Τεκτονικούς κραδασμούς εξακολουθεί να προκαλεί στις αγορές η κατάρρευση της αμερικανικής τράπεζας Silicon Valley Bank (SVB), που χρηματοδοτούσε νεοφυείς εταιρείες τεχνολογίας και κατέρρευσε την περασμένη Πέμπτη με συνοπτικές διαδικασίες, συμπαρασύροντας στην πτώση της άλλες δύο αμερικανικές τράπεζες. Τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια υποχωρούσαν χθες, με τη μεγαλύτερη πτώση να σημειώνουν οι μετοχές των ευρωπαϊκών τραπεζών παρά τις δυναμικές παρεμβάσεις στις οποίες προέβησαν πρώτες οι αμερικανικές αρχές, στη συνέχεια οι αρχές της Βρετανίας και ακολούθως οι αρχές της Γερμανίας. Από ευρωπαϊκής πλευράς οι εκτιμήσεις, συμπεριλαμβανομένων εκπροσώπων της Κομισιόν, συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι δεν κινδυνεύουν οι τράπεζες της Ευρωζώνης. Αντανακλώντας όμως την ανησυχία των επενδυτών, ο δείκτης που παρακολουθεί τις μετοχές του τραπεζικού κλάδου σημείωνε από τις πρώτες ώρες της συνεδρίασης απώλειες 5,9%. Τραπεζικοί κολοσσοί της Ευρώπης, όπως οι Credit Suisse και Commerzbank, κατέγραφαν απώλειες από 8% έως και άνω του 9%, οι Societe General και Unicredit απώλειες της τάξεως του 5% έως 6% και η Barclays υποχωρούσε κατά 4%.
Ανήσυχοι οι επενδυτές
Είναι σαφές ότι οι επενδυτές εξακολουθούν να ανησυχούν για τους κινδύνους που ενδεχομένως κρύβουν στους ισολογισμούς τους οι τράπεζες, μολονότι οι αμερικανικές αρχές έσπευσαν να προσφέρουν άφθονη ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα και να εγγυηθούν στους καταθέτες πως θα έχουν πλήρη πρόσβαση στα κεφάλαιά τους από χθες το πρωί. Η Federal Reserve και η αμερικανική Αρχή Ασφάλισης Καταθέσεων (FDIC) ανακοίνωσαν νέο εργαλείο παροχής ρευστότητας που θα θέσει άμεσα στη διάθεση των τραπεζών δάνεια ενός έτους με όρους σαφώς πιο ευνοϊκούς από τους συνήθεις. Θέτει στη διάθεση του τραπεζικού συστήματος των ΗΠΑ κεφάλαια ύψους 25 δισ. δολ. σε μια προσπάθεια να αποτρέψει τη μετάδοση της κρίσης στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα αλλά και να καθησυχάσει την πελατεία των τραπεζών πως οι καταθέσεις τους είναι ασφαλείς. Και αυτό ακριβώς τόνισαν τόσο η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, όσο και ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος, ότι με την παροχή ρευστότητας διασφαλίζεται η πρόσβαση των καταθετών στα χρήματά τους.
Fed και Αρχή Ασφάλισης Καταθέσεων θέτουν 25 δισ. δολ. στη διάθεση των αμερικανικών τραπεζών για να αποφύγουν ντόμινο χρεοκοπιών.
Στο πλαίσιο της ίδιας προσπάθειας, άλλωστε, οι αμερικανικές αρχές έκλεισαν τη Signature Bank, που παρουσίαζε παρεμφερή προβλήματα με την SVB, και έδωσαν τις ίδιες εγγυήσεις στους καταθέτες της. Η Signature Bank ήταν όμως η τρίτη αμερικανική τράπεζα που κατέρρευσε σε διάστημα μόλις μιας εβδομάδας, καθώς της SVB είχε προηγηθεί η Silvergate, που δάνειζε σε εταιρείες κρυπτονομισμάτων. Την περασμένη Τετάρτη η εν λόγω τράπεζα ανακοίνωσε ότι διακόπτει τη λειτουργία της και ρευστοποιεί το ενεργητικό της. Σημειωτέον ότι από την Παρασκευή η FDIC ανέλαβε υπό τον έλεγχό της την SVB, που συνεπάγεται ότι αναλαμβάνει τον έλεγχο καταθέσεων ύψους σχεδόν 175 δισ. δολ. Παράλληλα, όμως, πηγή ανησυχίας αποτελεί το γεγονός ότι είναι ασφαλισμένες όσες καταθέσεις ανέρχονται έως τις 250.000 δολ., αλλά η Silicon Valley Bank έχει μεγάλο αριθμό λογαριασμών που υπερβαίνουν αυτό το όριο και είναι ανασφάλιστοι, ενώ πολλοί από αυτούς ανήκουν σε μικρές επιχειρήσεις. Παράγοντες του κλάδου ερμηνεύουν πάντως τις καθησυχαστικές δηλώσεις της κ. Γέλεν ως υπόσχεση πως θα καλυφθούν και οι μεγάλες καταθέσεις. Στο μεταξύ, μία ακόμη αμερικανική τράπεζα, η First Republic Bank, φαίνεται να έχει πάρει τον δρόμο που οδηγεί στην ίδια τύχη με την SVB, καθώς η μετοχή της σημείωνε χθες πτώση 60% παρά τις επίμονες προσπάθειές της να πείσει τους επενδυτές της ότι διαθέτει άφθονη ρευστότητα που υπερβαίνει τα 70 δισ. δολ. Οι διαβεβαιώσεις της δεν έπεισαν τους επενδυτές της, πολλοί από τους οποίους στράφηκαν στα ασφαλή καταφύγια των ομολόγων του αμερικανικού και του γερμανικού δημοσίου.
Κινητοποίηση για την περιφρούρηση του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού συστήματος υπήρξε άλλωστε και στη Βρετανία, με τον πρωθυπουργό Ρίσι Σούνακ, τον υπουργό Οικονομικών, Τζέρεμι Χαντ, τον υπεύθυνο του Σίτι του Λονδίνου, Αντριου Γκρίφιθ, και τον διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας, Αντριου Μπέιλι, σε ολονύχτια διαπραγμάτευση για την τύχη της βρετανικής θυγατρικής της SVB. Τη λύση έδωσε η βρετανική τράπεζα HSBC που ανέλαβε να εξαγοράσει τη βρετανική μονάδα της SVB έναντι του συμβολικού ποσού της μιας στερλίνας. Και όπως τονίζουν αναλυτές της αγοράς, απέτρεψε έτσι μια κρίση στον τεχνολογικό τομέα της χώρας δεδομένου ότι η αμερικανική τράπεζα χρηματοδοτούσε κατά κύριο λόγο νεοφυείς εταιρείες τεχνολογίας. Η βρετανική κυβέρνηση προβλέπει άλλωστε σχέδιο στήριξης για όσες εταιρείες έχουν καταθέσεις στην SVB, καθώς οι πελάτες τής εν λόγω τράπεζας στη Βρετανία ανέρχονται σε τουλάχιστον 3.300, μεταξύ των οποίων νεοφυείς επιχειρήσεις τεχνολογίας, επενδυτικές και εταιρείες χρηματοδοτούμενες από επενδυτικά κεφάλαια. Στη Γερμανία, τέλος, η Bundesbank συγκάλεσε την επιτροπή χρηματοοικονομικών κρίσεων, που έχει συσταθεί εν τω μέσω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, με σκοπό να αξιολογήσει τις ενδεχόμενες συνέπειες στις γερμανικές τράπεζες και στη γερμανική αγορά χρηματοπιστωτικών. Παράλληλα, η γερμανική ρυθμιστική αρχή χρηματοπιστωτικών, η BaFin, που εποπτεύει τις γερμανικές τράπεζες από κοινού με την Bundesbank, δήλωσε ότι επέβαλε μορατόριουμ στη γερμα-νική θυγατρική της SVB.
Το μήνυμα
Προκειμένου να καθησυχάσει τους καταθέτες, ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, τόνισε χθες πως «οι Αμερικανοί μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη ότι το τραπεζικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών είναι ασφαλές».
Η διαβεβαίωση
Ανακοινώνοντας την εξαγορά της SVB από την HSBC, ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών Τζέρεμι Χαντ υπογράμμισε πως «θα φροντίσουμε τον τεχνολογικό τομέα μας και έχουμε εργαστεί επιτακτικά για να εκπληρώσουμε αυτή την υπόσχεση».
H απορρύθμιση Τραμπ αύξησε την ανάληψη ρίσκου
Το 2018, μία δεκαετία μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που σχεδόν «γονάτισε» το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, υπέγραψε τον νόμο για την οικονομική ανάπτυξη, τη μείωση των ρυθμίσεων και την προστασία των καταναλωτών. Απελευθέρωσε, έτσι, τις εταιρείες μεσαίου μεγέθους όπως η Silicon Valley Bank, από τις αυστηρές ρυθμίσεις που είχαν επιβληθεί μετά την κρίση και συνεπώς και από το κόστος που συνεπαγόταν η συμμόρφωσή τους με αυτές τις αυστηρές ρυθμίσεις. «Η λογική του ένας κανόνας για όλους δεν δουλεύει», δήλωνε τότε ο Τραμπ στον Λευκό Οίκο, υπερηφανευόμενος για την κατάργηση κανόνων που «σακάτευαν» τις εταιρείες. «Δεν πρέπει να υπόκεινται στις ίδιες ρυθμίσεις με τους μεγάλους χρηματοπιστωτικούς ομίλους και επειδή ακριβώς το υπέστησαν άρχισαν να διακόπτουν τη λειτουργία τους η μία μετά την άλλη», τόνιζε ο τέως πρόεδρος. Καμιά δεκαπενταριά Δημοκρατικοί γερουσιαστές συντάχθηκαν με τους Ρεπουμπλικανούς και υποστήριξαν το μέτρο.
Πέντε χρόνια μετά τρεις περιφερειακές τράπεζες, μεταξύ των οποίων και η SVB, κατέρρευσαν μέσα στις τελευταίες ημέρες και πολλοί πιστεύουν πως επέσπευσε την κατάρρευσή τους η ελάφρυνσή τους από τις ρυθμίσεις, την οποία ζητούσε επίμονα ο Γκρεγκ Μπέκερ τότε διευθύνων σύμβουλος της SVB. Για να καθησυχάσει αγορές και καταναλωτές ο πρόεδρος Μπάιντεν τόνισε χθες πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ έχει γερές βάσεις και δεσμεύθηκε πως θα πιέσει το Κογκρέσο ώστε να ενισχύσει το ρυθμιστικό πλαίσιο του τραπεζικού τομέα. Υποσχέθηκε ότι θα πιέσει τις ρυθμιστικές αρχές «να ενισχύσουν τους κανόνες για τις τράπεζες ώστε να μειώσουν την πιθανότητα να επαναληφθεί η ίδια τραπεζική κρίση και να προστατευθούν οι αμερικανικές θέσεις εργασίας και οι μικρές επιχειρήσεις.
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του μεγέθους των SVB, Signature και Silvergate Capital ωχριούν μπροστά στους κολοσσούς της Wall Street. Στο σύνολό τους όμως έχουν σημειώσει ραγδαία ανάπτυξη και σήμερα συγκεντρώνουν ενεργητικό τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Εχουν κρίσιμο ρόλο στην αμερικανική οικονομία καθώς παρέχουν χρηματοδότηση σε ευρύ φάσμα κλάδων από τα οινοποιεία μέχρι τις νεοφυείς εταιρείες τεχνολογίας. Οι μεγαλύτερες τράπεζες προσπαθούν να αποδώσουν στην έλλειψη ρυθμίσεων την επιτυχία που είχαν αυτές οι περιφερειακές τράπεζες την περασμένη δεκαετία. Υποστηρίζουν μάλιστα πως αντί να επιβάλουν αυστηρότερες ρυθμίσεις στους γίγαντες της Wall Street, οι ρυθμιστικές αρχές θα έπρεπε να ασχοληθούν περισσότερο με τις μικρές εταιρείες τις οποίες αγνόησαν τα τελευταία χρόνια. Ορισμένα στελέχη επικαλούνται μάλιστα αυτό που είπε την περασμένη εβδομάδα ο αντιπρόεδρος της Fed, Μάικλ Μπαρ, ότι οι ρυθμιστικές αρχές είχαν αντιμετωπίσει τις μικρές τράπεζες «με κάποια ελαφρότητα». Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, πριν από την κατάρρευσή της η Silicon Valley Bank ήταν η 16η σε μέγεθος τράπεζα των ΗΠΑ και δεν μπορεί να θεωρείται μικρή τράπεζα.
Σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις με αξιωματούχους, στελέχη μεγάλων τραπεζών επιρρίπτουν, άλλωστε, την ευθύνη στη Fed, στο Γραφείο Ελέγχου του Νομίσματος και στην Ενωση Αρχών Ασφάλισης Καταθέσεων για την απόφαση που έλαβαν το 2019 να επιτρέψουν σε όσες τράπεζες έχουν ενεργητικό κάτω των 700 δισ. δολαρίων να μην αναφέρουν λεπτομέρειες για τα έσοδά τους στις ανακοινώσεις τους προς τις ρυθμιστικές αρχές. Η απόφαση αυτή διευκόλυνε πολλά μικρά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να προχωρήσουν στην ανάληψη επενδυτικού κινδύνου με τα ομόλογα που είχαν στο χαρτοφυλάκιό τους.
Αυτό οδήγησε την SVB σε παράτολμες επιλογές. Στα τέλη του 2020 η εσωτερική αλληλογραφία της εταιρείας αποκαλύπτει ότι της είχε συσταθεί να αγοράζει βραχυπρόθεσμα ομόλογα καθώς αυτά προσείλκυαν περισσότερα κεφάλαια. Η αλλαγή αυτή θα μείωνε τον κίνδυνο να υποστεί μεγάλες ζημίες σε περίπτωση απότομης αύξησης των επιτοκίων. Θα είχε όμως ένα κόστος και συγκεκριμένα τη μείωση των εσόδων της εταιρείας κατά 18 εκατ. δολάρια. Η εταιρεία αποφάσισε να εξακολουθήσει να επενδύει σε στοιχεία ενεργητικού με μεγάλη απόδοση. Το αποτέλεσμα ήταν να σημειώσουν άλμα 52% τα κέρδη της καταγράφοντας ρεκόρ το 2021 και να οδηγήσουν τη χρηματιστηριακή της αξία σε επίπεδο άνω των 40 δισ. δολαρίων. Από τη στιγμή όμως που αυξήθηκαν τα επιτόκια το 2022, η εταιρεία έχει να αντιμετωπίσει ζημίες ύψους άνω των 16 δισ. δολαρίων που δεν έχουν ακόμη καταχωρισθεί στα αποτελέσματά της.