάνιες. Το ίδιο όμως δεν ίσχυε για τις εξαγωγές, ιδιαιτέρως του αργού πετρελαίου, όπου η εξεύρεση εναλλακτικού αγοραστή μπορεί να γίνει σε μερικές ημέρες, ενώ εάν οι εξαγωγές γίνονται με δεξαμενόπλοια μπορούν να φτάσουν σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου το πολύ μέσα σε 30 ημέρες. Πόσο επιτυχημένη ήταν λοιπόν στον πετρελαϊκό τομέα η προαναφερθείσα ρωσική στρατηγική διαφοροποίησης; Η Ρωσία κυριάρχησε επί μια και πλέον εικοσαετία στις ευρωπαϊκές πετρελαϊκές αγορές.

Η κυριαρχία αυτή κατέστη δυνατή μετά και την επέκταση του Βαλτικού Συστήματος Αγωγών (Baltic Pipeline System/BPS) το οποίο ολοκληρώθηκε το 2000 επιτρέποντας στη Μόσχα να περιορίσει δραστικά τη διαμετακομιστική της εξάρτηση από το σοβιετικής κατασκευής σύστημα αγωγών Druzhba, διασφαλίζοντας έτσι έναν μεγάλο βαθμό παγκόσμιας εμβέλειας, μολονότι το μεγαλύτερο μέρος των δεξαμενοπλοίων που μετέφεραν τις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου δεν ανήκαν έως το 2022 στη ρωσική κρατική εταιρεία δεξαμενοπλοίων Sovcomflot. Παράλληλα με την αναβάθμιση του BPS και την κατασκευή του αγωγού Tenguiz-Novorossisk η Ρωσία κατασκεύασε μεταξύ 2011-2018 τρεις νέους πετρελαιαγωγούς προς την Κίνα, χρησιμοποιώντας συστηματικά ακόμη και το δίκτυο αγωγών του Καζακστάν για να εξάγει μετά το 2017 πετρέλαιο στο Πεκίνο.

Η Ρωσία είχε αρχίσει να μειώνει την εξάρτησή της από τις πετρελαϊκές αγορές της Δύσης μια δεκαετία πριν τη δεύτερη εισβολή της στην Ουκρανία, επιταχύνοντας τη στροφή προς την Ασία μετά την προσάρτηση της Κριμαίας και μέρους του Ντονμπάς το 2014, στρατηγική που ακολούθησε με λιγότερη επιτυχία και στον τομέα του Φ.Α. Ως αποτέλεσμα, μεταξύ 2011-2021 η βαρύτητα της ευρωπαϊκής αγοράς ως προς το σύνολο των ρωσικών πετρελαϊκών εξαγωγών μειώθηκε από το 80% στο 50%, ενώ έως τα τέλη του 2022 το μερίδιο αυτό έπεσε κάτω από το 25%.

Είναι ενδεικτικό ότι το 2010 η Ρωσία εξήγαγε στις ΗΠΑ περισσότερο πετρέλαιο απ’ ό,τι εξήγαγε στην Κίνα. Το 2021 η Κίνα από μόνη της αναλογούσε στο 34% του συνόλου των ρωσικών εξαγωγών, από μόλις 8% το 2010. Αυτή ακριβώς η στρατηγική ευελιξία συνδυαζόμενη με μια επιθετική πολιτική υποτιμολόγησης αργού προς εξεύρεση αγορών έκαναν το ρωσικό πετρέλαιο εξαιρετικά δημοφιλές στην Τουρκία, στην Κίνα και πρωτίστως στην Ινδία, με την τελευταία να απορροφά το 2022 το 11% των συνολικών ρωσικών εξαγωγών, από λιγότερο του 1% το 2021.

Η μετατόπιση των ρωσικών εξαγωγών προς την Ασία και ο ρόλος του ΟΠΕΚ

Η Ρωσία έχασε κυρίως λόγω των δικών της αποφάσεων επιβολής εμπάργκο και της απώλειας, λόγω δολιοφθοράς, του συστήματος Nord Stream, το 57% των εξαγωγών της στις αγορές της Ε.Ε., χωρίς να μπορέσει να υποκαταστήσει αυτές τις απώλειες μέσω αύξησης των εξαγωγών ΥΦΑ ή της χρήσης αγωγών προς την Κίνα. Οι δυνατότητες άλλωστε της Ρωσίας να αναπτύξει αυτές τις εναλλακτικές υποδομές εξαγωγής απαιτούν πολλά χρόνια, δεδομένου ότι δεν υπάρχει υπερσιβηρικό δίκτυο αγωγών Φ.Α., την ώρα που η αγορά της Κίνας τροφοδοτείται από διαφορετικά πεδία σχετικά με αυτά που τροφοδοτούν την Ευρώπη. Αν και η Ρωσία θα κατασκευάσει νέα τερματικά ΥΦΑ στην Αρκτική και πιθανότατα και τον δεύτερο αγωγό Power of Siberia προς την Κίνα, υποκαθιστώντας μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών της εξαγωγών, αυτό δεν πρόκειται να γίνει πριν από το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας και θα γίνει με εμπορικούς όρους χειρότερους από αυτούς που απολάμβανε η Gazprom στην Ευρώπη εδώ και περίπου τρεις δεκαετίες.
Οι δέκα γύροι ευρωπαϊκών οικονομικών κυρώσεων και το ευρωαμερικανικό σχέδιο επιβολής πλαφόν στις τιμές εξαγωγής ρωσικού πετρελαίου, ακόμη και εκτός Ε.Ε., επιχειρούν να αποκαθηλώσουν τη Ρωσία από τη θέση της ενεργειακής υπερδύναμης δημιουργώντας παράλληλα το πρώτο στην ιστορία καρτέλ αγοραστών που επιχειρεί να ελέγξει τις τιμές και κατά συνέπεια τα έσοδα του μεγαλύτερου εξαγωγέα πετρελαίου και πετρελαιοειδών παγκοσμίως. 

Ο τρόπος με τον οποίο η Ρωσία θα επιλέξει να αντιδράσει σε αυτή την απειλή ζωτικής οικονομικής ασφάλειας θα μεταβάλει και τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην Ασία, ενισχύοντας τη στρατηγική εταιρική σχέση της Ρωσίας με την Κίνα, αλλά και την Ινδία, οι πετρελαϊκές εταιρείες των οποίων σταδιακά θα αντικαταστήσουν, αλλά με πιο επώδυνους για τη Ρωσία όρους, τις δυτικές πετρελαϊκές εταιρείες, ιδίως σε ό,τι αφορά υποδομές ΥΦΑ. 
Ο τρόπος με τον οποίο θα αντιδράσει ο ΟΠΕΚ σε αυτή τη δυτική πρόκληση, ο οποίος ήδη εξάγει εδώ και δεκαετίες το 80% του συνόλου των εξαγωγών του εκτός Ευρώπης και Βόρειας Αμερικής, θα ενισχύσει περαιτέρω τη στρατηγική συνεννόηση Ρωσίας – Σαουδικής Αραβίας, με ισχυρό το ενδεχόμενο πλήρους ένταξης της Ρωσίας στον μηχανισμό του ΟΠΕΚ, καθώς η Ρωσία έχει πλέον αποκλειστεί στο διηνεκές και σχεδόν ολοκληρωτικά από τις ευρωπαϊκές αγορές πετρελαίου. 

Η σχεδόν πλήρης μετατόπιση των ρωσικών πετρελαϊκών εξαγωγών στην Ασία θα ενισχύσει την ανάγκη τακτικότερου συντονισμού Ρωσίας – ΟΠΕΚ, καθώς η Κίνα, η Ινδία και οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες χώρες του τόξου Ασίας – Ειρηνικού αναλογούν ήδη στο 80% των εξαγωγών αργού πετρελαίου και για τις χώρες του ΟΠΕΚ Μέσης Ανατολής αλλά και για τη Ρωσία (75%). Ενδεχόμενη δε οριστική ένταξη της Ρωσίας στον ΟΠΕΚ θα υπεραναπληρώσει όλες τις απώλειες που έχει υποστεί το καρτέλ των εξαγωγικών χωρών ως προς την αγοραστική του ισχύ ως αποτέλεσμα της ανόδου των ΗΠΑ στην πρώτη θέση των πετρελαιοπαραγωγικών κρατών μετά το 2014, χάρις στη σχιστολιθική επανάσταση. Είναι επίσης πολύ πιθανό ότι εάν η Ρωσία τελικά μπει στον ΟΠΕΚ να «συμπαρασύρει» και το Καζακστάν, αυξάνοντας έτσι τον έλεγχο αυτού του μεγαλύτερου ΟΠΕΚ από το 36% στο 52% της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου για το 2021. 

Αυτό ισχύει ήδη σε τακτικό επίπεδο μέσω της συμμαχίας ΟΠΕΚ+, που ήδη καταπολεμά συστηματικά μέσα από συντονισμένες μειώσεις της παραγωγής της τον ευρωαμερικανικό μηχανισμό επιβολής πλαφόν, με στόχο να συντηρήσει τις διεθνείς τιμές μεταξύ 80-100 δολάρια το βαρέλι, έτσι ώστε οι μεγάλες ρωσικές μειώσεις στις πωλήσεις αργού πετρελαίου στην Ασία αφενός να εξακολουθούν να αποφέρουν σημαντικά έσοδα στον ρωσικό προϋπολογισμό και αφετέρου να εξακολουθήσουν να παράγουν αυτό που στη Δύση αποκαλούμε «υπερκέρδη» για τις χώρες του ΟΠΕΚ, παρά τη μείωση της κινεζικής ζήτησης, η οποία ακόμη δεν έχει συνέλθει πλήρως από τις δρακόντειες αντιπανδημικές καραντίνες του προέδρου Σι Τζιπίνγκ. 
Η πλήρης ένταξη της Ρωσίας και του Καζακστάν στον μηχανισμό του ΟΠΕΚ, πολύ απλά θα κάνει το πετρέλαιο και ακριβότερο και γεωπολιτικά πολύ πιο επισφαλές για τη Δύση, ενώ η τελευταία –και κυρίως η Ε.Ε.– επιχειρεί να επιταχύνει τη μετάβασή της σε ένα ενεργειακό σύστημα που θα έχει εξοβελίσει το πετρέλαιο από την ενεργειακή κατανάλωση των Ευρωπαίων έως το 2050. 

Ακόμη και εάν κάτι τέτοιο αποδειχθεί τεχνολογικά και οικονομικά εφικτό, το κόστος αυτής της μετάβασης με τη Ρωσία πλήρως ενταγμένη στον ΟΠΕΚ θα είναι πολύ μεγαλύτερο, ενώ η επίπτωση της «απο-πετρελαιοποίησης» της Ε.Ε. θα είναι σχετικά περιορισμένη για τις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου, δεδομένου ότι το 2021 η Ε.Ε. μαζί με τη Βρετανία αναλογούσαν μόλις στο 12,4% της παγκόσμιας πετρελαϊκής κατανάλωσης. 

O δρ Θεόδωρος Τσακίρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT